Στήριξα και στηρίζω την πρωτοβουλία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ να αποχωρήσει η αξιωματική αντιπολίτευση από τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος γιατί, στο σημείο στο οποίο έφτασε πλέον η διαδικασία αυτή, η αποχώρηση λειτουργεί ως θώρακας για την προστασία του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος. Καμία διάταξη δεν έπρεπε και δεν πρέπει να εισαχθεί στην επόμενη, αναθεωρητική Βουλή, έχοντας συγκεντρώσει στην παρούσα Βουλή πλειοψηφία υπέρ της ανάγκης αναθεώρησής της ίση ή μεγαλύτερη των 180. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε εν λευκώ εξουσιοδότηση στην απλή πλειοψηφία της επόμενης Βουλής να διαμορφώσει κατά το δοκούν το περιεχόμενο της αναθεωρημένης διάταξης. Τέτοια ευχέρεια δεν πρέπει να διαθέτει ούτε το ΠΑΣΟΚ που φιλοδοξούμε να είναι η πλειοψηφία της νέας Βουλής. Οι πολίτες αξιώνουν συναινετικούς και μακροπρόθεσμους διακανονισμούς ως προς τους θεσμούς καθώς και ως προς κάποια μεγάλα θέματα, όπως η παιδεία.

Αυτή ήταν εξ αρχής η βασική μου θέση ως προς το άρθρο 16, που είναι το πολιτικά κρισιμότερο σημείο της τρέχουσας αναθεωρητικής διαδικασίας. Με τη βασική αυτή θέση μου είχε συμφωνήσει και ο Ν. Αλιβιζάτος όπως και πολλοί άλλοι. Το άρθρο 16 όμως, όπως ισχύει, δεν ήταν ποτέ ούτε και είναι εμπόδιο στην αναβάθμιση της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Το άρθρο 16, όπως και όταν αναθεωρηθεί σωστά και με όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις, δεν θα είναι η λύση που ορισμένοι φαντάζονται στο ζήτημα των λεγόμενων «κολεγίων». Αυτές οι θέσεις αποτελούν βασικό σημείο του νέου μου βιβλίου με τίτλο «Ατζέντα 16», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις Εκδόσεις «Πόλις». Παράλληλα διατυπώνω τις προτάσεις μου για τα άμεσα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την εκτόνωση της βαθιάς και εντεινόμενης κρίσης, για τη διασφάλιση της λειτουργίας των πανεπιστημίων και την αναβάθμισή τους μέσα στο σύγχρονο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο.

Από όλα αυτά τα σημεία ο Ν. Αλιβιζάτος, στην κριτική του, που δημοσιεύθηκε στα «ΝΕΑ» (6.2.2007) με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η ομελέτα και τα αυγά», επιλέγει δύο σημεία που τον ενδιαφέρουν προφανώς ιδιαιτέρως: Επιδιώκει, πρώτον, να απαντήσει στην αυστηρή κριτική μου στη θέση του πως για την κατάσταση στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο φταίει δήθεν ο νομικός χαρακτήρας του ως ΝΠΔΔ. Είναι γνωστό πως έχει προτείνει τη μετατροπή του δημοσίου πανεπιστημίου σε ΝΠΙΔ ή σε μία τρίτη υβριδική κατηγορία νομικού προσώπου, που τελικά θα πρέπει βέβαια να χαρακτηριστεί είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου. Στο επιχείρημα μου ότι το επόμενο βήμα, εάν γίνει δεκτή η θέση του, θα είναι να τεθεί θέμα παράνομων κρατικών ενισχύσεων προς τα δημόσια πανεπιστήμια, εάν αυτά είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, επειδή τα θεσμικά ισότιμά τους ιδιωτικά πανεπιστήμια θα αξιώσουν κάποια στιγμή ίδια μεταχείριση, μου απαντά ότι αυτό παρερμηνεύει τα άρθρα 81 έως 85 Συνθ. ΕΚ γιατί οι παράνομες κρατικές ενισχύσεις αφορούν μόνον «επιχειρήσεις» και όχι φορείς που εκπληρώνουν δημόσιες αποστολές.

Εφόσον όμως τα δημόσια πανεπιστήμια άλλων χωρών- μελών, όπως τα βρετανικά, εμφανίζονται ως υποκείμενα του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών όπως και οι επιχειρήσεις και εφόσον διαμορφώνεται μία «αγορά» πανεπιστημιακών υπηρεσιών, τίποτα δεν εγγυάται ότι δεν θα τεθεί ζήτημα ίσης μεταχείρισης δημοσίων και ιδιωτικών πανεπιστημίων ως προς τις κρατικές επιχορηγήσεις. Όχι ο Ν. Αλιβιζάτος, αλλά ούτε ο κ. Μπαρόζο, ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν μπορεί να δώσει τέτοια διαβεβαίωση. Ευτυχώς πάντως κανείς δεν υιοθέτησε στη Βουλή την πρόταση του Ν. Αλιβιζάτου για μετατροπή των δημοσίων πανεπιστημίων σε ΝΠΙΔ.

Το δεύτερο σημείο της κριτικής του είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικό, γιατί αφορά τη δυνατότητα του εθνικού νομοθέτη να θέσει την παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πανεπιστήμια άλλων κρατών- μελών υπό αυστηρούς όρους, στο πλαίσιο της λογικής του κοινοτικού δικαίου και της νομολογίας του ΔΕΚ.

Στο βιβλίο μου κάνω μία κρίσιμη διαφοροποίηση ανάμεσα στην παροχή υπηρεσιών απευθείας από τα ίδια τα πανεπιστήμια άλλων χωρών- μελών, την παροχή υπηρεσιών από συμβεβλημένους φορείς που έχουν ιθαγένεια άλλης χώρας- μέλους και πραγματική εγκατάσταση σε άλλη χώρα- μέλος και την παροχή υπηρεσιών από ελληνικά κέντρα ελευθέρων σπουδών. Προτείνω δε μία αλληλουχία μέτρων στο πλαίσιο της λογικής του κοινοτικού δικαίου, λαμβανομένης υπόψη της πρακτικής άλλων κρατών- μελών, καθώς και των πιθανών παρατηρήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν θα επαναλάβω εδώ μία αναλυτική και εν πολλοίς τεχνική επιχειρηματολογία. Ο Ν. Αλιβιζάτος αντιτείνει ότι αποκλείεται να τεθεί οποιοσδήποτε φραγμός στις συμβάσεις δικαιόχρησης. Όπως λέει χαρακτηριστικά, «απλοελληνιστί, τούτο σημαίνει ότι το Franchising στην εκπαίδευση δεν μπορεί διά νόμου να απαγορευθεί». Μπορεί μήπως να απαγορευθεί διά του εθνικού Συντάγματος; Όχι βέβαια, έχει ήδη απαντήσει και σωστά ο Ν. Αλιβιζάτος. Άρα, τι; Προφανώς ηττοπαθής παρακολούθηση της κατάστασης. Διατυπώνω με ευθύτητα τις θέσεις μου για το πανεπιστήμιο και το μέλλον του, όπως και για όλα τα μεγάλα θέματα της δημόσιας ζωής, ως πολιτικός με την πρόσθετη σκευή του επιστήμονα. Δεν εμφανίζομαι ως καθηγητής να διατυπώνω απόψεις με σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις, αλλά χωρίς το κόστος της πολιτικής ιδιότητας. Μιλάω στο όνομα αποκλειστικά και μόνον του δημοσίου συμφέροντος χωρίς περισπάσεις, όπως έχω υποχρέωση έναντι του τόπου και της παράταξής μου. Ξέρω δε πολύ καλά ότι χωρίς να σπάσεις αυγά ομελέτα δεν γίνεται. Δεν θέλω όμως τα αυγά να είναι κλούβια.