ΣΤΙΣ 21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 2006, ΛΙΓΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ
ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ, ΕΝΑΣ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΞΑΝΑΧΤΥΠΗΣΕ. Ο ΤΟΜΑΣ ΠΥΝΤΣΟΝ ΕΔΩΣΕ ΣΤΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΝΑ ΘΗΡΙΩΔΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΕ ΞΕΚΑΘΑΡΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΣΗ, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΕΚΤΥΛΙΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ΩΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ
Στη συνείδηση της πλειονότητας των Ελλήνων αναγνωστών η αμερικανική πεζογραφία των τελευταίων σαράντα ετών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ονόματα εγωκεντρικών ηθογράφων όπως ο Τζον Απντάικ, ο Σολ Μπέλοου, ο Φίλιπ Ροθ και ο Νόρμαν Μέιλερ. Οι ΗΠΑ, ωστόσο, διαθέτουν πολλές και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σκιώδεις πλευρές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, παράλληλα με τους επιγόνους του Φιτζέραλντ, του Φόκνερ και του Χέμινγουεϊ, ξεπήδησαν εκεί ανήσυχοι και πειραματικοί πεζογράφοι που άλλαξαν για πάντα το μυθιστόρημα. Σ΄ αυτούς περιλαμβάνονται ο Τζον Μπαρθ, ο Ρόμπερτ Κούβερ, ο Γουίλιαμ Γκάντις, ο Γουίλιαμ Γκας και ο Ντόναλντ Μπαρθέλμ. Εκείνος πάντως που ξεχώρισε από την αρχή, και μάλιστα χωρίς να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια για να προβληθεί, ήταν ο Τόμας Πύντσον.

Το φάντασμα

Ο Πύντσον αγωνίζεται στον λογοτεχνικό στίβο από το 1963. Όλα αυτά τα χρόνια έχει τιμηθεί με τα σημαντικότερα αμερικανικά βραβεία, αλλά δεν έχει εμφανιστεί για να τα παραλάβει, δεν έχει φωτογραφηθεί για εφημερίδες ή περιοδικά, δεν έχει παραχωρήσει ούτε μία συνέντευξη. Ακόμα και τώρα, λίγοι γνωρίζουν τον τόπο κατοικίας του και

Τhomas Ρynchon

AGΑΙΝSΤ THE DAY

ΕΚΔ. ΡΕΝGUΙΝ, 2006 ΣΕΛ. 1.085, ΤΙΜΗ: 23 #

ελάχιστοι έχουν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή μαζί του. Ενδεικτικό είναι το εξής: οι μόνες διαθέσιμες φωτογραφίες του έχουν αποσπαστεί από το αναμνηστικό άλμπουμ του λυκείου όπου φοίτησε και από τα αρχεία του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού. Έτσι, ειδικά τη δεκαετία του ΄70, τα ΜΜΕ έχτισαν μυθολογικές κατασκευές γύρω από το άτομό του. Κάποιος δημοσιογράφος ισχυρίστηκε πως ο συγγραφέας δεν υπάρχει και ότι το όνομά του είναι απλώς ψευδώνυμο τού, απομονωμένου από το 1964, Σάλιντζερ. Ένας άλλος υποστήριξε ότι τα πολυδαίδαλα βιβλία του Πύντσον προκύπτουν από την ομαδική εργασία δέκα πεζογράφων της γενιάς του με μικρότερη απήχηση. Αργότερα, μετά την έκδοση του προτελευταίου βιβλίου του ( Μέισον & Ντίξον – 1997), τα περιβόητα τηλεοπτικά κανάλια CΝΝ και ΝΒC εξαπέλυσαν κυνήγι για να τον εντοπίσουν, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα.

Η χρόνια καταδίωξη, βέβαια, έχει φέρει στο φως μερικά αρκετά αξιόπιστα ευρήματα. Απ΄ ό,τι φαίνεται, λοιπόν, ο Πύντσον διαμορφώθηκε ως λογοτέχνης από τρεις σημαδιακές επιλογές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 παρακολούθησε τις περίφημες διαλέξεις του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ στο πανεπιστήμιο Κορνέλ. Από το 1960 μέχρι το 1962 εργάστηκε στη γνωστή εταιρεία Μπόινγκ και ειδικεύτηκε στη συγγραφή συνοδευτικών φυλλαδίων για πυραύλους εδάφους-αέρος. Στη συνέχεια πήγε στην Καλιφόρνια και εντάχθηκε στους τοπικούς κύκλους της εξτρεμιστικής Αριστεράς, που εκείνη την περίοδο μεγεθύνονταν με ταχύτατο ρυθμό. Πάντως ο υπερόπτης Ναμπόκοφ, όταν κάποτε ρωτήθηκε αν θυμόταν τον μαθητή του, έδωσε αρνητική απάντηση.

Τέτοιες συγκρατημένες αντιδράσεις δεν συνηθίζονται όταν η κουβέντα φτάνει στον Πύντσον. Το έργο του ή το λατρεύουν ή το απεχθάνονται. Στις κριτικές για τα βιβλία του δεν υπάρχουν περιθώρια για συγκατάβαση. Σύμφωνα με μερικούς συμπατριώτες του, είναι ακατάληπτος, πληκτικός, επιτηδευμένος, φλύαρος και χυδαίος συγγραφέας. Άλλοι τον θεωρούν κλάσεις ανώτερο από τον Τζόις. Και στα δύο στρατόπεδα, πάντως, ο Πύντσον ορίζεται ως δύσκολος πεζογράφος. Το γνωστικό εύρος του μάλλον προκαλεί δέος και σύγχυση. Το μεγάλο μέγεθος των βιβλίων του πανικοβάλλει τους ανυπόμονους αναγνώστες. Η απροθυμία του να καταθέσει πομπώδεις φιλοσοφικούς στοχασμούς και σεβάσμιες ψυχολογικές αναλύσεις αφήνει στους σοβαροφανείς ένα αίσθημα κενού. Η περίτεχνη και μεταβαλλόμενη γλώσσα του δημιουργεί αλλεπάλληλα αναγνωστικά σοκ.

Το σίγουρο είναι ότι τα βιβλία του απαιτούν διανοητική συγκέντρωση και φιλέρευνη διάθεση από τον αναγνώστη. Ο Πύντσον είναι εκ πρώτης όψεως γραμμικός συγγραφέας του αβαθούς, αλλά τα κείμενα του είναι φανταχτερά και συμπυκνώνουν κιλά εξειδικευμένου πραγματολογικού υλικού. Χρησιμοποιεί σημαντικές ιστορικές περιόδους για να στήνει κινηματογραφικού τύπου σκηνικά και να σκηνοθετεί περίτεχνα πικαρέσκ ή φαρσικές περιπέτειες. Παραθέτει, αντιπαραβάλλει και συγχωνεύει στυλ και θέματα. Το ύφος του είναι αναιδές και κλοουνίστικο. Στα άτομα δεν αναγνωρίζει κάποια διαχρονική ουσία και τα μετατρέπει σε κλωτσοσκούφια που άγονται και φέρονται από τις παράλογες μεθοδεύσεις τεράστιων, παντοδύναμων και ανόητων εξουσιαστικών μηχανισμών. Οι σκηνές που κατασκευάζει γίνονται συχνά περίπλοκες σε βαθμό απροσδιοριστίας και τα όρια μεταξύ αίσθησης και παραίσθησης θολώνουν.

Τα πιο πάνω δεν στοχεύουν σε καμία περίπτωση στον στείρο εντυπωσιασμό. Αντίθετα, εξυπηρετούν ιδεολογικούς στόχους. Ο Πύντσον, κατ΄ αρχάς, δημιουργεί περίπλοκους και αστείους εφιάλτες για να τους προσφέρει ως αντίδοτο στη ρουτινιάρικη ζωή των περισσότερων ανθρώπων· όπως και ο Κάφκα, προτιμά τον ζόφο από το τίποτα, λατρεύει τις φαντασιώσεις καταδιώξεων και κατασκοπείας. Από ΄κει και πέρα, ως ένθερμος αντιεξουσιαστής, αδυνατεί να τοποθετήσει τα επιτελικά σχέδια των κυρίαρχων σε κάποιο ορθολογικό πλαίσιο και να αναγνωρίσει αμιγώς ωφελιμιστικά κίνητρα που να μπορούν να δικαιολογήσουν τα εκατομμύρια νεκρών του Πρώτου ή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο συγγραφέας, τέλος, έχει εξαρχής τοποθετήσει στο κέντρο του λογοτεχνικού του σύμπαντος τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, δηλαδή την εντροπία. Σύμφωνα μ΄ αυτή την αρχή της Φυσικής, που δεν έχει ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη χροιά, τα συστήματα, καθώς γίνονται πολυπλοκότερα, τείνουν προς την αποδιοργάνωση και την αυτοκαταστροφή.