Μ πορείς να κράξεις τους συγγενείς σου και να περιμένεις ότι θα σου ξαναμιλήσουν. Αλλά όχι τον γκόμενό σου. Ως εκ τούτου ο Γάλλος εραστής Χιου τη βγάζει ατσαλάκωτος μέχρι το τέλος του βιβλίου- όχι όμως και οι συντοπίτες του, τους οποίους ο Ντέιβιντ περνάει ένα χεράκι.

Λατρεύει να ξεφωνίζει τους Γάλλους, αλλά ιδίως τους βλαχοαμερικανούς για τους οποίους επιβεβαιώνει αρκετά στερεότυπα. Αφήνει όμως ήσυχους τους Νεοϋορκέζους. Θεματικά, τίποτα δεν είναι αρκετά ασήμαντο γι΄ αυτόν. Αφιερώνει σελίδες στην αναμέτρησή του με μια κουράδα. Απομυθοποιεί από πρώτο χέρι την γκουρμέ κουζίνα, την εννοιολογική τέχνη και τα ναρκωτικά που «σου επιτρέπουν να σκύβεις πάνω από έναν καθρέφτη με ένα καλαμάκι στη μύτη, να ρουφάς τον μισθό μιας ολόκληρης εβδομάδας και να σκέφτεσαι ΄΄Θεέ μου, είμαι έξυπνος΄΄». Και ως ανθέλληνας τρίτης γενιάς παρατηρεί: «Αν μάγκωνες την ουρά μιας γάτας σε μια πόρτα, θα μπορούσε άνετα να ουρλιάξει ένα τραγούδι που θα γινόταν τρελή επιτυχία στη Θεσσαλονίκη».