Ο Χάντκε τσαλακώνει τις ρεαλιστικές συμβάσεις. Δεν κάνει ρεπορτάζ της καθημερινότητας. Συνθέτει ένα κυριολεκτικά ου-τοπικό μυθιστόρημα, προσπαθεί να κατασκευάσει μια σύγχρονη επική γραφή και μετέρχεται όλα τα αφηγηματικά κόλπα, προκειμένου να αποδώσει το φιλόδοξο συγγραφικό του σχέδιο: παρεμβολές και λεξιλογικές διορθώσεις, τις οποίες απευθύνει η γυναίκα στον αφηγητή-συγγραφέα, πολλαπλές εκδοχές ιστοριών, αντίκρυσμα της αφήγησης με άλλες εμβληματικές επικές αφηγήσεις, από την Οδύσσεια ώς το μυθιστόρημα του Θερβάντες, πρόσωπα και προσωπεία, μαγικά και μεταφυσικά στοιχεία, τολμηρές μεταφορές, παρεκβάσεις, ιστορίες που εγκιβωτίζονται μια μέσα στην άλλη σαν ρώσικες κούκλες, εξαντλητικές μέχρις απωθήσεως περιγραφές, αντεστραμμένοι κατάλογοι, παρεμβάσεις του αφηγητή. Και, στο τέλος, μια προγραμματική δήλωση για τον τρόπο, την ουσία και τον στόχο της αφήγησης: ο αφηγητής-συγγραφέας διακηρύσσει ότι έγραψε μια ιστορία, που δεν πραγματεύεται προβλήματα, αλλά διηγείται η ίδια τον εαυτό της, χωρίς ερωτήματα και χωρίς περιστροφές.

Μια «αληθινή» ιστορία, που ξεκινά ως αληθινή από το δέρμα και την ψυχή του αφηγητή.