Το δρομολόγιο «από τη λογοτεχνία στη ζωγραφική και αντιστρόφως» θα μπορούσε να

είναι ο κεντρικός ιστορικός άξονας για τον νεοελληνικό πολιτισμό, αφού όταν

ξεκινήσαμε σαν ελεύθερο κράτος, όλα τα λέγαμε με λόγια προφορικά και σήμερα

φτάσαμε να ζούμε κι εμείς στον αστερισμό της οπτικής επικοινωνίας, με τη

τηλεόραση και το Ίντερνετ. Αν τότε ο Μακρυγιάννης έψαχνε ζωγράφο που να ήξερε

την ντόπια εικαστική άποψη για να του ζωγραφίσει τα απομνημονεύματα, σήμερα

εμείς ψάχνουμε τεχνίτες του λόγου για να περιγράψουν όσα καθημερινά βλέπουμε

να τρέχουν χωρίς πολύ πολύ να τα συνειδητοποιούμε. Πολλές φορές το γράψαμε

εδώ: η νεοελληνική ζωγραφική είναι για την εποχή μας ό,τι η νεοελληνική

λογοτεχνία για την εκμάθηση της γλώσσας, μια πολύτιμη δεξαμενή εμπειριών και

μορφών. Η δημιουργική σχέση πολλών λογοτεχνών με τα εικαστικά (Α. Εμπειρίκος,

Ν. Εγγονόπουλος, Δ. Καλοκύρης) και αντιστρόφως (Φ. Κόντογλου, Κ. Λαχάς, κ.ά.)

είναι μια γέφυρα που μαρτυρά την παράλληλη πορεία και διφυή υπόσταση (λόγος –

εικόνα) στους διανοούμενους γενικότερα στον αιώνα που έφυγε και στο σήμερα.

Η έκθεση του Νάνου Βαλαωρίτη στον «Αστρολάβο» συνεπώς έχει μεγάλο

ενδιαφέρον και όχι μόνον επειδή πρόκειται για τον τελευταίο επιζώντα της

παλιάς φρουράς των υπερρεαλιστών λογοτεχνών μας. Το κατ’ εξοχήν εικαστικό

ενδιαφέρον έγκειται στο ότι ο Βαλαωρίτης θεωρεί εξ αρχής τη ζωγραφική ως

μέθοδο έκστασης ψυχικής και πνευματικής, ως εργαλείο «εξόρυξης» βαθύτερων

συναισθημάτων και εικόνων, εκ των οποίων άλλες έχουν προσωπικά γνωρίσματα κι

άλλες στερεότυπα, πανανθρώπινα. Τα έγχρωμα σχέδιά του έχουν τη χαρακτηριστική

μυστηριακή ατμόσφαιρα της αυτοσχεδιαστικής τέχνης, λίγο σαν πρωτόγονη, λίγο

σαν παιδική και πολύ σαν της outsider art, αυτής δηλαδή που περιλαμβάνει τη

ζωγραφική των ψυχοπαθών, των φυλακισμένων κ.λπ. Πολλά έργα είναι γοητευτικά,

σε απορροφούν στην εκτός συμβάσεων σύνθεση, είναι ζωγραφική που αποκαλύπτει

παρά συμμορφώνεται με τις νόρμες της σύνθεσης και της οπτικής λογιότητας. Σε

ορισμένα η αισθητική του 1960 είναι έκδηλη, λίγο σαν χίπικη τέχνη, λίγο σαν

Ακριθάκης πριν γίνει αυτός που ήταν, άλλωστε το περιοδικό «Πάλι» του Βαλαωρίτη

ήταν αυτό που τον ανακάλυψε. Υπάρχουν επίσης και τα κολλάζ που είναι

επεμβάσεις πάνω σε δεδομένες χαρακτικές εικόνες, από αυτές που συνόδευαν το

κείμενο σε παλιότερες δεκαετίες.

Και ο Νίκος Χουλιαράς είναι ένας πολλαπλών μέσων καλλιτέχνης, και

ζωγράφος και λογοτέχνης και μουσικός, αναγνωρισμένος και δημοφιλής. Η

μελαγχολική ατμόσφαιρα των έργων του είναι δεδομένο και σταθερό γνώρισμα: μια

σκοτεινή φιγούρα περιφέρεται σε αδιέξοδα νυχτερινά δωμάτια και «κυνηγά τη σκιά

της». Η εικόνα θυμίζει τον Μπέικον, αλλά στον Χουλιαρά υπάρχει προστιθέμενη

αξία, ένα αυτοβασανιστικό βίωμα κατάθλιψης, μια ασπρόμαυρη σημειολογία του

«καλού – κακού», ζωής και θανάτου, ένας μανιχαϊσμός, πάντως μινιμαλιστικός όχι

ρητορικός, με τη λιτότητα του ηπειρώτικου Αχέροντα.

Γραφή εν τω γεννάσθαι: Δεν συζητιούνται συχνά οι ιδεολογικές ρίζες

αυτής της ζωγραφικής, αφού όλα θεωρούνται υπόθεση μητροπολιτικών στυλ και

μοντέλων, αλλά αυτή τη φορά θα το γράψω σαφέστερα: Και στις δύο περιπτώσεις η

σχέση του λογοτέχνη – ζωγράφου με το ψυχικό υποσυνείδητο είναι το κεντρικό

κίνητρο που φτιάχνει την εικόνα, ό,τι αντικρύζουμε είναι μια «γραφή εν τω

γεννάσθαι», και κατόπιν ζωγραφική ή σχέδιο. Η νοητική εικόνα του Χουλιαρά

καταθλιπτική, αδιέξοδη μα και συμφιλιωμένη με τον χρόνο, χωρίς εκρήξεις, κάπως

«βυζαντινός αυτοκαταναγκασμός». Του Βαλαωρίτη περισσότερο εκρηκτική, συχνά

παραδείσια, ζητά ταξίδι εξωστρεφές, σχεδόν εξωτικό, παγανιστική και ελευθεριάζουσα.

INFO

* Νάνος Βαλαωρίτης, Σχέδια και Κολλάζ, «Αστρολάβος», Ξανθίππου 11, τηλ.

210-7294.342, μέχρι 2 Δεκεμβρίου

* Νίκος Χουλιαράς, Ασπρόμαυρα Σχέδια, «Νέες Μορφές», Βαλαωρίτου 9, τηλ.

210-3616.165, μέχρι 2 Δεκεμβρίου