Το νεοελληνικό ακρόπρωρο είναι παρακλάδι του ευρωπαϊκού. Εμφανίζεται γύρω στα

μέσα του 18ου αιώνα με αρχές 19ου, γέννημα του νέου πολιτικού, οικονομικού και

κοινωνικού κλίματος.

Ο κορμός του δέντρου κόβεται πάνω και κάτω παράλληλα, αλλά λοξά για νά ‘χει

εξαρχής το ακρόπρωρο την επιθυμητή κλίση. Τα χέρια συμπιεσμένα στο σώμα,

υπακούουν στο δοσμένο κυλινδρικό σχήμα. Αποφεύγονται τολμηροί διασκελισμοί και

χειρονομίες, γιατί τα προεξέχοντα μέλη ήταν εύθραυστα. Τα πόδια εiναι πάντα

γερά δεμένα στο ελικωτό φουρούσι του κορακιού, ενώ στα γυναικεία ακρόπρωρα το

μακρύ φουστάνι προσφέρει πρόσθετη στερεότητα, καθώς κατεβαίνει συμπαγές και

σμίγει με το φουρούσι. Ορισμένοι καραβομαραγκοί αποτολμούν έντονες κινήσεις

χεριών, ιδιαίτερα προβολή του δεξιού προς τα πάνω, δουλεμένου όμως από χωριστό

κομμάτι ξύλου και προσαρμοσμένου στον ώμο με «ποταμούς» και «περαστά τρέσα».

Μπορούσε ν’ αφαιρεθεί και να ξαναμπεί στη θέση του, όταν το πλοίο έφτανε στο

λιμάνι κι έπρεπε να επιδείξει όλη του την ομορφιά και μεγαλοπρέπεια.

Τα ακρόπρωρα, ξεκομμένα σήμερα από το φυσικό τους περιβάλλον, στημένα χωρίς

την υπολογισμένη κλίση τους, χάνουν την ορμή και τη ζωντάνια τους. Πόσο

διαφορετικά, αλήθεια, φάνταζαν ψηλά στον δικό τους χώρο, στη σωστή απόσταση,

με τον ταιριαστό στο μέγεθος και τον τύπο του καραβιού όγκο, με τα φωτεινά και

σκοτεινά κοντράστ. Παρά την αγάπη για τη λεπτομέρεια, επικρατούσε λιτότητα

στην επεξεργασία και δύναμη εκφραστική. Βαθιά σκαψίματα αποφεύγονται, ενώ οι

πτυχές λειαίνονται για να κυλούν ελεύθερα τα νερά της βροχής και των κυμάτων.

Μαζί με το καράβι επισκευάζονται τ’ακρόπρωρα, τα χρώματα λαδιού φρεσκάρονται

κι αλλάζουνε συχνά. Χρωματισμοί σε κόκκινο και μπλε είναι απ’ τους αγαπητούς.

Η πίστη των ναυτικών είναι που τα διέσωσε απ’ την καταστροφή και την

ολοκληρωτική τους εξαφάνιση. Τα ιστιοφόρα χάθηκαν, οι «φιγούρες» όμως

εξακολουθούν να ζουν έστω και μουσειακά και να αποτελούν σημαντικές μορφές

έκφρασης του παραδοσιακού μας πολιτισμού. Το λαϊκό ακρόπρωρο με τον κρανοφόρο

θεό του πολέμου, τον Άρη (Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών), είναι από τα παλιότερα

γνήσια νεοελληνικά. Κοσμούσε το ομώνυμο πλοίου του Μιαούλη, που ναυπηγήθηκε

στη Βενετία το 1801. Η γνωστή απ’ τη φυλλάδα του Ρήγα λαϊκή μορφή του

Μεγαλέξαντρου που κυκλοφόρησε σε χαλκογραφία του 1797 μεταφέρεται στο

ακρόπρωρο. Στο πηγαίο αυτό ξυλόγλυπτο του Μαστρογιώργη του Υδραίου σμίγουν ο

Μεγαλέξανδρος του θρύλου με τον ήρωα του Αγώνα, εκπρόσωπο της νεοελληνικής

λεβεντιάς.

Ο Πέτρος Θέμελης είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας