Την προηγούμενη έγραφα, κάπως μουδιασμένα είναι αλήθεια, για την επιλογή του

ίδιου τραγουδιού απ’ τους περισσοτέρους που ήλθαν σε μια ακρόαση. Και πες, το

λέω δηλαδή, ότι ίσως είναι τραγούδια που, εις πείσμα των σταθμών, εταιρειών

και παραγωγών, αρέσουν, εκφράζουν (πόσο δεν με εκφράζει το «εκφράζω» κι όμως

φαρδιά-πλατιά το γράφω), εκφράζουν λοιπόν, τα «παιδιά». Το ένδυμα όμως; Ποιος

υπέδειξε, υπέβαλε, επέβαλε αυτήν τη στολή, στα κορίτσια περισσότερο, με

αποτέλεσμα αυτή η ομοιομορφία να δυσκολέψει τόσο πολύ την επιλογή ώστε να μην

ξεχωρίζεις την Πετροβασίλη από τη Γιαδικιάρογλου; Συνίστατο δε η στολή στο

εξής: παντελόνι τζιν «κάπρι». Κάπρι δε αποκαλείται το παντελόνι που το μήκος

του φτάνει στη μέση σχεδόν της γάμπας, έτσι που και να κονταίνει τη φέρουσα

και να κόβει στη μέση το πόδι. Το παντελόνι που φτάνει πολύ κάτω απ’ τη μέση,

μ’ έξω τον αφαλό ­ καλή φάση, διότι και μόλις σκύψει το ευειδές το πλάσμα

φαίνεται και η αρχή της χωρίστρας των οπισθίων ­ και ανάμεσα τζιν και μπλούζας

υπάρχει και ο ακάλυπτος, έξω ντέρτια και καημοί, και όλο αυτό καταλήγει σε μια

ζώνη που όλες, μα όλες, οι κοπέλες την είχανε από στρας. Ίδια. Ταμάμ. Σ’ ένα

σημείο κάποιος από εμάς άρχισε μετ’ επιτάσεως να ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί

σίγουρα υπάρχει μόνο μια ζώνη και κάθε μία απ’ τις διαγωνιζόμενες μόλις

τελειώσει την ακρόαση τη δίνει στην επόμενη, αλλά μετά προσέξαμε ότι αυτή η

αστραφτερή ζωστήρα είχε παραλλαγές ­ μικρές μεν, αλλά που κάναν με μία

λεπτομέρειά τους και τη διαφορά. Αίφνης μια ζώνη διέθετε αιωρούμενες νότες,

από το ίδιο στρας πάντα, οι οποίες σε κάθε ανάσα ετραμπαλίζοντο αναλόγως

επιδεικνύοντας με τις λάμψεις τους τις faux την εκ γενετής κλίση της υποψηφίας

προς το πεντάγραμμο. Άλλη πάλι απαστράπτουσα ζωστήρ είχε κρεμασμένα ζώδια,

αρκουδάκια και μισοφέγγαρα για να τονίσει το παιδικόν, ανέμελον και

αστρολογικόν τού ψυχισμού της στρασοζωσμένης. Παπούτσια, όλες γόβα στιλέτο.

Και μόνο η μπλούζα διέφερε. Στο χρώμα. Γιατί το σχέδιο κι εδώ ήταν σχεδόν

ίδιο. Δεμένη κόμπος, σαν την ψυχή στις εξετάσεις, πολύ ψηλά δεμένος, σχεδόν

κάτω απ’ το παλλόμενο στήθος αφήνοντας τους παντέλειους κοιλιακούς ν’

ανασάνουν ελεύθεροι. Τα αγόρια είχανε πιο ήπιες ενδυματολογικές επιλογές.

Μπλουτζίν και μαύρο μακό. Πού και πού κάνα πανταλόνι παραλλαγής και τέλος.

Πάντως κι αυτά η ομοιομορφία δεν τα λυπήθηκε.

Τα γράφω όλα τούτα και ξεχνάω (ή μήπως θυμάμαι;) τι είδους στολές φορέσαμε και

‘μείς στα νιάτα μας (τα οποία νιάτα, παρά τις φήμες περί του αντιθέτου,

υπήρξαν, σας βεβαιώ). Θυμάμαι (αν και δεν θέλω, διότι θλίβομαι σφόδρα) κάτι

παντελόνια καμπάνες, κάτι παπούτσια ­ κοθόρνους ­ και κάτι μπλούζες μακό που

αφού τις δέναμε μ’ ένα σχοινάκι μετά τις βουτάγαμε στη λεκάνη με το χρώμα και

τις βάφαμε το μοβ το χίπικο, το «ανατρεπτικό κι επαναστατημένο», κι όταν

στεγνώνανε πια στον ήλιο της εφηβείας μας ήτανε όλο μαβί κι όπου δεμένο έμενε

άσπρο σε κάτι αλλοπρόσαλλα σχέδια που εμείς για άγνωστους και μυστηριώδεις

ακόμα λόγους τα βαφτίζαμε ψυχεδελικά. Άντε να βρεις άκρη.

«Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα» δικαιολογημένος να θέσω την ερώτηση:

Τι είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο, προκειμένου να ξεχωρίσει, να ντύνεται

ομοιόμορφα; Τι είδους αντίφαση είναι αυτή; Ή μήπως δεν είναι αντίφαση αλλά

αξίωμα; Εδώ ο καλλιτέχνης σηκώνει το ένα χέρι ψηλά και με το δάχτυλο: «Κυρία,

κυρία, να πω»;

«Πες αγόρι μου».

«ΔΕΝ ΞΕΡΩ».

«Μπράβο, αγόρι μου, άριστα εις το πηλίκον».

ΥΓ: Είναι μία φράση που με γυροφέρνει μέρες τώρα. Τη διάβασα σε μια περασμένη

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», μία φράση του Ευγένιου Αρανίτση. Αντιγράφω:

«Καθώς ο ψυχισμός περνάει στα αζήτητα… το σώμα γίνεται ένας επίπεδος πίνακας ανακοινώσεων».