Η επιστροφή του πρώτου θραύσματος του Παρθενώνα από το Πανεπιστήμιο της

Χαϊδελβέργης – ένα πέλμα ανδρικής μορφής από την όγδοη πλάκα της βόρειας

ζωοφόρου, η οποία φυλάσσεται στο Μουσείο Ακροπόλεως – αν και μεγάλης

συμβολικής σημασίας έχει προκαλέσει συζητήσεις για την προσφορά αρχαιοτήτων ως «αντίδωρο»

Όπως έχει γίνει ήδη γνωστό, το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης αποφάσισε να

επιστρέψει στην Ελλάδα ένα μικρό σπάραγμα από τη ζωοφόρο του Παρθενώνα.

Λιγότερο γνωστή, αν όχι υποτιμημένη, παραμένει εν τούτοις η εξαιρετική σημασία

της απρόσμενης αυτής χειρονομίας, η οποία δεν έχει να κάνει τόσο με τη

σημαντική οπωσδήποτε συμπλήρωση ενός δόμου από τους εκτεθειμένους μάλιστα στο

Μουσείο Ακροπόλεως όσο με το ανεκτίμητο συμβολικό της αντίκρυσμα. Κι αυτό

επειδή για πρώτη ώς τώρα φορά γίνεται έμπρακτα αποδεκτό το αίτημα της

επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα στον τόπο τους, ενώ ταυτόχρονα

δικαιώνονται οι προσπάθειες που καταβάλλονται διεθνώς πλέον με στόχο την

αποκατάσταση της ενότητας των κατακερματισμένων συστατικών του μνημείου. Πολύ

σωστά επομένως και ο υπουργός Πολιτισμού κ. Γιώργος Βουλγαράκης αποφάσισε να

μεταβεί προσωπικά στη Γερμανία προκειμένου να παραλάβει ο ίδιος την πολύτιμη

δωρεά, κυρίως όμως να μεταφέρει στην πανεπιστημιακή κοινότητα της Χαϊδελβέργης

την ευγνωμοσύνη της ελληνικής πολιτείας.

Η απόφαση του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, ανεξάρτητα από το πώς την

αποτιμούν το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και οι εκπρόσωποι του Τύπου, οι

οποίοι έσπευσαν να αναμεταδώσουν τις απόψεις του στο ευρύτερο κοινό, δεν είναι

καθόλου άσχετη με την ιστορική παράδοση ενός ξεχωριστού ακαδημαϊκού ήθους. Το

ήθος ακριβώς αυτό εξακολουθεί να εμψυχώνει και γενικότερα τις δεινοπαθούσες

σήμερα ανθρωπιστικές σπουδές του δυτικού κόσμου. Αυτό προσδίδει άλλωστε ένα

ιδιαίτερο πνευματικό κύρος στο σπάσιμο της omerta που με την άτεγκτη σιωπή της

συνενοχής συσπειρώνει όσους άλλους μουσειακούς οργανισμούς κατακρατούν γλυπτά

του Παρθενώνα στο Λονδίνο, το Παρίσι και τη Βιέννη, τη Ρώμη, το Παλέρμο και

την Κοπεγχάγη, το Μόναχο και το Wurzburg. Μια omerta απρόσβλητη ακόμα και από

τον τέως Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας κ. C.Α. Ciampi, ο οποίος, κατά την

επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα το 2003, είχε ανακοινώσει δημόσια την

επιστροφή ενός άλλου θραύσματος από τη ζωοφόρο που συμπληρώνει και πάλι ένα

τμήμα του Μουσείου Ακροπόλεως.

Δεν χρειάζεται να εκτεθούν εδώ αναλυτικά οι λόγοι που απέτρεψαν τότε την

επιστροφή του θραύσματος από το Παλέρμο. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί, πέρα

από την εμπλοκή της όλης διαδικασίας στα γρανάζια αμφίδρομων γραφειοκρατικών

παρεμβάσεων, η ανικανότητα της ελληνικής πλευράς να αντιμετωπίζει μείζονος

σημασίας ζητήματα πολιτισμικής πολιτικής με την αρμόζουσα ορθοφροσύνη και την

απαιτούμενη γενναιότητα. Γιατί δεν υπάρχει νομίζω καμιά απολύτως αμφιβολία πως

δεν θα φτωχαίναμε αρχαιολογικά αν προσφέραμε στη Σικελία ως «αντίδωρο» το

κράνος του Ιέρωνος λ.χ., όπως δεν υπάρχει επίσης καμιά απολύτως αμφιβολία ότι

η ανάδειξη μιας τέτοιας προσφοράς θα ήταν εξίσου τιμητική για τα ιστορικά

συμφραζόμενα του αντικειμένου και για την ιστορική συνείδηση των νεοελλήνων.

Απ’ ό,τι είδε το φως της δημοσιότητας, ακόμα και στην περίπτωση της

Χαϊδελβέργης, φάνηκε καθαρά ποια ήταν η αντίδραση του Κεντρικού Αρχαιολογικού

Συμβουλίου στην ιδέα να προσφερθεί ως ανταπόδοση κάποιο από τα στοιβαγμένα

αρχαία των μουσειακών μας αποθηκών. Κάτι που, ακριβώς επειδή θα εξέφραζε την

επίσημη στάση της Ελλάδας στο ζήτημα των γλυπτών του Παρθενώνα, δεν θα έπρεπε

μόνο να είναι αντάξιο των αξιολογικών της κριτηρίων, αλλά και αντάξιο της

προσφοράς του γερμανικού πανεπιστημίου και της Γερμανίας στα ελληνικά

γράμματα. Δεν θα έπρεπε δηλαδή να μας ντροπιάζει. Αντ’ αυτού η επιγραμματική

ρήση ενός μέλους του Συμβουλίου, να δοθεί «ένα δάχτυλο για μια πατούσα»,

καταγράφει με ενάργεια την εις τα καθ’ ημάς κρατούσα δυσάρεστη ατμόσφαιρα,

προδιαγράφοντας και το δύσκολο μέλλον των σχετικών ενεργειών.


Σχέση πολιτισμού και εξωτερικής πολιτικής

Για την «ανικανότητα της ελληνικής πλευράς να αντιμετωπίζει μείζονος σημασίας

ζητήματα πολιτισμικής πολιτικής με την αρμόζουσα ορθοφροσύνη και την

απαιτούμενη γενναιότητα» γράφει ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Άγγελος Δεληβορριάς

Όσοι ξένοι μουσειακοί οργανισμοί, με εξαίρεση το Λούβρο, το Βατικανό και το

Martin von Wagner Museum, έχουν ώς τώρα αρνηθεί να πάρουν μέρος σε μια

θεωρητική αντιπαράθεση για την προώθηση του θέματος, δύσκολα θα παρακινηθούν

από απόψεις σαν κι αυτές που ακούστηκαν με αφορμή το θραύσμα της Χαϊδελβέργης.

Ας αναλάβουν λοιπόν εκείνοι που τις εξέφρασαν, μαζί με εκείνους που τις

άκουσαν αδιαμαρτύρητα, εκτός από την ευθύνη των λόγων και την ευθύνη των

πράξεων που προϋποθέτει η συνέχιση του αγώνα για την επιστροφή των γλυπτών του

Παρθενώνα και την αποκατάσταση της ακεραιότητας των διακοσμητικών του

στοιχείων. Αν βέβαια κατανοήσουν, μαζί με την ουσιαστική ανάγκη της ενοποίησης

των διάσπαρτων τμημάτων, του και την παιδευτική αποστολή ενός από τους

μεγαλύτερους μουσειακούς οργανισμούς του κόσμου για την προβολή και την

αναμετάδοση του ελληνικού λόγου. Αν δηλαδή αναγνωρίσουν ότι η Αφροδίτη της

Μήλου λ.χ., δεν παύει να είναι ελληνική επειδή βρίσκεται στο Λούβρο, και αν

φιλοτιμηθούν να παράσχουν κάποιες δυνατότητες άμεσης επικοινωνίας με την

ελληνική καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα ακόμα και σε χώρες όπου δεν εκπροσωπείται

ο ελληνικός πολιτισμός. Αν μ’ άλλα λόγια προβληματιστούν ποτέ σοβαρότερα για

τη σχέση του πολιτισμού με την εξωτερική προπάντων πολιτική, ανακαλώντας

ειδικότερα το παράδειγμα της Γαλλίας, και εκτιμώντας ανάλογα τη σημασία της

ελληνικής περίπτωσης.


Όχι στην αδιέξοδη μικροψυχία

Θα παρακάμψω τη σκωπτική ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίστηκε ο όρος

«αντίδωρο», θυμίζοντας ότι η λογική του διαλόγου και της αντίδοσης προτάθηκε

ύστερα από πολλά χρόνια ανεκπλήρωτων ευχών για την επανένωση των γλυπτών,

έναντι της προσφυγής σε επιχειρήματα όπως η μη «νομιμότητα» της κατοχής ή το

«εθνικό» δικαίωμα της Ελλάδας. Ο Νόμος των Αντισταθμίσεων όμως, αν δεχθούμε

πως μπορεί να έχει κάποια ισχύ για την επίλυση του προβλήματος, δεν έχει να

κάνει με τη νοοτροπία των μπακάληδων και τη συμπεριφορά των χρηματιστών, με

τις ζυγαριές και τα παζαρέματα. Γι’ αυτό ας μη θεωρηθεί εξωφρενική η άποψη ότι

η Ελλάδα θα μπορούσε πράγματι να γεμίσει την Duveen Gallery του Βρετανικού

Μουσείου με έργα της αρχαίας τέχνης, αν βέβαια οι αρμόδιοι του Λονδίνου

αποφάσιζαν να «στερηθούν» τα γλυπτά του Παρθενώνα. Αν δηλαδή συνειδητοποιούσαν

τελικά ότι η ακεραιότητα της δημιουργίας ειδικά εκείνης στην οποία ανάγονται

πολλές από τις αξίες που αρθρώνουν τα σημερινά ευρωπαϊκά ιδεώδη είναι ένα

χρέος επιτακτικό. Αλλά και αν οι ομόλογοί τους στην Αθήνα συνειδητοποιούσαν

αντίστοιχα ότι η συλλογική διάσταση του ίδιου χρέους επιβάλλει τη συνεχή και

υπεύθυνη συζήτηση και όχι τις εκρήξεις του θυμικού, την αδιέξοδη μικροψυχία

και τον ασφυκτικό απομονωτισμό που επιβαρύνει καταθλιπτικά την ελληνοκεντρική

αυτάρκεια.

INFO

Ο Άγγελος Δεληβορριάς είναι διευθυντής στο Μουσείο Μπενάκη και εντεταλμένος

της ελληνικής κυβέρνησης για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα.