«Βλέπω τα κομμάτια ενός ρούχου, τα μανίκια, τον γιακά, το μέρος από ένα

φόρεμα ή ένα σακάκι σαν λέξεις, με τις οποίες εγώ προσπαθώ να συντάξω ένα

κείμενο», λέει η Σοφία Κοκοσαλάκη. «Όσο πιο ολοκληρωμένες είναι οι προτάσεις

μου τόσο πιο σαφές είναι το κείμενο» (εδώ, με ένα από τα ελληνικού στυλ ντραπέ

της, που της χάρισαν την πρωτοκαθεδρία στον θρυλικό παρισινό οίκο της Μαντλέν Βιονέ)

Η Ελληνίδα σχεδιάστρια μόδας Σοφία Κοκοσαλάκη γίνεται κάτι σαν «Μαντλέν Βιονέ

Νο 2». Για την ακρίβεια, έγινε η πρώτη σχεδιάστρια μετά την ίδια τη Βιονέ, τον

θρύλο αυτό της παγκόσμιας πασαρέλας, που σχεδιάζει ρούχα για τον οίκο. Μεγάλη

τιμή για μια Ελληνίδα, την ώρα που από το 1939 όταν έκλεισε ο οίκος μέχρι

σήμερα ουδείς τόλμησε ή κρίθηκε ικανός να πάρει τη θέση της.

«Εξερευνώντας τα αρχεία ενός οίκου, όπως ο οίκος Βιονέ, έχω την εντύπωση ότι

μπορώ να καταλάβω την προσέγγιση της ραπτικής της Μαντλέν Βιονέ. Η μεγαλοφυΐα

της, τόσο στον τομέα της δημιουργίας όσο και στον τομέα της τεχνικής, είναι

τόσο μοναδική στον κόσμο της μόδας που τα ρούχα της έγιναν διαχρονικά»,

σχολιάζει η Σοφία Κοκοσαλάκη (η οποία εξηγούσε στα «ΝΕΑ» ότι έφυγε από την

Ελλάδα «γιατί δεν υπήρχε μόδα»)

Η Ελληνίδα σχεδιάστρια δεν τρέφει ψευδαισθήσεις: «Η μόδα πάνω από όλα είναι

εμπόριο, και αυτό σου καθορίζει τα όρια που μπορείς να κινηθείς και να είσαι

δημιουργική. Η δημιουργικότητα είναι οι ώρες που περνάω μπροστά στην κούκλα

και παιδεύομαι να βρω την ιδέα. Τα υπόλοιπα πρέπει να είναι ρούχα που θα

πωλούνται εύκολα και θα φοριούνται».

Η Μαντλέν Βιονέ υπήρξε η πρωθιέρεια της μόδας του 20ού αιώνα. Όταν έφτιαξε τον

οίκο της το 1912, έφερε επανάσταση γιατί απελευθέρωσε το ρούχο προκειμένου να

απελευθερώσει και τη γυναίκα μαζί. Την απάλλαξε από όλα εκείνα τα «απαραίτητα»

ενδυματολογικά αξεσουάρ που καταπίεζαν το σώμα της. Κι έκανε ακόμα ομορφότερες

τις μεγάλες κυρίες της εποχής, από τη Μάρλεν Ντίτριχ μέχρι την Γκρέτα Γκάρμπο.

Με τα τολμηρά για την εποχή ντραπέ της και με τα υφάσματα που έρρεαν πάνω στο

σώμα τους. Όπως έχει πει ο Κριστιάν Ντιορ, η Μαντλέν Βιονέ «διέθετε ευφυΐα στη

χρήση του υφάσματος και επινόησε το λοξό κόψιμο που επρόκειτο να εφαρμοστεί

στα σώματα των γυναικών του Μεσοπολέμου».

«Θέλησα, όπως συμβαίνει και με τη γυναίκα, να ελευθερώσω το ύφασμα από τους

εξαναγκασμούς που του είχαν επιβληθεί. Τόσο η γυναίκα όσο και το ρούχο μου

φαίνονταν θύματα συκοφαντίας», έλεγε η ίδια η μαντάμ Βιονέ. Όταν έκλεισε τον

οίκο της, την πρώτη μέρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, από την παρισινή της έδρα

στον αριθμό 50 της λεωφόρου Μοντένι είχαν βγει περισσότερα από 12.000 μοντέλα

υψηλής ραπτικής, σύμβολα γκλάμουρ του ’20 και του ’30, ενώ είχε περάσει για να

εργαστεί ένα μελίσσι 1.200 εργατριών.

Έκτοτε, κανείς δεν χρησιμοποίησε το όνομα της φίρμας. Το 1988, όμως, ο οίκος

αγοράστηκε από την οικογένεια Λιμέν. Ο πατέρας Γκι ντε Λιμέν, 61 ετών και

πρόεδρος σήμερα της εταιρείας, ήταν άλλοτε διευθυντής του πρετ-α-πορτέ στον

οίκο Μπαλμέν. Και πάλι, όμως, τα τελευταία χρόνια, ο οίκος δεν έβγαλε παρά

μόνο δύο γυναικεία αρώματα. Και τώρα, μόλις, αποφάσισε να αναστήσει την

ετικέτα-θρύλο της μόδας, αναθέτοντας στη Σοφία Κοκολασάκη τη διεύθυνση του

δημιουργικού τομέα. Και συμμετέχοντας, με νέα ρούχα σχεδιασμένα από εκείνη,

στην παρισινή επίδειξη γυναικείας μόδας τον Οκτώβριο.

«Η Σοφία Κοκοσαλάκη είναι αναμφίβολα η μόνη σύγχρονη δημιουργός που συμβιώνει

αρμονικά με την κληρονομιά του οίκου και είναι πλήρως ικανή να επινοήσει το

μέλλον του», τόνισε ο γιος του προέδρου Αρνό ντε Λιμέν, που έχει θέση γενικού

διευθυντή της εταιρείας.

Ο αμερικανικός οίκος Μπέρνεϊς προσέφερε την υποστήριξή του στο εγχείρημα για

δύο σεζόν: τα μοντέλα Βιονέ που σχεδίασε η Σοφία Κοκοσαλάκη θα πωλούνται κατά

παγκόσμια αποκλειστικότητα στα δικά του καταστήματα, από τη Νέα Υόρκη έως το

Σικάγο και το Ντάλας. Στο Παρίσι, όπου ο οίκος Βιονέ δεν διαθέτει ακόμη δική

του μπουτίκ, οι δυνητικές πελάτισσες θα πρέπει να χτυπούν το κουδούνι του

στούντιου σχεδιασμού στον αριθμό 21 της πλατείας Βαντόμ.

«Πρόβα» στους Ολυμπιακούς Αγώνες

Δανειζόμενη στοιχεία τόσο από τη Μαντλέν Βιονέ όσο και από την αρχαιότητα, τα

ντραπέ της Σοφίας Κοκοσαλάκη έκαναν την πρώτη τους παγκόσμια εμφάνιση στους

Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 ως κοστούμια της τελετής έναρξης και με

το περίφημο φόρεμα της τραγουδίστριας Μπγιοργκ. Λίγο αργότερα, και έχοντας

στις αποσκευές της σπουδές στο Saint Martin School του Λονδίνου αλλά και μια

καριέρα στην αγγλική πρωτεύουσα, η 33χρονη Ελληνίδα αποφάσισε να επιδείξει

δημιουργίες της στο Παρίσι, δημιουργώντας τη δική της φίρμα. Μπήκε επίσης στον

κατάλογο La Redoute που της παρήγγειλε μια μίνι σειρά ρούχων για τον φετινό

χειμώνα.

LINK

http: //www.sophiakokosalaki.com/