Και ξαφνικά πετάχτηκε από την καρέκλα του. Μέχρι τότε καθόμασταν έξω στον

σκιο, στη σκιά δηλαδή. Είναι μόλις Μάιος, αλλά ο ήλιος της Κρήτης καίει. Είχα

βασανιστεί να βρω το σπίτι. «Στα Μυσίρια θα ‘ρθεις, στο Ρέθεμνος». Τίποτα άλλο

δεν μου έλεγε. Κάπως έτσι ήταν και ο παππούς μου. Νόμιζε ότι όλος ο κόσμος

είναι τα σοκάκια του χωριού του. Σε σημείο μάλιστα που μια φορά, όταν του είπα

ότι θα πάω στη Γερμανία, μου παρήγγειλε να δώσω χαιρετίσματα σε κάποιον στη

Νέα Υόρκη. «Μα παππού», προσπάθησα να του εξηγήσω, «άλλο Γερμανία, άλλο

Αμερική». Με κοίταξε παραξενεμένος, αλλά δεν έδωσε συνέχεια. «Όλα έξω είναι»,

νομίζω ότι ψιθύρισε. Ίσως πίστεψε ότι ήθελα να γλιτώσω τον παραπανήσιο

δρόμο… «Ρώτα πού είναι το σπίτι του Παπαδόσηφου και θα σου πουν». Και όντως,

μου είπαν.

«Ήταν φίλοι. Ερχόταν στο σπίτι μου, έτρωγε και κοιμούτανε. Κάνανε παρέα

δηλαδή. Και ύστερα αυτός έκανε κάτι βρωμοδουλειές και τον κάνανε πέρα ούλοι.

Και αυτός σκότωσε τον καλύτερο, τον γιο μου». Ο Γιάννης Παπαδόσηφος είναι 81

ετών, γι’ αυτόν όμως ο χρόνος έχει σταματήσει στο 1983

Θα μου μιλούσε επειδή ήμουν και εγώ Κρητικός. Είχε κουραστεί να συναντά

δημοσιογράφους. «Γιατί τον σκοτώσατε;», «και γιατί τον σκοτώσατε;». Μιλούσαμε

λοιπόν, οι μύγες είχαν αρχίσει τα πρώτα πάρτι, το γάλα έπηζε στα διπλανά

δοχεία και ξαφνικά πετάχτηκε αγριεμένος. «Έλα μαζί μου!». Και τη φωνή του να

μην είχα ακούσει, ήταν «η χέρα του» που μου έκανε αυστηρό νόημα να τον

ακολουθήσω. Μπήκαμε στο σπίτι. Το τζάκι, ο καναπές, το τραπέζι, τρεις-τέσσερις

καρέκλες. «Αυτός είναι ο γιος μου, 27 χρονώ μού τον έφαγε!». Οι εφημερίδες της

εποχής λένε ότι ο γιος του, ο Μανώλης, ήξερε ξένες γλώσσες και έπαιζε πιάνο!

Για τον δράστη λένε ότι ήταν ένας τσαμπουκάς. Ο γέρος έτρεμε ολόκληρος. Το

χέρι του έδειχνε τον ουρανό. Αλλά όχι. Ψηλά στον τοίχο ήταν η φωτογραφία του

παλικαριού. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με τον Μανώλη να μην κοιτάει πουθενά.

Ούτε τον φωτογράφο ούτε τη γη. H ίδια φωτογραφία και στο τζάκι. «Να ξέρεις

γιατί συζητάμε», μου είπε και βγήκε δακρυσμένος από το δωμάτιο. Κάθησε,

κοίταξε μακριά τα δέντρα λες και ήθελε να δει αν ερχόταν κανείς από το πουθενά

και μου έκανε νόημα να συνεχίσω. Τώρα ξέραμε και οι δυο γιατί συζητούσαμε.

Τι θυμάσαι πιο πολύ από όλα;

Τι να σου πω πως θυμούμαι;

Θυμάσαι το φονικό, το δικαστήριο, την εκδίκηση, τη φυλακή, τι θυμάσαι;

Θυμούμαι, παιδί μου, πως σκότωσε τον γιο μου αυτός ο άτιμος. Το κοπέλι μου

σκότωσε.

Πώς έγινε;

Ήμουν έξω, σε αυτό εδώ το σπίτι, όταν με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι

τραυματίσανε σοβαρά τον γιο μου. Δεν θυμούμαι ποιος με πήρε. Και πήγα αμέσως

να τον βρω. Αλλά τον πήγαν στο νοσοκομείο σκοτωμένο.

Και μετά;

Το Πρωτοδικείο έγινε στο Ηράκλειο, όπου και δικάστηκε ισόβια. Μετά κάμανε το

Εφετείο και αυτός ζήτησε να τον πάνε στην Αθήνα, να τον δικάσουν εκεί, γιατί

φοβόταν μήπως εδώ στην Κρήτη τον σκοτώσω. Λες και η Αθήνα είναι άλλο κράτος.

Ήξερε μέσα του πως αυτή η πράξη που έκανε απαιτούσε τιμωρία και περίμενε ότι

κάτι θα συνέβαινε.

Εσύ είχες πει σε κανέναν ότι θα τον σκοτώσεις; Στη γυναίκα το είχες πει;

Όχι βέβαια, σε κανέναν δεν το είχα πει. Αυτά δεν λέγονται. Γίνονται. Τον έφαγε

ο άτιμος και είχε φάει ψωμί στο σπίτι μου.

Τον ήξερες; Ερχόταν εδώ στο σπίτι σου;

Ήταν φίλοι. Ερχόταν στο σπίτι μου, έτρωγε και κοιμούτανε. Κάνανε παρέα δηλαδή.

Και ύστερα αυτός έκανε κάτι βρωμοδουλειές και τον κάνανε πέρα ούλοι. Και αυτός

σκότωσε τον καλύτερο, τον γιο μου.

Μόλις έμαθες ότι σκότωσαν τον γιο σου, είπες «αυτόν εγώ θα τον φάω»;

H σκέψη η δικιά σου ποια θα ήταν; Ναι, η πρώτη σκέψη μου ήταν αυτή. Δεν

μπορούσα να τον σκοτώσω στο Ηράκλειο γιατί είχε αστυνομία πολλή. Τελικά

ανέβηκα στον Πειραιά και το έκανα.

Τα παιδιά σου τι σου είπαν;

Στενοχωρηθήκανε τα κοπέλια μου και ειδικά οι κόρες μου, αλλά τι να μου πούνε;

Έκανα καλά ή έκανα κακά; Δεν ειπώθηκε ποτέ αυτή η κουβέντα στο σπίτι μας.

H γυναίκα σου;

Έχει χάσει τη ζωή της. Εχθές ήταν εδώ, τώρα είναι στο Ρέθεμνος. Μπαινοβγαίνει

στα νοσοκομεία.

Είχε συμβεί ποτέ τέτοιο κακό στην οικογένειά σου;

E, κάποια πράγματα είχαν γίνει τα παλιά τα χρόνια. Αλλά όχι τέτοιο φονικό.

Τελικά το όπλο που το είχες; Γιατί υποτίθεται ότι σε είχαν ψάξει όταν

έμπαινες στην αίθουσα.

Μαζί μου το είχα το όπλο. Με ερευνήσανε, αλλά δεν το βρήκανε.

Λένε ότι το είχες κρύψει κάτω από τη γενειάδα σου.

E, τι να σου πω τώρα; Πάνω μου το είχα. Αυτό το πιστόλι το είχαμε πάρει από

τους Γερμανούς. Τότε με τον πατέρα μου, τους είχαμε πάρει ένα τουφέκι, μια

κάσα φισέκια, το αλεξίπτωτο και δυο πιστόλια. Το ένα είναι αυτό που

χρησιμοποίησα στο δικαστήριο.

Με μύλο;

«Να ξαναζωντανεύει και να τον σκοτώνω κάθε βδομάδα, η πληγή μου δεν

γιατρεύεται», λέει ο Γιάννης Παπαδόσηφος για τον φονιά του γιου του. Κι ας

έχουν περάσει 23 χρόνια από την ημέρα που πήρε την εκδίκησή του στην αίθουσα

του δικαστηρίου

Όχι, αυτόματο. Καρολάτο το έλεγαν. Αυτά τα είχε βγάλει ο Χίτλερ, τότε στον

Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν τα καλύτερα πιστόλια. Εννέα σφαίρες έπαιρνε.

Όταν έβγαλες το πιστόλι κάποιοι φοβήθηκαν ότι θα πυροβολούσες αδιακρίτως.

Τους δικαστές, τους δικηγόρους…

Ναι, κρύφτηκαν. Ο Κωνσταντόπουλος ήταν τότε δικηγόρος, ο πρώην πρόεδρος του

Συνασπισμού και ένας άλλος. Καλοί δικηγόροι ήτανε. Αλλά τι μου φταίγανε οι

άνθρωποι; Για τα λεφτά τους πηγαίνανε. Εγώ είχα βάλει έναν Αθηναίο, έτσι για

το γούστο τον είχα, δεν τον είχα για να με υποστηρίξει. Τι να πει; «Θέλουμε να

τον τιμωρήσετε επειδή σκότωσε ένα παλικάρι»;

Πόσων χρόνων είσαι;

Είμαι 81, το ’25 γεννημένος. Τόσο δεν είμαι;

Δηλαδή με τους Γερμανούς πόσων χρόνων ήσουνα;

Μεγάλος ήμουν, 15-16 χρόνων.

Τα θυμάσαι τα χρόνια της Κατοχής;

Θυμούμαι τους Γερμανούς με τα αλεξίπτωτα. Εδώ έξω από το σπίτι μας πέφτανε. Με

τον πατέρα μου σκότωσα δυο Γερμανούς. Είχαν κατέβει με το αλεξίπτωτο και

γυρουντίξαμε με τον πατέρα μου και τους σκοτώσαμε. Ο πατέρας μου είχε ένα

«μαλιχαίρι». Τουφέκι. Ξέρεις τι ήταν τα ελληνικά μαλιχαίρια; Μπα, δεν θα τα

πρόφτασες, παιδί μου.

Αν εκείνος είχε ζητήσει συγγνώμη, υπήρχε περίπτωση να τον συγχωρήσεις;

Τι λες τώρα; «Συγγνώμη γιατί σου σκότωσα τον γιο σου»; Πού γίνεται αυτό το

πράγμα. Να σου λέει κάποιος «συγγνώμη, σκότωσα τον γιο σου». Και δεν ήτανε

κατά λάθος! Επίτηδες ήτανε. Μόνο το αίμα τα ξεκαθαρίζει αυτά τα πράγματα.

23 χρόνια.

Θα πεθάνω και αυτός θα είναι ο καημός μου ο μεγάλος.

Το δικαστήριο σου έβαλε λίγη ποινή μετά.

Ας είναι καλά οι αθρώποι.

Τι τους είπες;

Τους είπα ότι δικάστε με όσο θέλετε. Εγώ το χρέος μου έκανα. Και ισόβια να με

είχαν πάει και να με είχαν εκτελέσει, εμένα δεν με ενδιέφερε. Αρκεί που τον

σκότωσα.

Πόσα χρόνια έμεινες στη φυλακή;

Πέντε χρόνια. Είχα δικηγόρο τον Κατσαντώνη, ο οποίος ήτανε ο επικεφαλής των

δικηγόρων στην Ελλάδα. Δεκατέσσερα χρόνια με δικάσανε στο Πρωτοδικείο και

ύστερα τα κατεβάσανε στο Εφετείο στα 8 χρόνια.

H οικογένειά του σε ενόχλησε ποτέ;

Δεν με ενόχλησαν οι άνθρωποι ούτε μου φταίξανε. Κλαίνε αυτοί το παλικάρι τους

όπως κλαίω κι εγώ το δικό μου. Από μένα τελείωσε. Αλλά όποιος ζητάει κάτι,

μπορεί να έρθει να με βρει. Εγώ είμαι έτοιμος για όλα.

H βεντέτα όταν ξεπλένεται με αίμα τελειώνει. Δεν τελειώνει;

Άμα θέλεις τελειώνει, άμα δεν θέλεις συνεχίζεται. Εγώ δεν έχω τίποτα με τους

ανθρώπους ούτε τους πειράζω. Άμα θέλουν όμως κάτι, εγώ είμαι εδώ.

Για θέματα τιμής πρέπει να υπάρχει βεντέτα; Επειδή κάποιος κοίταξε την κόρη

σου ή τη γυναίκα σου;

Μια φορά γινότανε αυτά, τώρα ξεπεραστήκανε. Αυτά τα έχω ζήσει παλιά στο χωριό

μου, τον Καλλικράτη. Ένας πείραξε την αδελφή κάποιου και τον σκότωσαν και

αυτόν και αυτήν.

Εγγόνια έχεις;

Οκτώ. Τρία από τον μεγάλο γιο μου, τρία από τη μια κόρη και δύο από την άλλη.

Χορεύεις;

Εχόρευα, κι εχόρευα όμορφα.

Δεν πηγαίνεις σε γλέντια πια;

E όχι. Σε κανένα γάμο μόνο, για το «κάλεσμα», να μην πουν ότι δεν πήγα. Και

εχθές με είχαν καλέσει σε γάμο και έστειλα το «κάλεσμα» με τον εγγονό μου.

Από τους πολιτικούς της Κρήτης ποιος σου άρεσε;

Ο Βενιζέλος. Οι παλιοί ήταν αλλιώς. Οι μπαρμπάδες μου στα Χανιά, ο Σταύρος, ο

Γρηγόρης, ο Σήφης ήταν δικηγόροι και είχαν πολιτευτεί. Με τον Τσαλδάρη, τον

Παπάγο. Ο πεθερός μου ήταν στρατηγός, ο Γιουλούντας, και αυτός δεξιός.

Τελειώσαμε; Άντε γιατί πρέπει να σε κεράσω.

Το χρονικό της εκδίκησης

H ιστορία είναι αληθινή. Έναν Αύγουστο ο Γιάννης Βενιεράκης 37 χρόνων

πυροβολεί και σκοτώνει τον Μανώλη Παπαδόσηφο 27 χρόνων. Ο Βενιεράκης δικάζεται

στο Ηράκλειο και τρώει ισόβια. Λίγα χρόνια μετά, χειμώνας, γίνεται το Εφετείο

του στον Πειραιά. Οι δικαστές στην έδρα ταχτοποιούν τα χαρτιά τους. Ο

Βενιεράκης κοιτάει πίσω του. Νιώθει στην πλάτη του το βλέμμα τού πατέρα τού

Μανώλη. Ο γέρος έχει σηκωθεί. Μαύρα ρούχα, άσπρη γενειάδα. Προχωράει αργά.

Ούτε φωνές ούτε τίποτα. Οι αστυνομικοί για καλό και για κακό τον έχουν ψάξει

και δεν έχουν βρει τίποτα πάνω του. Τον αφήνουν να πλησιάσει. Στο μισό μέτρο ο

γέρος σταματά. Ο Βενιεράκης τον κοιτάει με οίκτο. Έτσι λένε. Ποιος να ξέρει αν

πρόλαβε να φοβηθεί. Το χέρι του γέρου χάνεται, γίνεται πιστόλι και μπαμ, μπαμ,

μπαμ! Οι σφαίρες βγαίνουν μαζί με κρητικές λέξεις. Οι δικηγόροι έχουν πέσει

στο πάτωμα. Κάποιοι φοβούνται ότι ο γέρος θα συνεχίσει να πυροβολεί. Κάνουν

βεβαίως λάθος. H εκδίκηση δεν θέλει περιττό αίμα. «Ζωή αντί ζωής». Ο

Παπαδόσηφος παραδίδεται. Θα δικασθεί και θα μείνει στη φυλακή 5 χρόνια.

«Εγώ ποτέ δεν έπαιξα μπαλοθιές στον αέρα»

Στην Καλλικράτη των Σφακίων, στο χωριό της καταγωγής του Παπαδόσηφου, θα σου

πουν την ιστορία του, «παρέα» με μιαν άλλη. Ήταν γιορτή. Ένα πουλί κάθησε στο

καμπαναριό της εκκλησίας, σαν να προκαλούσε τους άντρες που το κοίταζαν από

χαμηλά. Κάποιος «μαυροπουκαμισάς» έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε. Αλλά το πουλί

έμεινε εκεί, ατάραχο, να κοιτάει τους άντρες που είχαν αρχίσει τα πειράγματα.

Ο επόμενος που του «έπαιξε» ήταν πιο τυχερός. Το πουλί έπεσε στο χώμα και όλοι

άρχισαν τα γέλια. Κουβέντα στην κουβέντα τα όπλα βγήκαν ξανά από τα ζωνάρια.

Εφτά άντρες σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα. Ο μελετητής Άρης Τσαντηρόπουλος

γράφει ότι οι «εφτά νεκροί» ήταν στην Αράδαινα των Σφακίων. Και η αφορμή δεν

ήταν το πουλί, αλλά η κλοπή μιας αίγας. «Το μυστήριο της Κρήτης είναι βαθύ»,

έχει σημειώσει κάπου ο Καζαντζάκης.

Στα γλέντια παίζεις μπαλοθιές;

Μπαλοθιές στον αέρα δεν πρέπει να παίζουμε. Σκοτώνονται άνθρωποι κατά λάθος.

Εγώ ποτέ δεν έπαιξα μπαλοθιές στον αέρα. Ποτέ. Πόσοι έχουν τραυματιστεί και

πόσοι έχουν σκοτωθεί; Αυτό είναι τρέλα, δεν είναι σωστό.

Ούτε στα νιάτα σου έπαιζες μπαλοθιές;

Όχι, μόνο μια φορά με βάλανε με το ζόρι, όταν γεννήθηκε ο γιος μου ο πρώτος,

το 1950 και έπαιξα. Δεν παίζω εγώ μπαλοθιές. Είχα το πιστόλι, το βάσταγα μαζί

μου, ήμασταν παρέα, αλλά εγώ δεν έπαιζα. Μου λέγανε «τις σφαίρες

τσιγκουνεύεσαι;». Λέω όχι, αλλά δεν μου πάει. Να τις παίξεις εκεί που

χρειάζεται να τις παίξεις.

Με τον αφοπλισμό που προσπαθούν να κάνουν, συμφωνείς;

Όχι, να τα κρατήσουν τα όπλα για την προφύλαξή τους. Μπορεί να πάνε να σε

ληστέψουν, μπορεί να σου τη βγει κανείς, μπορεί να γίνει οτιδήποτε. Άμα το

έχεις, καλό είναι.

Εσύ πάντα είχες όπλο στο σπίτι;

Πάντα το είχα στο σπίτι μου. Το είχα και το έχω και τώρα το όπλο. Κανείς δεν

πρέπει να μην έχει όπλο στο σπίτι του.