Ο Νικ Κέιβ έχει ήδη ξεκινήσει να γράφει το δεύτερο κινηματογραφικό του

σενάριο και κρατά έναν ρόλο για τον εαυτό του. «Θα μου ταίριαζε αυτός ο ρόλος»

λέει, για έναν από τους χαρακτήρες που νομίζει πως είναι ο διάβολος

Όταν ήταν 12 χρόνων, ο Νικ Κέιβ έμαθε να σκοτώνει στην Άγρια Δύση της

Αυστραλίας. Ο πατέρας του παιδικού του φίλου τούς πήγαινε με το αυτοκίνητο

στην έρημο, τους έδινε μπίρες και τους άφηνε μόνους. Γύριζε να τους πάρει μόνο

αφού είχαν σκοτώσει αρκετά άγρια ζώα.

Αυτά τα δύο γνώριμά του θέματα, η Άγρια Δύση κι ο θάνατος, αποτελούν το

σκηνικό στο πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο με τίτλο «The proposition» («H

πρόταση»). Στην ταινία πρωταγωνιστούν τρία αδέρφια: «Ένας ζει. Ένας πεθαίνει.

Κι ένας αποφασίζει». Οι κριτικοί στην Αγγλία, όπου ήδη βγήκε στις αίθουσες,

τονίζουν την ωμή βία της ταινίας. Όποιος γνωρίζει τη μουσική και το παρελθόν

του Κέιβ μάλλον δεν θα ξαφνιαστεί.

Από τότε που έφτασε στο Λονδίνο, πριν από 25 χρόνια, ο 49χρονος Κέιβ τραγουδά

για τον θάνατο θυμίζοντας τους θρήνους τού Βαν Μόρισον και τη μελαγχολική ψυχή

τού Τομ Γουέιτς. Τη δεκαετία του ’80 την πέρασε παρέα με ναρκωτικά, αλκοόλ και

αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Αργότερα ηρέμησε κι έγραψε τα καλύτερα

τραγούδια του. Ένα από αυτά βρίσκεται στο άλμπουμ «Tender Prey» του ’88, με

τίτλο «The mercy seat», και μιλάει για έναν μελλοθάνατο δολοφόνο στη φυλακή.

Το 1995, οι στίχοι σε ένα ντουέτο με την Κάιλι Μινόγκ περιγράφουν πώς κάποιος

λειώνει το κεφάλι μιας γυναίκας με μια πέτρα. «Πάντα μου άρεσε να γράφω

τραγούδια με νεκρές γυναίκες. Είναι μυστήριο το γιατί, ακόμα και για εμένα»,

εξηγεί. Έναν χρόνο αργότερα, στο άλμπουμ του «Murder Ballads», τα πτώματα σε

όλα τα τραγούδια φτάνουν τα 37. «Το κακό και το καλό συνυπάρχουν μέσα σε όλους

μας».

Στα 19 του, ο Κέιβ έχασε τον πατέρα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ένα

γεγονός που τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή. Λέει πως δεν θυμάται τίποτα από

την κηδεία, αλλά ξέρει καλά ότι πέθανε σε μια στιγμή της ζωής του που ήταν

πολύ μπερδεμένος. «Ρίχνοντας μια ματιά στα 20 τελευταία χρόνια, βλέπω μια

διαύγεια. Παρ’ όλη την τρέλα και τα προβλήματά μου, κατάφερα να μην ξεφύγω από

τον δρόμο μου. H καλλιτεχνική μου ζωή επικεντρώνεται στην προσπάθειά μου να

εκφράσω ξεκάθαρα την έντονη αίσθηση της απώλειας που σημάδεψε τη ζωή μου. Ο

ξαφνικός θάνατος του πατέρα μου άφησε ένα τεράστιο κενό στον κόσμο μου, μέσα

στο οποίο άρχισαν να αιωρούνται, να συγκεντρώνονται και να βρίσκουν τον σκοπό

τους οι λέξεις μου».