H ατομική έκθεση του Τάσου Μισούρα στο Μουσείο Φρυσίρα συζητιέται πολύ στον

εικαστικό χώρο αυτόν τον καιρό. Είναι η πρώτη μεγάλη έκθεση του ζωγράφου μετά

την ατομική στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών το 1995 και αυτό δημιουργεί επιπρόσθετο

ενδιαφέρον, ενώ ο αναδρομικός και επίσημος μουσειακός χαρακτήρας της έκθεσης

(σε συνεργασία μάλιστα με το ολλανδικό Μουσείο Frissia που δανείζει και πολλά

έργα της έκθεσης) προκαλεί απορίες για το εάν πρόκειται για καλλιτέχνη ώριμο

και άξιο τέτοιας προβολής.

Κατ’ αρχάς θα μπορούσε να ασχοληθεί κανείς με τους ίδιους τους πίνακες του

ζωγράφου, την έκδηλη και σπάνια δεξιοτεχνία της περιγραφής τους και τη

θεματολογία τους – στην κατεύθυνση του «μαγικού ρεαλισμού» -, που παρουσιάζει

ανθρώπινες φιγούρες σε εσωτερικούς χώρους συνδυασμένες με φετιχιστικά σύμβολα

και σε καταστάσεις εμφανώς ονειρικές. Οι πίνακες συναρπάζουν το βλέμμα χωρίς

πολλά πολλά, ο θεατής μόλις και προλαβαίνει να σκεφτεί ότι πρόκειται για

ζωγραφική και παρασύρεται στην αφήγηση των επεισοδίων κάθε πίνακα.

Ως περιεχόμενο είναι μια εικονογραφία ποιητική, με συμβολισμούς ερωτικούς και

μεταφυσικούς, σε σύνθεση «εκτός του κόσμου τούτου».

Ως ταλέντο εικαστικής γραφής, ο Μισούρας επιχειρεί μια «αρχηγική

εμφάνιση» διεκδικώντας τα πρωτεία από τους Στ. Δασκαλάκη, E. Σακαγιάν και Γ.

Ρόρρη, που θεωρούνται οι κορυφαίοι αυτής της «νεοπαραδοσιακής» κατεύθυνσης, η

οποία επιβλήθηκε τα τελευταία 10 χρόνια με βασικούς «μοχλούς» την ιστορικό

τέχνης M. Λαμπράκη-Πλάκα και τον συλλέκτη Βλ. Φρυσίρα.

Επιπλέον ενδιαφέρον παρουσιάζει και η φανερή «επιχειρησιακή συμμαχία» με το

ανάλογων ενδιαφερόντων ολλανδικό μουσείο, κάτι που φαίνεται και στην

εκτεταμένη έκθεση «Ανθρωπογεωγραφία» (με Έλληνες και πολλούς κορυφαίους

Ευρωπαίους ζωγράφους) που λειτουργεί παράλληλα στο άλλο κτίριο του Μουσείου

Φρυσίρα. Κατά κάποιον τρόπο, το Μουσείο δείχνει τώρα με την αναδρομική έκθεση

Μισούρα ότι προβάλλει αυτό το είδος ζωγραφικής στην Ευρώπη, μια δραστηριότητα

ανάλογη – αλλά στους ιδεολογικούς αντίποδες – με αυτή του ιδρύματος ΔΕΣΤΕ, που

ως γνωστόν εστιάζεται σε μοντερνιστικές (αλλά όχι ζωγραφικές) εικαστικές

τάσεις.

Ας επιστρέψουμε όμως στα ίδια τα έργα, τα οποία βρίσκω υψηλής προσωπικής

πνοής, όσο κι αν οι επανεγγραφές ή οι επιρροές από τα μεγάλα ονόματα της

ευρωπαϊκής τέχνης (Βελάσκεθ, Γκόγια, Ένσορ κ.ά.) είναι φανερές.

Ο Μισούρας έχει γερό ιδεολογικό υπόβαθρο, έναν παγανιστικό συμβολισμό

που με πείθει για τη γνησιότητά του, κάτι σαν τα πρώτα έργα των συντοπιτών του

Θεσσαλών, του Θ. Τότσικα ή της Λ. Παπακωνσταντίου-Χιουζ, τα γεμάτα

μεταφυσικούς φόβους για την κρυφή δύναμη των πραγμάτων και των συμβόλων, καθώς

και εσχατολογικές προεκτάσεις για τη ζωή και τον θάνατο.

Αρχίζω να μη θεωρώ σύμπτωση ότι από την ίδια γεωγραφική περιοχή έφυγε

«ιδεολογικά αρματωμένος» ο μεγάλος Ευρωπαίος μεταφυσικός Τζ. Ντεκίρικο για να

συναντήσει στο Μόναχο το συμβολιστικό κλίμα A. Μπέκλιν και να «δέσει» τη

συνταγή της λεγόμενης «μεταφυσικής ζωγραφικής». Σ’ αυτή σεγκοντάρει με δικό

του δρομολόγιο και ο N. Γύζης στα τελευταία του. Πενήντα χρόνια αργότερα, από

την αυστρο-βαυαρέζικη «γκόθικ» παράδοση επιστρέφει το κλίμα με τον σαγηνευτικό

Γ. Δέρπαπα (των χαλκογραφιών του 1960) και διαχέεται στους μετέπειτα πολλούς

υπερρεαλιστές μας. Μια άλλη, τέλος, «ψυχική» συγγένεια του Μισούρα μάς φέρνει

και προς τον N. Μπάικα (επίσης δημοφιλή στις Κάτω Χώρες), αν και όχι με τόσο

πεσιμιστική διάθεση.

Υπάρχει λοιπόν δικός μας «ρωμαίικος», «μαγικός ρεαλισμός»; H έκθεση του

Μισούρα απαντά «ναι». Όλα τα φετίχ του παλιού ατελιέ – τίτλος παλιού έργου του

– συνδυασμένα με τα κάπως βορειοευρωπαϊκά, σχεδόν σκανδιναβικά, σύνδρομα δεν

είναι βέβαια η κλασική εικόνα της ηλιόλουστης Ελλάδας του Αιγαίου. Είναι όμως

ένας σκοτεινός κόσμος των ονείρων, αρχέγονος, παγανιστικός, μια οργιαστική,

εκστασιακή φαντασία, που απεικονίζεται με λεπτουργό ποιότητα παλιού

εκκλησιαστικού τέμπλου.

INFO

«Τάσος Μισούρας, Dream Navigator»: Αναδρομική έκθεση ζωγραφικής 1985-2005,

Μουσείο Φρυσίρα, Μονής Αστερίου 3 & 7, Πλάκα, τηλ. 210-3234.670, μέχρι 28

Μαΐου