Όταν άρχισε ο σεισμός ήμασταν όλοι στο σπίτι, που άρχισε να τρέμει και να

κουνιέται πέρα δώθε σαν καράβι στη θύελλα ή, μάλλον σαν κάτι πολύ πιο απαλό,

σαν βαρκούλα που λικνίζεται στο λιμάνι. Μόνο που δεν είναι βαρκούλα, είναι

διαμέρισμα και αυτή η ξαφνική συμμετοχή του στις έννοιες λίκνισμα και αστάθεια

και παλινδρομική κίνηση δεν του πήγαινε καθόλου. Για τις ελάχιστες στιγμές που

το πολύφωτο μεταμορφώθηκε σε εκκρεμές και τα τζάμια αναρωτήθηκαν, τρίζοντας

ξαφνιασμένα, τι δουλειά έχουν εκεί όπου βρίσκονται, ο οικογενειακός χώρος μας

σαν να έγινε μέρος του ταραγμένου Σύμπαντος, ίσως βρήκε και τον βαθύτερο εαυτό

του δηλαδή. Αφού όλα στο Σύμπαν είναι τόσο ρευστά και ασταθή και

στροβιλίζονται και εκρήγνυνται και αλλοιώνονται, μήπως μία οργανωμένη αυταπάτη

δεν είναι και κάθε βιβλιοθήκη που καρφώνουμε στον τοίχο με ούπα και τα σπίτια

μας και ο κόσμος μας και – κυρίως – αυτά τα πολυώροφα κατασκευάσματα στη Νέα

Υόρκη και στην Κουάλα Λουμπούρ; Για λίγες, για ελάχιστες στιγμές, όσες κράτησε

αυτός ο τόσο μεγάλος, τόσο επίμονος σεισμός, λες και όλα τα στοιχεία που

συνταίριαξαν οι εργολάβοι για να χτίσουν βρήκαν την αληθινή τους ουσία και

θέλησαν να τη συναντήσουν ξανά. Και το σπίτι σαν να έγινε διαστημόπλοιο έτοιμο

να ταξιδέψει στο απόλυτο τίποτα, που περιέχει βεβαίως τα πάντα. Πόρτες,

κουφώματα, κρεβάτια, πόσο παράλογα φάνηκαν αυτά, που έπρεπε να μας σώσουν,

υποτίθεται. Ωστόσο, γρήγορα έπεσε το κύμα, άραξε το πλοίο στην παλιά θέση του,

οι ανθρώπινες κατασκευές ξανάγιναν στιβαρές και άτρωτες. Μόνο το πολύφωτο

έμεινε για λίγο να κουνιέται σαν εκκρεμές που επέμενε να θυμίζει ότι ο χρόνος

μετριέται με άλλους ρυθμούς κάπου αλλού, μακριά μας.