Θλίβομαι με την κατάντια της «ιεροσύνης». Σεβάσμιοι γέροντες απειλούν

εκτοξεύοντας ύβρεις, στραμπουλούν χέρια δίπλα στον Πανάγιο Τάφο του

Θεανθρώπου. Λέξεις όπως «τραμπούκοι, ψεύτες, σκουλήκια» βγαίνουν από χείλη

ιερωμένων αγιοταφιτών, που κηρύσσουν μεταξύ άλλων το «αγαπάτε αλλήλους».

Κεφάλια γενειοφόρων ιερέων εμφανίζονταν τελευταία σε τηλεοπτικά παράθυρα και

φωνασκούσαν.

Τι ευτελισμός, Θεέ μου! Ποιος επιλέγει, επιτέλους, αυτούς τους ανθρώπους και

με ποια κριτήρια, ποιος τους εμπιστεύεται υψηλά και μάλιστα ισόβια ιερατικά

αξιώματα; Τέτοιες «αρετές», λοιπόν, κρύβονταν τόσα χρόνια κάτω από τα σεβάσμια

ράσα και δεν το ξέραμε;

Υπήρχαν ανέκαθεν, αλήθεια, έμπιστοι και «ενάρετοι», οπλοφορούντες και μη,

απεσταλμένοι από τα μεγάλα κέντρα εξουσίας προς την περιφέρεια, συμπαραστάτες

των «εκλεκτών» θρησκευτικών ηγετών, οι οποίοι τελικά δεν γνωρίζουν ούτε καν

πώς και πότε να αποχωρούν με αξιοπρέπεια;

Το ιερατείο στην αρχαιότητα ήταν αιρετό. Ακόμα και στο ανώτατο αξίωμα του

επωνύμου ιερέα εκλέγονταν για έναν και μόνο χρόνο πολίτες εύποροι κατά κανόνα

και ευυπόληπτοι. Άνδρες ή γυναίκες, ανάλογα με τις απαιτήσεις τής κάθε

λατρείας και τοπικής θρησκευτικής παράδοσης, εκλέγονταν για την άσκηση

βραχυπρόθεσμων ιερατικών καθηκόντων. Ιερατική τάξη δεν υπήρχε, μολονότι

ορισμένα ιερατικά αξιώματα ήταν κληρονομικά. Οι ιερείς (ή οι ιέρειες) έδιναν

λόγο στις πολιτικές αρχές.

Με εξαίρεση την ιέρεια της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη, ήταν κατά κανόνα και

άμισθοι. Είχαν απλώς το δικαίωμα να παίρνουν το δέρμα από το ζώο της θυσίας,

καλή μερίδα από τα εντόσθια, το ποντίκι, το μπούτι και τη γλώσσα του ζώου,

μέρος από τις πίτες και τα κουλουράκια, που κάθε τόπος συνήθιζε να πλάθει για

να τιμήσει τη θεότητα.

Στην Αλικαρνασσό και στις Ερυθρές, ο ιερέας έπρεπε να καταβάλει σεβαστό

χρηματικό ποσό προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα. H υποχρέωση αυτή μπορεί να

ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως: α) η πολιτεία ζητούσε εγγυήσεις από τον μέλλοντα

ιερέα, β) ο ιερέας έπρεπε να εξαγοράσει την υψηλή τιμητική διάκριση, γ) θα

είχε ενδεχομένως πολλά οφέλη (όχι αναγκαστικά οικονομικά) από την άσκηση των

καθηκόντων του.

Στα Μαντεία, τα Ασκληπιεία και σε άλλα ιερά, οι πιστοί κατέβαλλαν χρηματικό

ποσό, καθώς και ζώο για τη θυσία, προκειμένου να πάρουν χρησμό ή να τύχουν

θεραπείας. Ο λίθινος κουμπαράς εντούτοις, που ονομαζόταν θησαυρός και

λειτουργούσε όπως περίπου το σημερινό παγκάρι, ήταν γερά ασφαλισμένος, άνοιγε

με δύο κλειδιά, που το ένα κρατούσε ο ιερέας και το άλλο ο υπεύθυνος για το

ιερό πολίτης. Τα χρήματα δεν τα καρπώνονταν οι ιερείς, αλλά τα διέθετε συνήθως

η πολιτεία για τις ανάγκες του ιερού. Όσο για τα πολύτιμα αφιερώματα,

καταγράφονταν ετησίως και αποτελούσαν ιερή περιουσία, που σε περιόδους κρίσης

ήταν δυνατό να τεθεί προσωρινά στη διάθεση της πολιτείας.

Σε αρκετά ιερά η ιέρεια όφειλε να είναι παρθένος, όπως του Ποσειδώνα στην

Καλαυρία (τον Πόρο), της Αθηνάς στην Τεγέα, του Ηρακλή στις Θεσπιές, της

Αφροδίτης στη Σικυώνα. Αντίθετα, αλλού, όπως στο ιερό της Γης στις Αιγές,

γίνονταν δεκτές και παντρεμένες ιέρειες, όχι όμως παντρεμένες για δεύτερη

φορά. Αγαμία του ανδρικού ιερατείου δεν μαρτυρείται, με εξαίρεση τους

ευνούχους, που απαιτούν ιδιαίτερο σχολιασμό.

Ο Πέτρος Θέμελης είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας.