Δε λέμε, ο γάμος χαρά είναι-αλλά χαρά που περιφέρεται σε τόσες εκπομπές μάς

βάζει σε υποψίες

Στης Κορομηλά παντρεύεται η Άντζελα και έχουν πανηγύρια. Άλλωστε, ο γάμος από

έρωτα μιας σταρ της λαϊκής πίστας δεν είναι και μικρή υπόθεση.

Στη Βρετανία ασχολούνται με τους γάμους του Καρόλου και της Καμίλα, εμείς θα

αφήσουμε τη δική μας «Λαίδη» χωρίς τη δέουσα προβολή του έρωτα και του

μυστηρίου που θα τον επικυρώσει; Βέρες, νυφικά, μπομπονιέρες και ενδιαμέσως

τραγούδια με την εν λόγω αοιδό απαστράπτουσα μέσα σε κολλητό παντελόνι

ψαράδικο, από κάτω μπότα με δέρμα φιδιού και μπλουζάκι με αβυσσαλέο ντεκολτέ,

παιδούλα από τη χαρά και σε απευθείας σύνδεση ο μέλλων σύζυγος, που υπήρξε και

πρώην, πλην τότε «άμυαλη» τον είχε αποπέμψει, όπως ομολόγησε, αλλά πλέον

γυναίκα ώριμη και σώφρων, τον εκτίμησε δεόντως και τον ξαναπαντρεύεται με παπά

και με κουμπάρο.

Φωτογενής ατραξιόν η Άντζελα, η οποία έλαμπε από χαρά και έδειχνε στην

κάμερα για να κάνει κοντινό πλάνο το μενταγιόν στον λαιμό της με τα δύο

ονόματα κολλητά – το δικό της και του αγαπημένου της. «Η ώρα η καλή» τής

εύχονταν και ριγούσε από ευτυχία. Έτσι είναι, όταν τη νιώθεις τη διαλαλείς και

τέτοιες εποχές είναι σπάνιο το γέλιο της ειλικρινούς χαράς.

Σύμβολο επομένως η Άντζελα, όχι μόνο των απανταχού ερωτευμένων και

μελλονύμφων, αλλά του ίδιου του πολιτισμού που την αναγνωρίζει ως μεγάλη σταρ.

Του πολιτισμού όπου ο καθείς οφείλει να πουληθεί κατ’ αρχάς ως πρόσωπο για να

γίνει αποδεκτός.

Και η αοιδός δεν το ‘χει αρνηθεί αυτό στην αγορά στην οποία προσφέρεται.

«Ιδού, είμαι αυτοδίδακτη, αυτοδημιούργητη και σταρ, να ‘μαι» έλεγε υπερηφάνως

στου Ζαχαράτου, όπου ήταν τις προάλλες καλεσμένη, και το ίδιο επανέλαβε στης

Κατρίτση, όπου επίσης ξεδίπλωσε τη χαρά του έρωτά της πριν από μία εβδομάδα.

Για την ίδια η χαρά είναι ειλικρινής, μόνο που δεν μπορεί παρά να είναι

και χαρά για τις κάμερες, γιατί μέσω αυτών θα κερδίσει την πολυπόθητη

αυτοπεποίθηση.

Αυτό είναι το κορυφαίο διακύβευμα της εποχής για κάθε άτομο, που δεν έχει άλλη

φιλοδοξία από τον εαυτό του.

Γι’ αυτό και παρακολουθούμε τον ξέφρενο ανταγωνισμό για χαρά και ευτυχία, που

επιβεβαιώνονται με γάμο και οικογένεια. Εν τέλει, μια νεύρωση που μοιάζει με

χαρά, αφού προσφέρεται σαν θέαμα για να ολοκληρώσει το σουξέ σε μια αγορά

«προσώπων», όπου το καθένα τους «διακυμαίνεται» σαν τις τιμές στο

χρηματιστήριο, ανάλογα με την αξία που του δίνει η «κοινή γνώμη».

… και αλλού μνημόσυνα

Δημόσια εξομολόγηση ή δημόσια ψυχανάλυση για τον Γιάννη Παπαμιχαήλ η

συνέντευξη που παραχώρησε στον Γιάννη Πρετεντέρη («Ανατροπή», Mega) ήταν ένας

ανοιχτός λογαριασμός με τη δημοσιότητα που κληρονόμησε και δεν κέρδισε.

Γιος του ζευγαριού που αποτέλεσε ένα είδος «μαγιάς» για την εγχώρια

σοουμπίζ και το κουτσομπόλικο μιντιακό περιβάλλον που πρωτοάνθιζε στην εποχή

τους, έχει κληρονομήσει την αναγκαστική έκθεση στο μιντιακό-κουτσομπόλικο

περιβάλλον.

Υπό τη σκιά των γονιών του μίλησε για τη σχέση του μαζί τους, μεταξύ

αποσπασμάτων από ταινίες της μητέρας και του πατέρα του.

Πόση αντοχή, αλήθεια, μπορεί να έχει ένας άνθρωπος για να διαπραγματεύεται

δημόσια ένα είδος σχέσης που έχει γεμίσει τα ντιβάνια των ψυχαναλυτών στην

εποχή μας με ανθρώπους που αναζητούν τη λύση των δεσμών της ψυχής τους.

«Σαν διακήρυξη της 17N η διαθήκη του πατέρα μου…», είπε για το σκληρό

κείμενο που δεν τον αποκληρώνει απλώς, αλλά επιτίθεται.

Ευγενικός, αλλά επίμων ο Γιάννης Πρετεντέρης δεν άφησε πτυχή του φωτογενούς

δράματος που να μην την ακουμπήσει. «Βλέπεις τις ταινίες της μητέρας σου;»,

«ναι τις βλέπω, εκτός από μερικές που συγκινούμαι και δεν μπορώ, αλλάζω

κανάλι…» – μερικοί δεν αντέχουμε ούτε τη συγκίνηση που προκαλούν φωτογραφίες

– και ακόμη «είναι δύσκολο να είσαι γιος διασήμων, γιατί ο πήχυς μπαίνει ψηλά

και όλοι περιμένουν να είσαι το ίδιο… Εκείνοι, όμως, γεννήθηκαν για να

γίνουν αυτό. Δεν έχουν γεννηθεί όλοι να είναι σταρ».

Με διαθήκες ή χωρίς, με σκληρές μνήμες ή και αγαπημένες, η συζήτηση ήταν

ένα παράδοξο τηλεοπτικό μνημόσυνο, που δεν φαίνεται να παίρνει τέλος για

εκείνον, ο οποίος απέμεινε στη ζωή να θυμάται δημοσίως αυτά που η «κοινή

γνώμη» περιμένει να θυμάται και ιδιωτικώς, μόνον ο ίδιος ξέρει τι ακριβώς. Και

έδειχνε να μη θέλει να τα μοιραστεί.