Δεν μπορώ να μην επαναστατώ και να μην το γράφω, γνωρίζοντας ακόμη ότι τίποτα

δεν πρόκειται να διορθωθεί. Περνώντας από την Ομόνοια, βλέπω να ξεφυτρώνουν

δέντρα σαν να δούλεψαν τη νύχτα οι επτά νάνοι, για να εξαφανίσουν το έκτρωμα

της πλατείας. Πώς είναι δυνατόν να αλλάξουν τα εξογκώματα και ο κακοσχεδιασμός

αυτής της ταλαίπωρης επιφάνειας; Δεν ήταν πιο δροσερή και πιο απλή με τα

σιντριβάνια; Γιατί χαλάμε, χωρίς λόγο, μια κατάσταση, για να δημιουργήσουμε

μια απείρως χειρότερη;

Μήπως δεν υπάρχουν ταλαντούχοι αρχιτέκτοντες να αναθέσουμε τα μνημεία

και τις πλατείες; Έχω ξαναγράψει για την Ομόνοια, αλλά ποιος συγκινείται…

Πάντως, με τα δέντρα δεν αλλάζει τίποτε επάνω σ’ αυτήν, γιατί δεν έχει σχέση

με πλατεία.

Δεν μπορείς να βλέπεις απέναντι τους άλλους δρόμους και αναζητείς και

χάνεσαι.

Μετά, περνώντας από το Κολωνάκι, είδα πάλι παραμόρφωση της πλατείας, με όγκους

γυαλιστερά μάρμαρα που χαλούν την έννοια της πλατείας. Γιατί τι κακό είχε

πριν. Έβλεπα ανθρώπους να κάθονται και να περιδιαβάζουν.

Γιατί πάντα νομίζουμε ότι αν μοντερνοποιήσουμε θα είναι καλύτερα;

Ας γινόταν το πάρκινγκ από κάτω και επάνω ας άφηναν ελεύθερο το έδαφος να

γίνεται πλατεία, βρε παιδί μου.

Περνώντας από τον κόμβο Κατεχάκη – Μεσογείων, είδα να ορθώνεται στα

ουράνια ένα πράγμα σαν φίδι και κάτω μια γέφυρα να εμβολίζει, σαν κριός

πολιορκητικός, τα σπίτια. Ήταν μεγάλο λάθος να γίνει αυτού του είδους η γέφυρα

σ’ αυτό το σημείο. Ας είναι και άρπα. Δεν μπορεί σ’ αυτό το συμπυκνωμένο από

σπίτια περιβάλλον να τοποθετηθεί αυτό το τεράστιο μνημείο. Θα έπρεπε να είναι

σε ένα ευρύ και ανοιχτό τοπίο. Να είναι μόνη της, αφού ο δημιουργός της είχε

την έμπνευση να φανεί ως μνημείο γλυπτικό. Μια ίσια γεφυρούλα απλή, χωρίς

όγκο, θα αρκούσε για να περνούν οι πεζοί, σαν κι αυτήν που έγινε στην

Κηφισίας, πριν φτάσεις στο «Υγεία». Γιατί γίνονται αυτά τα λάθη; Αφού

γνωρίζουμε ότι αυτά μένουν και κοστίζουν να γκρεμιστούν, γιατί να τα έχουμε

μπροστά μας και να μας ενοχλούν διαρκώς; Έλεος πια.