Ξαφνικά – όπως γίνεται στο θέατρο – άνοιξε η αυλαία: μια πόλη άλλη, καλύτερη

από αυτή που ζούσαμε βρέθηκε κάτω από τα πόδια μας, απέναντι στα μάτια μας.

Και την ερωτευθήκαμε.

Ύστερα ήρθε ο «έπαινος του Δήμου και των Σοφιστών» που λειτούργησε σαν

αναβολικό. Πιστέψαμε ότι πλέον όλα τα μπορούμε. Είμαστε «καμωμένοι για τα

ωραία και μεγάλα έργα».

Οι φωνές για το πριν και το μετά – το υπερβάλλον κόστος και τη μετα-ολυμπιακή

χρήση των εγκαταστάσεων ακούγονταν σαν ψίθυροι, ακυρωμένοι από την ανάγκη μας

να γιορτάσουμε, να χαρούμε. H λογική μπορεί να περιμένει…

Και μετά η ντροπή. Ψέματα, μασημένα λόγια, θυμωμένα πρόσωπα στις

«φυλακές» τις μικρής οθόνης. Θάμπωσε η χρωματιστή ευφορία, ανακαλύψαμε οικεία

κακά, οι μισοί πήγαμε με το μέρος των αφελών και οι άλλοι των υποκριτών.

Ένας γαλάζιος φτερωτός Έρωτας, ένας κατακόκκινος Κένταυρος και ένα ολόλευκο

καραβάκι μάς ξαναμέθυσαν. Και γεμίσαμε κορυβαντιώντες πλατείες, δρόμους,

στάδια και γήπεδα. Ανακαλύψαμε μια νέα σχέση με την πόλη μας, ήμασταν κομμάτι

της, την εκθειάζαμε στους ξένους φίλους μας.

Οι κουβέντες στην παρέα ζεστάθηκαν, είχαν δύναμη και θέμα. Μετάλλια,

σκάνδαλα, αστέρια από το πουθενά, λεοντόκαρδους αθλητές, προτιμήσεις και

εκτιμήσεις. Εσύ θα θυμάσαι το μεγαλοπρεπές αντίο του Πύρρου, εγώ την προσευχή

της Ισινμπάγιεβα, εσύ επέστρεψες το ευγενικό χαμόγελο της Νέρι κι εγώ

υποκλίθηκα στην αριστοκρατική ήττα της Λένας. Στο λεύκωμα της μνήμης η μαντόνα

Χόρκινα, ο εβένινος Γκεμπρεσελασιέ, αλλά και οι λυγμοί του Σαμπάνη που

ξερίζωναν από μέσα μας και την παραμικρή αμφιβολία.

H ταλάντωση του εκκρεμούς της χαρμολύπης φθίνει.

Σήμερα, μια άλλη μέρα και ο ορθολογισμός μάς χτυπάει ήδη την πόρτα. Αφεθήκαμε

εν γνώσει μας και ενδώσαμε συνειδητά σε μια γιορτή που θα μας λείψει.

Έχουμε «αγώνες» πάλι σήμερα, αλλά χωρίς σημαίες, την έξαψη του πλήθους,

μάτια που γυαλίζουν από το ξεφάντωμα και σώματα που στέκονται αλλιώς, όπως

όταν έχεις επισκέπτες στο καλό σαλόνι του σπιτιού. Τα φώτα σβήνουν, έχουμε να

ζήσουμε στην αληθινή ζωή τώρα.