H ισορροπία είναι το παν! Και ο ρυθμός κι αυτός είναι πολύ σημαντικός.

Ισορροπία και ρυθμός – πάει να πει, χάρη… Όπως στο χορό ένα πράγμα, μόνο που

εκεί η σκηνή είναι επίπεδη, τα εμπόδια – όποτε υπάρχουν – προβλέψιμα, επίτηδες

τοποθετημένα, γνωστά εκ των προτέρων. Και για μουσική υπόκρουση το γλυκό

τερέτισμα της Γκας-γκας ν’ αντηχεί στο φαιό νταμάρι -κονσέρτο για εξάτμιση κι

επιδέξιο αναβάτη, ο οποίος, όμως, αντί για πουέντ, φοράει ψηλές μπότες κι

επιγονατίδες…

Στο δρόμο τις περισσότερες φορές εισπράττω βλέμματα έκπληξης και απορίας είναι

που η Γκας-γκας δεν έχει σέλα – και τι να την κάνει, την περισσότερη ώρα είσαι

όρθιος. Άλλοτε, τα κορίτσια ιδίως, ξινίζουν τα μούτρα τους, ίσως επειδή

συνειδητοποιούν αυτόματα πως δεν υπάρχει χώρος και γι’ αυτές, πως ποτέ τα

στηθάκια τους δε θα πιεστούν με νόημα στη ράχη του οδηγού, σε κάποιο – τυχαίο

τάχα – απότομο φρενάρισμα. Υπάρχουν, φυσικά, και περιπτώσεις που πέφτει γέλιο

γέλιο καλόγνωμο, από πιτσιρικάδες που δεν έχουν μάθει ακόμα να κρύβουν το

ξάφνιασμά τους, αλλά και μοχθηρό, από ποζάτους μηχανόβιους που θεωρούν

τουλάχιστον προσβλητικό το να μοιράζονται μαζί σου την πρώτη θέση στο φανάρι.

Άλλοτε αποστρέφουν το βλέμμα μετά βδελυγμίας κι άλλοτε μαρσάρουν απειλητικά, ή

κοροϊδευτικά – όπως το πάρει κανείς. Σπανίως ενοχλούμαι από τέτοιες

συμπεριφορές. Δεν είναι μονάχα ότι έχω συνηθίσει, πιο πολύ είναι που κατανοώ

το μπέρδεμά τους. Πού να το φανταστούν πως είμαι καθ’ οδόν προς το νταμάρι,

πως η Γκας-γκας δεν είναι ένα ακόμα παράξενο μεταφορικό μέσον, πως η κατάσταση

ελάχιστα διαφέρει απ’ το να βλέπεις κάποιον με τη φόρμα και τ’ αθλητικά του

στο δρόμο για το γήπεδο ή το γυμναστήριο.

Μια δόση σταματάω μπροστά σ’ ένα φανάρι στην Κηφισίας. Έρχεται δίπλα μου ένα

από ‘κείνα τ’ αεράτα μεγαθήρια κι ο τύπος που την οδηγεί μαρσάρει για να μου

τραβήξει την προσοχή. Του το κάνω το χατίρι, στρέφομαι χαμογελαστός και τον

κοιτάζω. Κατεβάζει τα γυαλιά του εμφατικά – κράνος δε φοράει – και μου λέει

γελώντας: «Πού πας, ρε μάστορα, με την γκασγκάνα;» Χαριτωμένο λογοπαίγνιο, τ’

ομολογώ, σε άλλη περίπτωση δε θα ‘χα αντίρρηση ν’ ανταποδώσω με κάτι δηκτικό

για το ασημί «σουτζούκι» του, αλλά μου την έσπασε που ήθελε να κάνει τον

μωρέ-μωρέ δίχως να φοράει κράνος. Το βουναλάκι με τα μπάζα το είχα σταμπάρει

από πριν – άμα είμαι με την Γκας-γκας, όλο σε κάτι τέτοια πέφτει το μάτι μου.

Ένας σωρός από χώμα κι απάνω ριγμένα άτσαλα κάτι σπασμένα κράσπεδα, δίπλα

χαντάκι βαθύ, ένα-ενάμισι μέτρο πλάτος. Το ανέβηκα και το κατέβηκα στο

πιτς-φιτίλι – σιγά τα ωά, δυο μέτρα ύψος, αυτά για την Γκας-γκας είναι

παιχνιδάκι – και στο κατέβασμα, χρησιμοποιώντας ένα απ’ τα κράσπεδα σαν λοξό

βατήρα, δίνω μια και σαλτάρω πάνω απ’ το χαντάκι. Ξαναγυρίζω στο φανάρι, κάνω

έναν κύκλο γύρω του, αργά πια, τελετουργικά, κι έρχομαι πάλι στην ίδια θέση,

ισορροπώντας όρθιος, δίχως ν’ αγγίξει πέλμα μου την άσφαλτο. Γκάζωσε κι έφυγε

με οχτάρια, πριν ανοίξει το φανάρι. Εγώ με το πάσο μου – η Γκας-γκας δε

βιάζεται – και την ελάχιστη ικανοποίηση πως η δική μου επίδειξη δεν ήταν

άσκοπη…

Εννοείται πως σπανίως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Συνήθως προσπερνώ την αμηχανία

των άλλων με στωικότητα. Ακόμα και στην ειρωνεία ή την κακεντρέχεια έχω

αναπτύξει με τον καιρό αντισώματα. Δε φταίνε αυτοί που δεν καταλαβαίνουν πως ο

αληθινός αθλητής δε χρειάζεται καλογυαλισμένα στάδια, κι εκτυφλωτικά φώτα, και

τηλεοπτική κάλυψη με κοντινά πλάνα στα πρόσωπα ωραίων κοριτσιών που κουβαλάνε

τα μετάλλια σε μεταξωτά μαξιλαράκια… Δε φταίνε αυτοί που δεν καταλαβαίνουν

πως ο αληθινός αθλητής έχει αντίπαλο μονάχα την αλήθεια!

Γι’ αυτό κι εγώ δεν παίρνω μέρος σε αγώνες. Κάλλιστα θα μπορούσα, αλλά δεν το

κάνω. Μέρα παρά μέρα καβαλάω την Γκας-γκας κι ανεβαίνω στο νταμάρι. Την αφήνω

να δουλέψει στο ρελαντί για λίγο κι αφουγκράζομαι το ρυθμικό της βήξιμο,

πολλαπλασιασμένο απ’ τους φαγωμένους πέτρινους τοίχους. Ποιος έχει ανάγκη από

θεατές και χειροκροτήματα…

Κι ύστερα διαλέγω διαδρομή!

Τη μέρα που ο γυναικολόγος μάς έδειξε τα δίδυμα στο υπερηχογράφημα δε

χρειάστηκε να το σκεφτώ καθόλου. Κοντά στην είσοδο του λατομείου είναι

παρατημένοι δυο τεράστιοι, ασύμμετροι μαρμάρινοι κύβοι, που μοιάζει να

σκαρφαλώνουν τις πλαγιές ενός χαμηλού λοφίσκου λες κι έχουν δώσει ραντεβού

στην κορυφή. Στη βάση τους δεν απέχουν παρά λίγα εκατοστά λόγω της κλίσης,

όμως, στο πάνω μέρος απέχουν πάνω από δυο μέτρα, σχηματίζοντας ένα ορθάνοιχτο

μαρμάρινο σαγόνι, έτοιμο να σε καταπιεί. Το άλμα απ’ τον ένα κύβο στον άλλο

είναι ασφαλώς το πιο δύσκολο κομμάτι, αφού υπάρχει ο ορατός κίνδυνος να

καταλήξει κανείς σφηνωμένος στο βάθος της γωνίας. Το σκαρφάλωμα στον πρώτο

κύβο είναι σχετικά εύκολο για έναν έμπειρο αναβάτη, μόνο που φτάνοντας εκεί

είναι αναγκασμένος κανείς να σταθεί, πριν πάρει φόρα για το σάλτο. Πολύ πιο

επικίνδυνο είναι το κατέβασμα απ’ την άλλη μεριά, με δεδομένο ότι

προσγειώνεσαι με κάμποση ταχύτητα στην κατηφορική ράχη τού δεύτερου κύβου, κι

έχεις στη διάθεσή σου ελάχιστο μόλις χρόνο για να προσαρμόσεις τη στάση σου,

πριν την τελική πτώση από ύψος δύο περίπου μέτρων πάνω σε μια ύπουλα ανώμαλη

επιφάνεια, στρωμένη με σκύρα σε μέγεθος βερίκοκου…

Για να το περιγράφω τώρα πάει να πει πως την πτώση στο μαρμάρινο σαγόνι την

απέφυγα. Στραμπούλιξα όμως άσχημα τον δεξιό μου αστράγαλο με την κλοτσιά που

έδωσα για να διορθώσω την κλίση μου στην πρώτη προσγείωση, χώρια το γδάρσιμο

στον αριστερό μου ώμο απ’ την κατρακύλα πάνω στα σκύρα. Ευτυχώς που δε δούλευα

εκείνη την περίοδο, γιατί χρειάστηκε να μείνω πάνω από μήνα με τις

πατερίτσες…

Εκείνη την περίοδο δε δούλευα γιατί κάποιος φωστήρας στην εταιρεία αποφάσισε

πως έπρεπε να διώξουν κόσμο. Από το λογιστήριο φύγαμε τρεις συνολικά, κι εγώ

ήμουν ο τελευταίος που το έμαθε. Έβρεχε εκείνη τη μέρα, το θυμάμαι σα να ‘ταν

τώρα. Ανέβηκα το χωματόδρομο απ’ την πίσω μεριά και βγήκα στην κορυφή. Έμεινα

εκεί για κάμποση ώρα κοιτάζοντας τον κρατήρα του λατομείου από τη στέψη του

γκρεμού – καμιά πενηνταριά μέτρα ύψος. Δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό μου μέχρι

εκείνη τη μέρα, αλλά το να κατέβω την πλαγιά ακροβατώντας στην κόψη έμοιαζε το

πιο προκλητικό πράγμα στον κόσμο.

Το ξαναείπα – η ισορροπία είναι το παν! Και ο ρυθμός κι αυτός είναι πολύ

σημαντικός. Χαλαρώνεις το σφίξιμο στο φρένο κι αφήνεις τη μηχανή να κυλήσει

απαλά, οφείλεις να προβλέπεις πού θα γλιστρήσεις και πόσο, πού θα γείρεις και

πόσο, πού θα μπορέσεις να σταθείς, για μια ανάσα μόνο, πριν ξαναφήσεις το

φρένο για να συνεχίσεις την κάθοδο. Το ζήτημα είναι να μη βάλεις πόδι κάτω. Θα

μου πείτε: τι νόημα έχει άμα δε σε βλέπει κανείς; Θα σας απαντήσω πως ο

αληθινός αθλητής έχει αντίπαλο μονάχα την αλήθεια – τι να τους κάνει τους

κριτές και τους αγωνοδίκες;

Για να το φιλοσοφώ τώρα πάει να πει πως τη βουτιά στο κενό την απέφυγα.

Εντάξει, η διαδρομή δεν ήταν άψογη, πάτησα πόδι τρεις τέσσερις φορές και,

τελικά, τη χύμα δεν τη γλίτωσα. Είναι που έβρεχε εκείνη τη μέρα και το βρεμένο

μάρμαρο γλιστράει το γαμημένο. Τέλος πάντων, την έβγαλα σχεδόν καθαρή, αν

εξαιρέσω το σπασμένο μικρό δάχτυλο στο δεξί μου χέρι και το σκισμένο μανίκι

στο δερμάτινο…

H ισορροπία είναι το παν! Το ξέρω πως το ‘χω ξαναπεί, μόνο που θέλω να

συμπληρώσω πως η ισορροπία δεν έχει διάρκεια, είναι κάτι που το κυνηγάς λεπτό

προς λεπτό – τι λέω; Στιγμή προς στιγμή… Μονάχα στο τέλος της διαδρομής

μπορείς να κάνεις τη σούμα, μετράς ουλές και μελανιές και μόνον τότε μπορείς

να πεις αν τα κατάφερες ή όχι…

Θυμάμαι τη μέρα που η μητέρα μπήκε εσπευσμένα για την εγχείριση. Εγγύηση οι

γιατροί δεν έδιναν καμιά. «Αν δεν την ανοίξουμε δεν μπορούμε να ξέρουμε». Πώς

είναι δυνατόν να ξέρανε την αμοιβή τους – αυτό είναι άλλο ερώτημα. Εγώ,

πάντως, το κατανοώ αυτό. Συχνά είσαι αναγκασμένος να παίρνεις τα ρίσκα σου.

Εκείνη τη μέρα έβαλα στο μάτι τους τέσσερις μεγάλους όγκους από θραύσματα

μαρμάρου που προκύπτουν κατά την εξόρυξη – αιχμηρές πέτρες, όχι αρκετά μεγάλες

ώστε να είναι εκμεταλλεύσιμες, πεταμένες σε μιαν άκρη σε τέσσερις διαδοχικούς

σωρούς. Στάθηκα καμιά εκατοστή μέτρα μακριά κι αναλογίστηκα για λίγο την

τακτική που θα ακολουθούσα. Σκέφτηκα πως οι μικρές, ακανόνιστες πέτρες δε μου

έδιναν περιθώριο για ασφαλείς ενδιάμεσες στάσεις, οπότε το καλύτερο που είχα

να κάνω ήταν να βγάλω τη διαδρομή μια κι έξω. Πράγμα που απαιτεί

αποφασιστικότητα και – φυσικά – μεγάλη ταχύτητα, η οποία, με τη σειρά της,

κρύβει μεγάλους κινδύνους, αφού οι συνέπειες μιας πιθανής πτώσης είναι

ανυπολόγιστες…

Αν δε σκιζόταν η μπροστινή ρόδα μπορεί και να τα είχα βγάλει πέρα. Όπως είπα,

όμως, πρέπει να παίρνεις τα ρίσκα σου. Στην κορυφή του τρίτου όγκου ένιωσα τη

ζάντα να τσακίζει κι εκεί ήταν που έχασα τον έλεγχο, άφησα το τιμόνι και

κουτρουβάλησα δεξιά, ενώ η Γκας-γκας αναπήδησε ακόμα μια φορά στην αριστερή

πλαγιά του τέταρτου όγκου, πριν καταλήξει λαβωμένη στο χώμα. Την αιμορραγία

στο αριστερό μου πόδι τη σταμάτησα σχετικά εύκολα, χρησιμοποιώντας την

ιδρωμένη μου φανέλα ως πρόχειρο επίδεσμο. Το χειρότερο ήταν που έπρεπε να

σπρώξω την Γκας-γκας – με τσακισμένη την μπροστινή της ρόδα – μέχρι το πιο

κοντινό βενζινάδικο, μια απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων. Δυο τρεις

φορές κόντεψα να λιποθυμήσω στη διαδρομή – ίσως απ’ την αιμορραγία. Θα

μπορούσα να είχα κάνει οτο-στοπ, αλλά δεν ήθελα να την αφήσω μόνη της μετά από

κάτι τέτοιο…

H Φανή με απείλησε με χωρισμό, αν δε σταματούσα «τις βλακείες», για να

χρησιμοποιήσω τα δικά της λόγια. Δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά για κάποιον

απροσδιόριστο λόγο είχα την αίσθηση πως ετούτη τη φορά το εννοούσε. Προσπάθησα

να συμβιβάσω κάπως τα πράγματα μειώνοντας για ένα διάστημα τις επισκέψεις μου

στο νταμάρι. Εννοείται πως δεν είχα σκοπό να εγκαταλείψω…

E, λοιπόν, το ‘πε και το ‘κανε – κι ας έχουν μεσολαβήσει δύο χρόνια! Και στο

ζήτημα των διδύμων είναι ανένδοτη. Είμαι βέβαιος πως δεν αστειεύεται. H

ισορροπία είναι το παν – αλλά εδώ είναι δύσκολο να την κρατήσεις μόνος σου,

πόσο μάλλον όταν μπαίνουν κι άλλοι στην εξίσωση. Και το ρυθμό μας τον έχουμε

χάσει από καιρό, οπότε το πράγμα δεν έχει καμιά χάρη…

Και να ‘μαι τώρα στο γνωστό σημείο, με την Γκας-γκας να βήχει ανυπόμονα, λες

και ξέρει περί τίνος πρόκειται. Αναρωτιέμαι αν θα ‘πρεπε να θεωρήσω καλό οιωνό

την ατάκα που μου πέταξε εκείνο το κορίτσι με το παπάκι στη διασταύρωση.

«Ωραίο εργαλείο, ρε φίλε!» μου είπε, και φωτίστηκε το πρόσωπό της – ούτε αυτή

φορούσε κράνος. Σκέφτομαι σοβαρά να δοκιμάσω εκείνη τη μεγάλη τρύπα, μια

ανεπούλωτη πληγή, απομεινάρι κάποιας αποτυχημένης έκρηξης. Ούτε η κάθοδος ούτε

κι η άνοδος στα χείλη τής τεράστιας οπής φαντάζουν τόσο δύσκολες – έχω

δοκιμάσει πολύ πιο παράτολμα πράγματα, όπως θα έχετε ήδη καταλάβει. Αυτό που

με τρομάζει κάπως είναι που δεν ξέρω τι θα συναντήσω στο κέντρο της, έτσι

σκεπασμένο καθώς είναι από κλαριά και φύλλα και σκουπίδια που έχει παρασύρει ο

αέρας ώς εκεί. Εγώ, βεβαίως, δεν είμαι χορευτής, να κάνω τις πιρουέτες μου στο

καλογυαλισμένο παρκέ. Ούτε και ποδοσφαιριστής να παίρνω τούμπες στο μαλακό

χορτάρι. Τι νόημα έχει ν’ αναμετριέσαι με τους άλλους εκ του ασφαλούς; Για τον

αληθινό αθλητή αντίπαλος είναι μονάχα η αλήθεια του κι αυτή δε θα τη μάθω αν

δε φτάσω ώς τον πάτο…

Εξάλλου trial σημαίνει δοκιμασία, αλλά και δίκη, κερδισμένος είναι εκείνος που

θα πάρει τη μικρότερη ποινή. Χαϊδεύω το γκάζι κι η Γκας-γκας πλησιάζει υπάκουα

το χείλος της οπής. Αρχίζω να κατηφορίζω με μαλακούς ελιγμούς. H ισορροπία

είναι το παν. Και ο ρυθμός – κι αυτός είναι πολύ σημαντικός. Πλησιάζω προς το

κέντρο κάνοντας κύκλους – όπως εκείνοι οι παλιοί ακροβάτες στο ξύλινο πηγάδι

που το λέγανε «ο γύρος του θανάτου»…