Ολυμπιακό Στάδιο. Αν κάτι δείχνει η αγοραία τυποποίηση των σύγχρονων

αθλητικών εγκαταστάσεων είναι η μετατροπή τους από μηχανές άσκησης του

ανθρώπινου σώματος σε μηχανές καθολικής διασκέδασης

Δεν θέλω να φαλτσάρω στο ωραίο κλίμα του ενθουσιασμού, το οποίο δημιούργησαν

μια σειρά δημοσιεύματα για τις αλλαγές που προκάλεσε στην Αθήνα η διοργάνωση

των Ολυμπιακών Αγώνων. Ωστόσο, δεν σημαίνει απώθηση του διαλόγου. Ποια είναι

τα κτίρια των Αγώνων και η αρχιτεκτονική τους;

Μια τέτοια διαταραγμένη συμπεριφορά θα μπορούσε πιθανόν να εξηγηθεί από εκείνο

που ο Φρόιντ αποκάλεσε κάποτε «ανοίκειο», δηλαδή την παράξενη ανησυχία που

μπορεί να δημιουργήσει κάτι που μέχρι πριν από λίγο μας φαινόταν γνωστό και

οικείο. Όπως συμβαίνει τώρα με την Αθήνα: H καταιγιστική ταχύτητα και η

σαρωτική έκταση των μετασχηματισμών είναι τέτοια, που μας κάνει όλους να

στεκόμαστε απορημένοι και συχνά αμήχανοι απέναντι σε ό,τι θεωρούσαμε γνωστό

και οικείο.

Γι’ αυτό, χωρίς καμία μίζερη προκατάληψη, θα ήταν πιο σωστό να

ξεκινούσαμε από το πιο διάσημο σύνθημα του σύγχρονου πολεοδομικού μάρκετινγκ:

ο σύγχρονος «αθλητισμός κάνει καλό στις πόλεις όπως και στο σώμα»;

Μπορεί, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων να αποτελεί μια πρώτης τάξεως

ευκαιρία για την πολεοδομική αναβάθμιση μιας πόλης, συγχρόνως όμως είναι και

μια αγχωτική δοκιμασία της αποτελεσματικότητας των πολεοδομικών μηχανισμών της

και των απειλητικών συστημάτων ελέγχου. Που θα πει ότι ολόκληρη η πόλη

εκτίθεται στα μάτια εκατομμυρίων τηλεθεατών, δηλαδή στη γιγάντια μιντιακή

σκηνή της «θεατρικότητας του αξιοθαύμαστου», που σήμερα κατακλύζει τα αθλητικά

και πολιτιστικά γεγονότα.

Αν κάτι δείχνει η αγοραία τυποποίηση των σύγχρονων αθλητικών

εγκαταστάσεων – που η πιο συμβατική και εργολαβική εκδοχή τους αποδίδει το

κλονισμένο αρχιτεκτονικό στίγμα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας – είναι η

μετατροπή τους από μηχανές άσκησης του ανθρώπινου σώματος σε μηχανές καθολικής

διασκέδασης. Οι αθλητικές εγκαταστάσεις προσδίδουν δημόσιο θεσμικό ρόλο σε

ό,τι προανήγγειλαν τα Εμπορικά Κέντρα τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν: στους

νέους μητροπολιτικούς μηχανισμούς της αναψυχής και στα νέα χαρακτηριστικά της

μαζικής αρχιτεκτονικής.

Πρόκειται στην κυριολεξία για «εγκαταστάσεις» και όχι για «κτίρια», που είναι

αυτάρκεις και καταγράφουν με πιστότητα τον ίλιγγο της μεγέθυνσης και την

αυτονόμηση των υλικών σημείων από το περιβάλλον τους. Για τον λόγο αυτό η

γιγαντοπάθεια και η απορρύθμιση της αίσθησης του μέτρου που τις χαρακτηρίζει,

δεν προκαλούν υπολογίσιμη αμφισβήτηση, αλλά αποθηριώνουν στο συλλογικό

ασυνείδητο την ιδέα της ισχυρής χώρας και τους συμβολισμούς της

παγκοσμιοποίησης.

Ένας άνευ προηγουμένου θεαματικός παροξυσμός μοιάζει να καθιστά

απόμακρες τις ρομαντικές προσδοκίες ενός θερμόαιμου υποστηρικτή του

νεοκλασικισμού, του περιβόητου Γερμανού αρχαιολόγου Βίνκελμαν, ο οποίος πρώτος

συνέδεσε τη γυμναστική με τον πολιτισμό: «H επιρροή ενός ήπιου

και καθαρού ουρανού διαμόρφωσε τους Έλληνες, αλλά οι σωματικές ασκήσεις ήταν

εκείνες που προσέδωσαν σ’ αυτή τη διαμόρφωση την ευγενική της μορφή».

Εγωκεντρικά και χοντροκομμένα

Οι σύγχρονες αθλητικές εγκαταστάσεις δεν επικεντρώνονται όμως μόνο στην

αθλητική άσκηση, «διορθώνοντας» αυτήν την παράδοση της «ευγένειας του

σώματος». Εκείνο που διεκδικούν, είναι ένας νέος διευρυμένος αντιπροσωπευτικός

ρόλος, που συμπεριλαμβάνει μια σειρά φαινόμενα. Να γιατί ο σχεδιασμός του

στεγάστρου και η ανάπλαση του Ολυμπιακού Σταδίου από έναν διάσημο αρχιτέκτονα,

όπως ο Σαντιάγκο Καλατράβα, καλλιέργησε μεγάλες προσδοκίες. Στον Ισπανό

αρχιτέκτονα ανατέθηκε να δημιουργήσει το γιγάντιο τοπόσημο (landmark) των

Ολυμπιακών Αγώνων. Ένα τέτοιο τοπόσημο δημιούργησε ο Pier Luigi Nervi στη Ρώμη

το 1960 και οι Ελβετοί αρχιτέκτονες Herzog-de Meuron προετοιμάζουν για το

Πεκίνο του 2008. Πρόκειται για εκδοχές που, εκτός των άλλων, δείχνουν την

απόσταση των εποχών και των αντιλήψεων.

Ωστόσο, είμαι της γνώμης ότι το τελικό αποτέλεσμα του Καλατράβα μοιάζει

εγωκεντρικό και χοντροκομμένο, δίχως την κατασκευαστική λεπτότητα και την

τεχνολογική φινέτσα άλλων έργων του αρχιτέκτονα. Το χειρότερο είναι ότι η νέα

αυτή εκφραστική γλώσσα των πελώριων μεταλλικών κατασκευών, με τις ογκώδεις

διατομές, κινδυνεύει να καταστεί ο νέος κοινός αναγνωριστικός κανόνας ενός

μεγάλου αριθμού διαμορφώσεων, στεγάστρων, σταθμών μετρό, γηπέδων ποδοσφαίρου

και δημόσιων κτιρίων. Πρόκειται προφανώς για μια γλώσσα που αντιμετωπίζει

καταχρηστικά τις βιομηχανικές καταβολές αυτών των κατασκευών, ανάγοντάς τις σε

έλλειμμα αρχιτεκτονικής ταυτότητας.

Να γιατί επιμένω ότι το σημαντικότερο εργοτάξιο παραγωγής μετασχηματισμών και

σύγχρονων εικόνων της Αθήνας είναι τα νέα οδικά δίκτυα και οι υποδομές και όχι

ορισμένα «κτίρια-αριστουργήματα» που μερικοί πασχίζουν να εφεύρουν πιεστικά.

Μόνο επεξεργαζόμενοι νέους τρόπους ανάγνωσης αυτών των υποδομών μπορούμε να

επανασυνδεθούμε με τη νέα δυναμική της πόλης και τα «αριστουργήματα» των

περασμένων δεκαετιών, από τα οποία έτσι κι αλλιώς προερχόμαστε.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Τμήμα

Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.