Οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης περιείχαν μεγάλες σιωπές.

Σιωπές για τα πιο αιχμηρά κοινωνικά και πολιτικά θέματα των τελευταίων χρόνων.

H πιο ηχηρή αφορούσε τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας. Ούτε μία κουβέντα δεν

βρήκε να πει ο νέος Πρωθυπουργός σχετικά με τις προθέσεις της κυβέρνησής του

για ένα θέμα που έρχεται και επανέρχεται στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια.

Που προκαλεί συγχύσεις και εντάσεις, βλαπτικές και για την ελληνική Πολιτεία

αλλά και για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, το κύρος και τις προοπτικές

της στη νέα εποχή. Γιατί αυτή η στάση, ενώ η κινητικότητα γύρω από θέματα που

εγείρει η Εκκλησία βρίσκεται στο κέντρο της δημοσιότητας; Γιατί αυτή η

«αμέλεια», με νωπές τις μετεκλογικές πολιτικές δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου από

άμβωνος; Τι σκοπεύει να πράξει η κυβέρνηση απέναντι στον κατάλογο των

αιτημάτων που διατυπώνονται επισήμως ή ανεπισήμως από τον Αρχιεπίσκοπο; Τι θα

γίνει με τα αιτήματα που αφορούν ακόμη και τη συγκρότηση του υπουργείου

Παιδείας;

H σιωπή ακούγεται ηχηρή, όταν η συνάντηση της υπουργού Παιδείας με τον

Αρχιεπίσκοπο, αλλά και ο ορισμός συνάντησης του ίδιου του κ. Καραμανλή με τον

μακαριώτατο υπήρξαν από τις πρώτες πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης. Πριν καν

την ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. H σιωπή ακούγεται εκκωφαντική όταν όλοι

γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκή χώρα. H πολιτική της σε καίρια θέματα,

όπως είναι λόγου χάρη τα δελτία ταυτότητας και η κατοχύρωση της ελεύθερης

επιλογής θρησκεύματος, συντονίζεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όλες οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να απαντήσουν στα ερωτήματα αυτά. Ο

πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μάλιστα εξήγγειλε ήδη στην Κοινοβουλευτική Ομάδα την

επεξεργασία του θέματος σε βάθος, μιλώντας για τον ρόλο της θρησκείας στη νέα

εποχή. Καταθέτω από πλευράς μου ορισμένες πρώτες σκέψεις:

Ο σεβασμός στην ελληνική Εκκλησία και την αποστολή της είναι δεδομένος. Όμως ο

σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιβάλλει να αναγνωρίζουμε απολύτως σε

όλους τους πολίτες το δικαίωμά τους να θρησκεύονται ή όχι. Ανεξάρτητα από το

δόγμα ή το θρήσκευμα που επέλεξαν ή κληρονόμησαν από τους προγόνους τους. Δεν

αναγνωρίζουμε και δεν μπορούμε να αποδεχθούμε την εμπλοκή εκκλησιαστικών

παραγόντων στα πολιτικά πράγματα της χώρας. H άσκηση πολιτικής από

την Εκκλησία δεν συνιστά ούτε κανονική ούτε θεμιτή κατάσταση.

Δεν ανήκει στην αποστολή της και δεν κρίνεται από τον λαό γι’ αυτό. Αντιθέτως,

αποτελεί υποχρέωση όλων των πολιτικών παραγόντων της χώρας να μην εμπλέκουν

άμεσα ή έμμεσα την Εκκλησία στις πολιτικές τους στοχεύσεις, πολύ περισσότερο

στις κομματικές τους επιδιώξεις. Εξίσου αποτελεί υποχρέωση της Εκκλησίας να

επιτελεί τον θρησκευτικό και ανθρωπιστικό της ρόλο, χωρίς να εμπλέκεται στα

πολιτικά πράγματα. Και ασφαλώς είναι δικαίωμά της να ζητά τη συνδρομή της

Πολιτείας, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο και από τις δύο πλευρές, προκειμένου να

επιτελέσει τα δικά της ηθικά και πνευματικά καθήκοντα.

Γίνεται πια σαφές ότι η λύση του μέλλοντος είναι ο πλήρης και σαφής

διαχωρισμός των ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας. Άλλωστε, η πίστη και η επιλογή

τού θρησκεύεσθαι αφορά τη συνείδηση των ανθρώπων. H πολιτική αφορά τους

τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας με τις διαδικασίες που προβλέπονται από το

δημοκρατικό πολίτευμα. Οποιαδήποτε σύγχυση δημιουργεί περιπλοκές. Δημιουργεί

προβλήματα στους πολίτες που επιθυμούν γνήσια να θρησκεύονται ανεξάρτητα από

τις πολιτικές τους επιλογές και να πολιτεύονται ανεξάρτητα από τις

θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Ισχυρίζομαι ότι στη νέα εποχή, την περίφημη εποχή της παγκοσμιοποίησης, ο

ρόλος των παραδοσιακών θρησκειών ενδυναμώνεται. H ανασφάλεια και οι

αβεβαιότητες που γεννά αντικειμενικά το νέο περιβάλλον στους ανθρώπους

δημιουργούν σε πολλούς και πολλές – περισσότερους/ες από ό,τι στο παρελθόν –

την αναζήτηση στη θρησκεία καταφυγίου ελπίδας για τις προσδοκίες τους και

ανακούφισης από τις αγωνίες τους.

Κυρίως όμως η νέα πραγματικότητα προσφέρει στην Εκκλησία τη δυνατότητα να

αναπτύξει ένα πλούσιο, σύγχρονο και ευρύτατο πνευματικό και ανθρωπιστικό έργο,

πέραν της αυστηρά θρησκευτικής της αποστολής. Ένα έργο μεγάλου

βεληνεκούς, όσο όλες μαζί οι μη κυβερνητικές οργανώσεις της χώρας είναι

ζήτημα αν εξ αντικειμένου – λόγω πόρων και μαζικότητας – είναι σε θέση

να πραγματοποιήσουν.

H Εκκλησία της Ελλάδος έχει δώσει απτά και συγκεκριμένα δείγματα γραφής σ’

αυτήν την κατεύθυνση: ο ξενώνας για τις κακοποιημένες γυναίκες που λειτουργεί

με τη φροντίδα της, οι εκστρατείες αλληλεγγύης προς τα παιδιά και τους λαούς

που υποφέρουν, η συστηματική υποστήριξη των άστεγων και φτωχών σε πάμπολλες

ενορίες, οι πρωτοβουλίες για κέντρα δημιουργικής απασχόλησης των νέων και άλλα

πολλά είναι παραδείγματα, που η Πολιτεία από την πλευρά της οφείλει με κάθε

πρόσφορο τρόπο να υποστηρίζει και να ενισχύει.

Ιδιαίτερα η Ορθοδοξία έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι είναι σε θέση να λειτουργεί

και να εδράζεται σε πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές πραγματικότητες, όχι ως

δύναμη επιβολής, αλλά ως δύναμη υπεράσπισης των πανανθρώπινων αξιών που

εμπεριέχονται στη χριστιανική πίστη.

Νομίζω ότι και στις σημερινές συνθήκες μπορεί αναμφίβολα να συμβάλλει ακόμη

περισσότερο στην προσέγγιση των ανθρώπων μεταξύ τους, στην ομαλή ένταξη των

μεταναστών στην ελληνική κοινωνία από άλλους δρόμους και με άλλους τρόπους από

αυτούς που χρησιμοποιεί η πολιτική.

Μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη κουλτούρας διαλόγου, συνεννόησης και

ανθρωπιάς που τόσο έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα στην ταραγμένη περιοχή των

Βαλκανίων. Μπορεί να εργασθεί για την ανακούφιση όσων υποφέρουν, ανεξάρτητα

από το θρήσκευμα, το φύλο ή τη φυλή.

Στην προοπτική της ενωμένης και διευρυμένης Ευρώπης, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει,

λοιπόν, σημαντικό κοινωνικό και υπερεθνικό ρόλο. Σ’ αυτόν της τον ρόλο και το

έργο όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες θα είναι σταθερά και αταλάντευτα στο πλευρό

της.