«Οι πολιτισμοί κρατούν τους ανθρώπους σε απόσταση», λέει ο Κωνσταντίνος

Ζουγανέλης, ιδιοκτήτης του Guru

H μυρωδιά από τα παστά ψάρια, τα μπαχαρικά και τα αλλαντικά είναι η πιο έντονη

πρώτη «εικόνα» από την πολύβουη Βαρβάκειο Αγορά που μέρα μεσημέρι «διαλαλεί»,

σε διάφορες γλώσσες, τα καλούδια της. Το πέρα δώθε των χρωματιστών κελεμπιών,

τα σκούρα ανατολίτικα μάτια που διασταυρώνονται με το βλέμμα σου, και οι

παντός είδους πραμάτειες που μαζεύουν γύρω τους μπουλούκια μεταναστών σού

αφήνουν στο φινάλε με μια εικόνα σφύζουσας ζωής, που χωρίς καμία «πόζα» ή

υπερβολή κυλάει φυσικά μέσα στην πιο ιστορική και κεντρική αγορά της Αθήνας.

Εκεί, που χτυπά η καρδιά ενός πολυπολιτισμικού κέντρου, όπως το Σόχο του

Λονδίνου: με τα εικαστικά στέκια, τους πόλους της εξωτικής γεύσης και τα

καλούδια της Ανατολής (άπω και εγγύς).

Κάποτε η περιοχή εθεωρείτο… απαγορευμένη για τους κατοίκους των βορείων

προαστίων – ή, για να το πούμε καλύτερα, ήταν εντελώς έξω από το δρομολόγιό

τους. Πάει καιρός όμως που κάποια πιο ανήσυχα και «αρτιστικ» μυαλά επέλεξαν

δρόμους γύρω από την Κεντρική Αγορά για να στήσουν τις γκαλερί τους (πρώτη

ήταν η Ρεβέκκα Καμχή) και έτσι σιγά σιγά και ενώ τα δρομάκια του γειτονικού

Ψυρή μετατρέπονταν τα βράδια σε «παιχνιδούπολη» της διασκέδασης, τα στενά γύρω

από την Κεντρική Αγορά άρχισαν και αυτά να βλέπουν, συχνά πυκνά, γόβες με

υπογραφή, μαζί με τις λειωμένες σόλες των μεταναστών που από τα μέσα του ’90

απλώθηκαν στην περιοχή.

Μια μικρή βόλτα να κάνει κάποιος στην Πλατεία Θεάτρου, και τους δρόμους

που την περιβάλουν, και θα αισθανθεί σε όλο του το μεγαλείο την έντονη ανάσα

της μείξης των φυλών, την συνύπαρξη του «αγοραίου» με το «εκλεπτυσμένο», την

μεταμόρφωση μιας περιοχής που όμως (σε αντίθεση με του Ψυρή) κρατά ακόμα

ζωντανή την ταυτότητα της αγοράς. Σωκράτους, Μενάνδρου, Ευριπίδου,

Αριστοφάνους, Αριστογείτονος, Αισχύλου κ.ά., όλο το ένδοξο παρελθόν σού

κλείνει με σημασία το μάτι, την στιγμή που πακιστανικές, ινδικές, και – τα

τελευταία τέσσερα χρόνια – κινέζικες επιγραφές μονοπωλούν την προσοχή.

Απογοητευμένος από την εξέλιξη της περιοχής ακούγεται ο κ. Αλέξανδρος

Κέλης, που έχει μαγαζί με είδη συσκευασίας επί της Ευριπίδου, πίσω ακριβώς από

την Πλατεία Θεάτρου.

Όταν τον ρωτάς για τις δικές του πρόσφατες εικόνες μιλάει για τα «πρεζόνια»

της Πλατείας Κουμουνδούρου – «ευτυχώς τώρα ησυχάσαμε», λέει – και για το

διαρκώς μεγαλύτερο κύμα μεταναστών που τα τελευταία χρόνια κατακλύζουν την

περιοχή. «Παλιά εδώ υπήρχαν μικρές βιοτεχνίες, τσαντάδικα, δερματάδικα, ρούχα,

μαγαζιά που πουλούσαν χονδρική, σήμερα πού είναι; Το μόνο που βλέπεις είναι

Πακιστανούς, Ινδούς και τελευταία Κινέζους οι οποίοι έχουν σαρώσει την αγορά

του ρούχου».

Λαδόκολλα και συμπάθεια

Το «Δίπορτο» του Δημήτρη Κολιολιού έχει κρατήσει αναλλοίωτο το ύφος του από

τις αρχές του προηγούμενου αιώνα

Ο κυρ Δημήτρης Κολιολιός, ιδιοκτήτης του ιστορικού «Δίπορτου» (κάποιοι λένε

ότι είναι η «υπόγεια η ταβέρνα» του Βάρναλη), ξέρει πολλούς επώνυμους

Αθηναίους (πολιτικούς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους) οι οποίοι κατά καιρούς

βρίσκουν «μες στην υπόγεια την ταβέρνα» το ιδανικό μέρος για ένα μεσημεριανό

«μπρέικ». Λαδόκολλα, τσίκνα από τηγανητό ψάρι, ρεβίθια και βαρέλια με καλή

ρετσίνα είναι τα χαρακτηριστικά του μαγαζιού του, που έχει διατηρήσει

αναλλοίωτο το ύφος του από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ώσπου να πω κιχ,

βλέπω μπροστά μου ένα πιάτο γεμάτο ρεβίθια, ένα καρτούτσο ρετσίνα και σαρδέλα

τηγανητή. Τι θυμάται, άραγε, από τα τέλη του ’50, όταν ήταν ακόμη «ο μικρός»,

που βοηθούσε το τότε αφεντικό του «Δίπορτου»; «Θυμάμαι τις σούστες που γέμιζαν

εμπορεύματα, τυριά, πατάτες, τα πάντα, κι έφευγαν από ‘δω για να εφοδιάσουν

διάφορες περιοχές της Αθήνας», λέει.

«Εναλλακτικές» γκαλερί, μοδάτα στέκια

Την Πλατεία Θεάτρου και τους δρόμους γύρω από την Κεντρική Αγορά επέλεξαν για

έδρα πολλές ανήσυχες και εναλλακτικές γκαλερί όπως το Breeder Project επί της

οδού Ευμορφοπούλου (πάνω)

Σούστες, τυριά, πατάτες και κινέζικα φανάρια στην περιοχή που επέλεξε να

μετοικίσει η πιο ανήσυχη και εναλλακτική πλευρά των γκαλερί;

The Breeder Project επί της οδού Ευμορφοπούλου (που βγάζει στην Πλ.

Κουμουνδούρου), A. Antonopoulou στην Αριστοφάνους, Lab Art Projects επί της

Μιαούλη, Diana Gallery Down Town πάνω στην Βαρβάκειο Αγορά και πάει

λέγοντας…

Για την νέα κοινότητα της τέχνης που διαχέεται σιγά σιγά ανάμεσα στα

πακιστανικά μπακάλικα και τα ινδικά εστιατόρια μου μίλησε ο Κωνσταντίνος

Ζουγανέλης, ιδιοκτήτης του «τρέντι» Guru, στέκι εδώ και 6 χρόνια των

εκλεπτυσμένων οπαδών της ταϊλανδέζικης κουζίνας και των «εναλλακτικών» λάιβ

που οργανώνει στο μαγαζί του κάθε Δευτέρα.

Το Guru βρίσκεται επί της Πλατείας Θεάτρου, απέναντι απ’ το «Δίπορτο», δίπλα

σχεδόν στην ιστορική ταβέρνα «Κληματαριά». Από την είσοδό του βλέπεις λοξά

(στην Μενάνδρου) το Pak-Indian Cafe & Restaurant, και απέναντί του

δεσπόζει το τεράστιο κτίριο της Διπλαρειου Σχολής, τη θέση της οποίας

καταλάμβανε κάποτε το πρώτο θέατρο της Αθήνας, το λεγόμενο θέατρο του

Μπούκουρα (λειτούργησε από το 1838 ώς το 1890).

Ο Κωνσταντίνος, που είναι και μουσικός, θα μας μιλήσει για την ατμόσφαιρα των

γκαλερί, τους νεοφερμένους που ίδρυσαν το «Οξύμωρον» στο ίδιο κτίριο που

στεγάζεται και το Breeder – η Μαρίνα Φωκίδη και ο Αλέξανδρος Στάκας θέλουν να

στήσουν ένα ψηφιακό αρχείο Ελλήνων καλλιτεχνών αλλά και να οργανώσουν

καλλιτεχνικές παρεμβάσεις σε διάφορους χώρους – για το νέο «community» που

δημιουργείται σιγά σιγά στην ευρύτερη περιοχή της Πλατείας Θεάτρου.

Θα γίνει άραγε αυτό το νέο Σόχο της Αθήνας; «Μάλλον για νέα Τσάινα Τάουν το

βλέπω, αλλά είναι ακόμη νωρίς», λέει. «Εξαρτάται πώς θα εξελιχθεί». «Πάντως» –

το ξεκαθαρίζει – «εδώ ζούμε μια εντελώς άλλη πραγματικότητα απ’ αυτή που ζει

το Ψυρή. Και ακριβώς αυτή είναι η αξία αυτής της γειτονιάς. Το ότι δεν έχει

αναβαθμιστεί. H πλατεία αυτή σε ταξιδεύει στο χρόνο».

«Σίγουρα αυτή η γειτονιά έχει μια ιδιαίτερη γλύκα», λέει ο Περικλής Σπυρίδου,

ιδιοκτήτης της «Κληματαριάς». Όμως φαίνεται κάπως ανήσυχος με το θέμα των

μεταναστών. «Οι μετανάστες, Πακιστανοί και Ινδοί κυρίως, είναι ήσυχοι σε

ιδιοσυγκρασία και δεν δημιουργούσαν προβλήματα. Αλλά τώρα πια είναι πάρα

πολλοί… Τις Κυριακές, ας πούμε, μαζεύονται έξω από δω 3.000 άτομα, καμιά

φορά τσακώνονται μεταξύ τους, κάποιοι είναι άνεργοι, κάποιοι άλλοι έχουν

θρησκευτικές διαφορές…».

Φιλία, ίσως, με κάποιους που έχουν τα μαγαζιά τους στην περιοχή; «Δεν νομίζω

ότι τους απασχολεί το θέμα ιδιαίτερα», λέει ο Κωνσταντίνος Ζουγανέλης. «Ας

πούμε ότι οι πολιτισμοί κρατούν τους ανθρώπους σε απόσταση».

Πιο ευρεία η ματιά του εικαστικού καλλιτέχνη Δημήτρης Ντοκατζής, που είχε

παρουσιάσει δουλειά του με θέμα «Κεντρική Αγορά» στην γκαλερί Breeder. «Καθώς

Έλληνες και ξένοι συναλλάσσονται καθημερινά στον συγκεκριμένο χώρο,

επιτυγχάνουν χωρίς αυτό να είναι στις προθέσεις τους την «ανταλλαγή των

ταυτοτικών στοιχείων τους», τα οποία όμως φαίνεται να εξαφανίζονται προς

στιγμή. Αυτό έχει ως επακόλουθο την εμφάνιση προϋποθέσεων που θα δημιουργήσουν

μια νέα δυναμική μεταξύ του τοπικού και του ξενόφερτου με αποτέλεσμα οι

προκαταλήψεις και οι εμμονές να αντικατασταθούν από κατανόηση, ανεκτικότητα

και αποδοχή».

Ο χαμογελαστός κουρέας

Ο Ινδός υπάλληλος και κολλητός φίλος του Πακιστανού Amir, επί το έργον στο

κουρείο του δεύτερου

Καθώς απομακρύνομαι από την πλατεία σταματώ προς στιγμήν στο κουρείο του Amir

από το Πακιστάν, στην οδό Μενάνδρου, νοητά πίσω από την Διπλάρειο Σχολή. Είναι

24 ετών, την τέχνη την έμαθε από τον αδελφό του, έχει τέσσερα χρόνια στην

Ελλάδα. Μιλάει σπασμένα αγγλικά και χαμογελάει διαρκώς. Θα μου επιτρέψει να

του βγάλω μια φωτογραφία ίσως; «Νο φότογκραφ, Noοο, Noοο». Εντάξει, «Νο

φότογκραφ». Το κουρείο να το φωτογραφίσουμε; «Να, βγάλε εκείνον εκεί τον Ινδό

στο βάθος. Ο Ινδός εκείνος είναι my best friend», λέει.

Μπα! Ινδοί και Πακιστανοί μαζί; Εμείς άλλα ακούμε από τις ειδήσεις.

«Πακιστανοί και Ινδοί ένα πράγμα», λέει ο Amir. «Άσε τι σου λένε οι ειδήσεις».

Και οι Έλληνες;

«Καλοί και οι Έλληνες. Καμιά φορά έρχονται και κουρεύονται εδώ».

H εμπειρία της πολυπολιτισμικής πόλης

«Αν σκεφτούμε ότι οι Έλληνες όρισαν την ταυτότητά τους πάνω στη διαφορά με ένα

ομοιογενές εξωτερικό που ήταν οι βάρβαροι, αλλά και το ότι το νέο Ελληνικό

Κράτος του 19ου αιώνα στηρίχθηκε στην εθνική ομοιογένεια, είναι πολύ φυσικό

σήμερα, που άλλαξαν τα δεδομένα, να μην μπορούμε να προσαρμοστούμε εύκολα στη

νέα πραγματικότητα. Μέχρι τη δεκαετία του ’90 δεν υπήρχε η εμπειρία του

«ξένου» στοιχείου. Ξαφνικά είδαμε να εισρέουν χιλιάδες μετανάστες, να

δημιουργείται μια νέα πόλη μέσα στην πόλη κι αυτό μας βρήκε απροετοίμαστους.

Είναι η άμυνά μας, ο φόβος του ξένου, του «διαφορετικού»», λέει στα «NEA» η

συντονίστρια του δικτύου Αρχιτεκτονικής του Δήμου Αθηναίων Μαρία Θεοδώρου.

«Μέχρι τώρα βλέπαμε τον εαυτό μας σαν ένα φιλόξενο λαό που όμως δεν είχε την

εμπειρία της συνύπαρξης με «το άλλο». Και εξ άλλου αν αναλύσουμε την λέξη

«φιλοξενία» με την αρχαία της έννοια, θα δούμε ότι είχε συγκεκριμένο

τελετουργικό στο οποίο έπρεπε να προσαρμοστεί και να το ακολουθήσει κατά

γράμμα ο φιλοξενούμενος. Ο οικοδεσπότης είχε το αναμφισβήτητο δικαίωμα να

θέτει τους όρους…»

Τώρα όμως μιλάμε για κάτι εντελώς διαφορετικό…

«Βέβαια. Τώρα μιλάμε για νέα δεδομένα και για επαναπροσδιορισμό όλων αυτών που

μέχρι στιγμής θεωρούσαμε αυτονόητα. Αυτό είναι κάτι πολύ δημιουργικό, πολύ

ζωντανό. Μπαίνουν διαρκώς καινούργια θέματα στο τραπέζι που μας αναγκάζουν να

ανατρέψουμε τα όριά μας. Ο μέσος Αθηναίος δοκιμάζει την εμπειρία της

πολυπολιτισμικής πόλης, κατανοεί, και δημιουργεί νέα εργαλεία για την

διαμόρφωση της πόλης του».