Μανώλης Μητσιάς (μαζί με Ελένη Δήμου και Αργυρώ Καπαρού) στις χώρες της

σάλσα, της σάμπα και του τάνγκο. Συναυλίες στη Λατινική Αμερική, που η καρδιά

της χτυπά και σε ρυθμό… ελληνικό

Ένα ταξίδι αποκαλύπτει πάντα νέους, άγνωστους κόσμους. Το μουσικό ταξίδι με

τον Μανώλη Μητσιά (και την Ελένη Δήμου και την Αργυρώ Καπαρού), που οργάνωσαν

και στήριξαν το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού και τα υπουργεία Εξωτερικών,

Πολιτισμού και Οικονομίας, μας αποκάλυψε τις «άγνωστες» ελληνικές κοινότητες,

που αναπνέουν και μεγαλουργούν – σε αρκετές περιπτώσεις – στην οικονομικά

καταπιεσμένη, ασθμαίνουσα Λατινική Αμερική. Κάπου 10.000 χιλιόμετρα μακριά από

τη μητέρα πατρίδα και τουλάχιστον πέντε – έξι δεκαετίες μετά την πρώτη

εγκατάσταση, στα χρόνια της μετανάστευσης από την Ελλάδα.

Το ταξίδι μάς έφερε κοντά σε κοινότητες όπως εκείνη του μακρινού

Μοντεβιδέο (στην Ουρουγουάη, τον «ποταμό των πολύχρωμων πουλιών», που σημαίνει

το όνομα στη γλώσσα των Ινδιάνων Γουαρανί), που μαζί με το δραστήριο Ίδρυμα

Μαρία Τσάκου όχι απλώς διδάσκει τα Ελληνόπουλα τρίτης και τέταρτης γενιάς,

αλλά και χιλιάδες ντόπιους. Ακούγεται απίστευτο, αλλά πάνω από 4.000

Ουρουγουανοί – σε μια χώρα που αριθμεί 3.300.000 κατοίκους – έμαθαν ελληνικά

(ακόμη και έθιμα, τραγούδια ή χορούς!) στα 25 χρόνια που μετρά το Ίδρυμα

Τσάκου. «Είναι ζήτημα πολιτισμού. Και ο ελληνικός πολιτισμός εκτιμάται πολύ

από τους κατοίκους της Ουρουγουάης. Γι’ αυτό και θέλουν να μάθουν τη γλώσσα»,

εξηγεί στα «NEA» σε πραγματικά άπταιστα ελληνικά η Μαργκαρίτα Λαριέρα,

διευθύνων σύμβουλος του Ιδρύματος (και άλλοτε μαθήτριά του). Και αυτό σε μια

πόλη που έχει «πλατεία Αθήνας» και «οδό Ελλάδας»…

Ακόμη, το μουσικό ταξίδι (σύνολο: πάνω από 30.000 χιλιόμετρα!) μαζί με

τον Μανώλη Μητσιά έγινε η αφορμή να ξετυλιχθεί η ελληνική – ναι, η ελληνική –

ιστορία του Παναμά (μια χώρα 3.000.000 κατοίκων), όπου μέλη της δραστήριας

οικογένειας Λιακόπουλου ανακάλυψαν ελληνικά ονόματα έως και στα μέσα του 19ου

αιώνα, στα θύματα του φονικού κίτρινου πυρετού, ενώ ελληνικό (από την Κάσο)

ήταν και το όνομα του πρώτου καπετάνιου που διέσχισε το 1914 την περίφημη

Διώρυγα. Ο Παναμάς είχε ελληνικής καταγωγής πρόεδρο (τον Δημήτριο Λάκα, από το

1969 έως το 1978) και μέχρι πρόσφατα Έλληνα υπουργό Παιδείας (τον Δημήτριο

Θαλασσινό). Και παρά το – σχετικά – ολιγάριθμο της ελληνικής κοινότητας (κάπου

700 – 800 νωματαίοι), όπως και στην Ουρουγουάη, οι Έλληνες ανήκουν παραδοσιακά

στις «ιδρυτικές» κοινότητες των νεόκοπων ουσιαστικά χωρών (ο Παναμάς γιορτάζει

στις 3 Νοεμβρίου τα 100χρονά του) και έχουν δύναμη παρέμβασης οικονομικής,

πολιτικής, κοινωνικής, αλλά και πολιτιστικής στις νέες τους πατρίδες.

Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που τιμήθηκε από τον δήμαρχο του Παναμά, Χουάν

Κάρλος Ναβάρο (ο οποίος λέγεται πως προαλείφεται ως επόμενος πρόεδρος της

χώρας), ο αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού – και πρόεδρος

Βορείου και Νοτίου Αμερικής – Χρήστος Τομαράς, με το κλειδί της πόλης του

Παναμά. «Μας υπολογίζουν πολύ εδώ», εξηγούσε ο ομογενής Γιώργος Λιακόπουλος,

ιδιοκτήτης επιτυχημένης αλυσίδας εστιατορίων.

Το ελληνικό τραγούδι και οι λειτουργοί του τιμήθηκαν αντιστοίχως ως

πρεσβευτές της μητέρας πατρίδας και στις δύο μεγαλύτερες κοινότητες της Νοτίου

Αμερικής, όπου τους έφερε η μουσική περιοδεία: της Αργεντινής και της

Βραζιλίας.

Στο Μπουένος Άιρες του τάνγκο και των 11 εκατομμυρίων κατοίκων (που

πρόσφατα χτύπησε αλύπητα το οικονομικό κραχ), με τις δέκα ελληνικές

κοινότητες, τις 10.000 ελληνικές ψυχές, τα σχολεία για τα Ελληνόπουλα, αλλά

και για τους Αργεντινούς, το Ίδρυμα Θεοδόσιος Μαραγκός, που δρα 25 χρόνια

τώρα, την επιτυχημένη ραδιοφωνική εκπομπή του – τρίτης γενιάς – επιχειρηματία

Έκτορα Μαραγκού στα ισπανικά και ελληνικά και το νεώτερο ελληνικό

ραδιομαγκαζίνο «Antamossi», θυμούνται ακόμη τις πρώτες ελληνικές συναυλίες,

όπως του Μίκη το 1974. «Είμαστε όμως πια ορφανοί από τέτοιες βραδιές, όπως

τούτη με τον Μανώλη Μητσιά και τους συνεργάτες του», παρατηρεί ο Μάριος

Παναγόπουλος. «Θέλουμε πολύ να αναπτύξουμε σχέσεις με την πατρίδα, κάτι

καινούργιο, γιατί το χάνουμε αυτό που είχαμε…».

Τέλος, στο τεράστιο και εντυπωσιακά σκοτεινό Σάο Πάολο των 20 εκατομμυρίων

κατοίκων, των 30.000 Ελλήνων (πάνω από 50.000 αριθμούν στην αχανή Βραζιλία),

της εμφανέστατης φτώχειας (δύο εκατομμύρια ζουν στις θλιβερές «φαβέλες» –

παράγκες του Σάο Πάολο και 6 εκατομμύρια στη χώρα των 170 εκατομμυρίων

κατοίκων, με άλλα 20 εκατομμύρια «ακατάγραπτους»!) ο πρόεδρος της κοινότητας

Νικόλας Παπαδημητρόπουλος τόνιζε ότι οι Έλληνες δεν έχουν καμφθεί από την

μεγάλη οικονομική κρίση.

Επιμένοντας να στραφεί το βλέμμα και στις «φαζέντες» ή τις φάρμες-τσιφλίκια

και στα «παλάτια που έχουν χτιστεί, όχι μόνον στις φαβέλες της Βραζιλίας». Τι

κι αν δεν είναι τούτη η εικόνα που βλέπουν οι Έλληνες της Λατινικής Αμερικής ή

και οι ταξιδιώτες…

Χόρεψαν Μάνο Χατζιδάκι!

Στις τέσσερις συναυλίες του Μανώλη Μητσιά, της Ελένης Δήμου και της Αργυρώς

Καπαρού στη Λατινική Αμερική δεν έλειπαν οι εκπλήξεις. Και πάντως οι

αντιδράσεις της ομογένειας πέραν του αναμενόμενου. Διότι μπορεί να κρατούν οι

Έλληνες της Λατινικής Αμερικής την επαφή τους με την εδώ μουσική παραγωγή

(ακόμη και με τα πρόσκαιρα σουξέ), αλλά με Μάνο Χατζιδάκι χόρεψαν (με τον

«Τσάμικο» ή τον «Μπάλο» του!), τη «Μικρή Ραλλού» σιγοψιθύρισαν, το «Της

δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» του Μίκη Θεοδωράκη τραγούδησαν και με την

«Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη μεράκλωναν στο φινάλε κάθε

συναυλίας. Και το «1922» του Δήμου Μούτση ή το «Ποτέ (δεν θα μπω σ’ άλλο

σώμα)» του Σταμάτη Κραουνάκη παρήγγειλαν στον Μανώλη Μητσιά. Με το «Θα πιω

απόψε το φεγγάρι» (και εντυπωσιακές επιδείξεις χασάπικου στους διαδρόμους της

εκάστοτε αίθουσας) και το «Τι σού’ κανα και πίνεις» των Πλέσσα – Παπαδόπουλου

ξεσηκώθηκαν στο πρόγραμμα της Ελένης Δήμου.

Και στο «Άσπρο Περιστέρι» του Χατζιδάκι χειροκρότησαν θερμά την Αργυρώ

Καπαρού.

Και καθώς, όπως έλεγε ο ομογενής Μάριος Παπαδόπουλος οι Έλληνες της

Λατινικής Αμερικής είναι «ορφανοί από τέτοιες εκδηλώσεις», κάποιοι έκαναν και

μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα για να ζήσουν τη συγκίνηση μιας «συναυλίας από την

Ελλάδα» – όπως τις αποκαλούσαν. Όπως μια ελληνική οικογένεια που πέταξε πάνω

από 3.000 χιλιόμετρα, από το Περού για την Αργεντινή, μόνο για τη μουσική βραδιά!