Ένα προϊστορικό τέρας υπόσχεται την κάθαρση

Κάμερες παρατεταγμένες, μπουλντόζες επίσης, η μία εξ αυτών διαθέτει εκείνη την

τεράστια δαγκάνα με την οποία επιτίθεται καταφέρνοντας το λυτρωτικό χτύπημα

στο αίσχος του παραθαλάσσιου αυθαιρέτου. Νέο σύμβολο της θριλερικής οπερέτας

των αυθαιρέτων έχει γίνει ένα θερινό μπαρ. Θα πέσει, δεν θα πέσει; Παράνομο

λένε, να κατεδαφιστεί. «Ωραίο είναι, κατεβαίναμε εδώ οι γείτονες και κάναμε το

μπανάκι μας, βάζαμε την πετσέτα εδώ στην ξύλινη προβλήτα, κρίμα να το ρίξουν»,

έχει διαφορετική άποψη κάτοικος της περιοχής, που και αυτή καταγράφεται. Στον

ορυμαγδό των καταγγελιών όμως, την προσπερνάμε. Δεν είναι ώρα να ασχοληθούμε

με το τοπίο που θα αφήσουν τα ερείπια.

Στην τηλεοπτική πρωινή κουζίνα, το μπρέκφαστ συμπεριλαμβάνει συζητήσεις

περί αυθαιρέτων και πλάνα. Οι πρώτες ατέρμονες, αδιέξοδες. H υπόθεση της

αυτοκτονίας της Ρουμπίνης Σταθέα ρίχνει ακόμα βαριά τη σκιά της, αν και

προσπαθούν να την αποφύγουν στις συζητήσεις για να επικεντρωθούν στο πρόβλημα.

Τα πλάνα, από την άλλη, έχουν τη δική τους γλώσσα. Δοκάρια ξηλωμένα, από κάτω

η άμμος πατημένη, ένα γιαπί στο βάθος. Ίσως οι εικόνες της καταστροφής του

ονείδους να προσφέρουν το αίσθημα της κάθαρσης. Να παταχθεί η παρανομία, να

γκρεμιστούν τα αυθαίρετα. Να ξαναγίνει η φύση αυτό που ήταν. Τι ήταν; Ποιος

θυμάται κάτω από τις πολιτείες που έχουν κτιστεί, από τις μάντρες και τους

τοίχους, τι υπήρχε;

Αυτές τις ώρες οι προβολείς πέφτουν στην αυθαιρεσία, στο απάνθρωπο

πλέγμα γραφειοκρατίας, λαδωμάτων, παρανομίας και αυθαιρεσιών, πολιτικής

ολιγωρίας και λαϊκής ανάγκης, αλαζονείας εκείνων που διέθεταν τα μέσα, και

διαπλεκόμενων αρμοδιοτήτων. Το φοβερό μπέρδεμα τροφοδοτεί συζητήσεις χωρίς

αποτέλεσμα. «Κάναμε έργο», λένε οι κυβερνητικοί. «Δεν κάνατε τίποτα,

πριμοδοτήσατε την αυθαιρεσία», καταγγέλλουν οι αντιπολιτευόμενοι. Τα

επιχειρήματα ωστόσο είναι ισχυρά και από τις δύο πλευρές. Είναι τόσο πολύπλοκο

το θέμα, που τελικώς ουδείς φταίει ώσπου ένα ακραίο γεγονός να απαιτήσει την

κίνηση των μόνων αποδεκτών και τιμώμενων μηχανισμών της δημοκρατίας, εκείνους

της Δικαιοσύνης. Όσο εκείνοι κινούνται, οι υπόλοιποι οφείλουν να σιωπούν. Και

σιωπούν, φλυαρώντας στα τηλεοπτικά πάνελ. Το αληθινό πρόβλημα μετατρέπεται σε

ντεκόρ του τηλεοπτικού μπλα, μπλα. Και για του λόγου το αληθές, σε όλες τις

πρωινές συζητήσεις οι απευθείας συνδέσεις με τον τόπο όπου αναμένεται η

εκτέλεση μιας ακόμη καθαρτικής κατεδάφισης είναι συνεχείς, ενώ σε ηλεκτρονικό

παράθυρο δίπλα από τα πρόσωπα των αντιπαρατιθέμενων πολιτικών και αρμοδίων

φιγουράρουν οι εικόνες της δαγκάνας σε αναμονή. Της δαγκάνας που θα σώσει την

τιμή του έθνους και τη μνήμη ενός ανθρώπου που οδηγήθηκε στην αυτοκτονία από

αυτόν τον εφιάλτη. Της δαγκάνας. Στο φως αυτή, σαν προϊστορικό τέρας ο ερχομός

του οποίου συμβολίζει τη νίκη της φύσης επί της αυθαίρετης δόμησης, τη νίκη

του νόμου και της τάξης επί του χάους.

Αυτή, η δαγκάνα του προϊστορικού τέρατος θα φωτίσει και τον κόσμο της

σκιάς, όπου οι ισχυροί πλούτου και πολιτικής «πιέζουν». Ποιοι είναι αυτοί;

Τους «κατονόμασε» ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος με την αναγνωρισμένη σαφήνειά του

στο δελτίο ειδήσεων του Alpha, «επιχειρηματίες, πολιτικοί, διάφοροι ισχυροί,

ξέρουν αυτοί». Στη σκιά υπάρχει συνωστισμός. Στο φως δυσκολευόμαστε. Εκεί

αναλαμβάνει η μπουλντόζα με τη δαγκάνα της, ιδανική εικόνα-ντεκόρ στις πρωινές

συζητήσεις. Όσο για τις νοοτροπίες;

Τις εξέφρασε θαυμάσια ο δήμαρχος της Βουλιαγμένης κ. Κασιδόκωστας στον

Γιώργο Αυτιά: «Γιατί πάνε οι μπουλντόζες και ρίχνουν έναν παραθαλάσσιο τοίχο,

ενώ η κυβέρνηση από την άλλη νομιμοποιεί τους καταπατητές δασών»; Είναι το

σύνηθες δίλημμα του έθνους. Αφού δεν σώζεται το όλον, θα σώσουμε το μέρος;

Έφοδος, να καταπατήσουμε το σύμπαν. Όποιος προλάβει και ανάλογα με το θράσος

του.

Ως εκ τούτου, απομένει στη μηχανική δαγκάνα να περισώσει την τιμή του έθνους,

της πολιτικής και της καταγγελτικής δημοσιογραφίας. Όλοι οι προβολείς πάνω

της. Στην τρομερή θέα της, πού θα πάει θα καμφθεί και το θράσος έτσι δεν είναι;