«Υπάρχουν νομικά και ηθικά όρια, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές

επιπτώσεις από τις εφαρμογές της βιογενετικής. Είναι απόλυτη ανάγκη η

προστασία της γενετικής ταυτότητας, για να αποφευχθούν κοινωνικές και

οικονομικές διακρίσεις», τόνισαν επιστήμονες από την Ευρώπη και τη Βόρεια

Αμερική που βρέθηκαν στην Αθήνα να συζητήσουν για την βιοτεχνολογία και την

βιοηθική. Στην ένθετη φωτογραφία, ο καθηγητής κ. Σπύρος Σημίτης

Στο κατάμεστο και εντυπωσιακό αμφιθέατρο του νέου κτιρίου διοίκησης της

Εθνικής Τράπεζας, στην οδό Ερμού, Έλληνες και ξένοι ερευνητές, καθηγητές,

πανεπιστημιακοί, φοιτητές, εκπρόσωποι περιβαλλοντικών οργανώσεων, είχαν την

ευκαιρία να συμμετάσχουν σ’ έναν ανοιχτό διάλογο γύρω από τη μέχρι σήμερα

εξέλιξη, τις προοπτικές αλλά και τους νέους φόβους ή τα προβλήματα που

δημιουργούν οι εφαρμογές της βιοτεχνολογίας και της βιογενετικής. Διοργανωτές,

το υπουργείο Πολιτισμού και η Πολιτιστική Ολυμπιάδα, ενώ συντονιστής και

υπεύθυνος για το πρόγραμμα ήταν ο κ. Σπύρος Σημίτης, καθηγητής στη Νομική

Σχολή του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης και πρόεδρος της γερμανικής Επιτροπής

Βιοηθικής. Ο κ. Σημίτης τόνισε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη της πληροφόρησης και

συμμετοχής του κοινού σ’ έναν διάλογο που «εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να

μείνει μεταξύ των εμπειρογνωμόνων ή των εκπροσώπων ενός Κοινοβουλίου, δεν

μπορεί να αναζητήσει απαντήσεις μέσα σε εθνικά σύνορα αλλά πρέπει να έχει

διεθνή προσανατολισμό».

Στους νέους χάρτες της γνώσης και τις εντυπωσιακές επαναστάσεις που

φέρνει η βιοτεχνολογία και η σύγκλιση της βιολογίας με την ιατρική, τη

βιοχημεία και την επιστήμη των υπολογιστών, αναφέρθηκε ο κ. Χαράλαμπος

Σαββάκης, καθηγητής Μοριακής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ο ίδιος μίλησε

για τις μοναδικές ανακαλύψεις της τελευταίας δεκαετίας, με αποκορύφωμα την

αποκωδικοποίηση του ανθρωπίνου γονιδιώματος, «οι οποίες γεννούν νέες

προκλήσεις και μαζί ελπίδες για νέες θεραπείες και για τη δημιουργία φαρμάκων

ικανών να αντιμετωπίσουν γενετικές ανωμαλίες ή να προλάβουν επικίνδυνες

ασθένειες».

Ναι, αλλά εντός ορίων, απάντησε ο Γάλλος πρόεδρος της Επιτροπής Ηθικής για την

Υγεία και τις Βιολογικές Επιστήμες Ντιντιέ Σικάρ, ο οποίος σημείωσε πως «στην

εποχή μας οι ορμόνες και οι νευροδιαβιβαστές τείνουν να αντικαταστήσουν το

Θεό. Παίρνουμε ένα φάρμακο για εκείνο, ένα για το άλλο κι αναγνωρίζουμε ως

σύγχρονους φιλοσόφους τους… βιολόγους». Ο ίδιος τόνισε την ανάγκη να λυθεί η

σύγχυση που μπερδεύει την εργαστηριακή εμπειρία με την πραγματικότητα, το

φαινότυπο με τον γονότυπο ή που οδηγεί στην πεποίθηση ότι το ανθρώπινο σώμα

λειτουργεί ως ηλεκτρονικός υπολογιστής ή ότι ένα γονίδιο μπορεί να εξηγήσει

χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς όπως ο εγωισμός, ο

συναισθηματισμός, η παράνοια».

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, με στόχο να αναδείξει τον προβληματισμό

του, ανέφερε ο Στίβεν Ρόουζ, καθηγητής Βιολογίας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο

Milton Keynes του Λονδίνου: «Σε πρόσφατη έκθεσή του, ο Παγκόσμιος Οργανισμός

Υγείας ανέφερε πως η παγκόσμια επιδημία του μέλλοντος θα είναι αυτή της

κατάθλιψης. Άραγε, πού θα πρέπει να αναζητήσουμε τη θεραπεία; Στη γενετική;

Στα γονίδιά μας ή στις μεταξύ μας προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις»;

H καθηγήτρια Ιατρικής Βιοτεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, Ρεγγίνα

Κόλεκ, αναφέρθηκε στους κινδύνους από την εμπορευματοποίηση της

βιοτεχνολογίας, από την εμπορική εκμετάλλευση της βιογενετικής έρευνας και των

αποτελεσμάτων της. Επεσήμανε τις πιθανές κοινωνικές επιπτώσεις, ενώ

υπογράμμισε τα προβλήματα που δημιουργούν οι πατέντες σε γονίδια και ιστούς:

«Όχι μόνο θέτουν σε κίνδυνο την προστασία της γενετικής ταυτότητας και των

προσωπικών δεδομένων κάθε πολίτη, αλλά οριοθετώντας τη διακίνηση της

επιστημονικής πληροφορίας περιορίζουν την ίδια την επιστημονική έρευνα».

Απαγορεύσεις και ρίσκα

Την άμεση σχέση προστασίας προσωπικών δεδομένων και προστασίας της

γενετικής ταυτότητας (η οποία προβλέπεται στο νέο ευρωπαϊκό Σύνταγμα που

συζητείται στις Βρυξέλες και η οποία επιβάλλεται από την ίδια την άμεση σχέση

μεταξύ πληροφορικής και γενετικής), υπογράμμισε επίσης ο κ. Σπύρος Σημίτης,

ενώ η Μπάρτα Μαρία Κνόπερς, καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του

Μόντρεαλ αναφέρθηκε στα νομολογικά προβλήματα και τις δημοσιονομικές δυσκολίες

που αντιμετωπίζουν πολιτικοί, νομοθέτες και μέλη επιτροπών βιοηθικής, όταν

καλούνται να προτείνουν νομοθεσία γύρω από τις βιοτεχνολογικές έρευνες και τις

εφαρμογές τους. «Είναι εύκολο να θεσπίσεις μία νομοθεσία που απλά θα

απαγορεύει», ανέφερε η Μπάρτα Μαρία Κνόπερς. «Είναι όμως εξαιρετικά επικίνδυνο

να ελέγξεις την τεχνική με μία νέα τεχνική. Ρισκάρεις να χάσεις τεχνολογίες

και εφαρμογές που μπορεί, στο πολύ κοντινό μέλλον, να αποδειχθούν σωτήριες, επαναστατικές».