Ο Δημήτρης Καταλειφός καταβυθίστηκε στον απελπισμένο λόγο του Μπέκετ «H

τελευταία μαγνητοταινία του Κραμπ». Ο Κώστας Καζάκος έδωσε δείγματα της

πλήρους πλέον τεχνικής και συναισθηματικής του ετοιμότητας στον μονόλογο του

Γ. Μανιώτη «Μαθήματα Υποκριτικής». Και ο Μιχάλης Μητρούσης επέλεξε τον

αποκαλυπτικό μονόλογο του Μαρκ Τουέιν, τον «Μονόλογο του Βασιλιά Λεοπόλδου»

Ο περυσινός νεότευκτος θεσμός των θεατρικών μονολόγων που προικοδότησε η

Πολιτιστική Ολυμπιάδα και φέτος διπλασίασε τις παραγωγές με την ευχή να γίνει

πάγιος θεατρικός χώρος άμιλλας, άνοιξε μια πολύ ωραία και γόνιμη επικοινωνία

ανάμεσα στο θεατρόφιλο κοινό και τους δημιουργούς.

Εκ των πραγμάτων δεν μπορεί κανείς να παρακολουθήσει όλο το πρόγραμμα. Σ’ αυτό

το πρώτο σημείωμα θα περιοριστώ στους άνδρες μονολογούντες ηθοποιούς, όσους

μπόρεσα να δω. H επιλογή έχει να κάνει με τις πρόσφορες συνθήκες, τις βολικές

ημερών και ωρών παραστάσεις, και όχι με τα πρόσωπα, τα οποία τιμώ ανεξαιρέτως

και λυπάμαι που δεν μπόρεσα να ανταποκριθώ στις επιθυμίες μου και, βέβαια,

στην περιέργειά μου.

Ο Δημήτρης Καταλειφός καταβυθίστηκε στον απελπισμένο λόγο του Μπέκετ. «H

τελευταία μαγνητοταινία του Κραμπ» είναι ένα ρέκβιεμ πάνω στη μοναξιά, στο

γήρας και στη νοσταλγία της νιότης. Έχω με τον Μπέκετ μια έμμονη ιδέα, την

οποία μάλιστα έχω επεξεργαστεί και στη διάλεξή μου (1972) με τίτλο «Αισχύλος

και Μπέκετ», ότι ο τελευταίος τραγικός του θεάτρου ακροθιγώς αλλά πυρηνικά εν

τέλει (έχει σημασία αν ψαύεις τον πυρήνα ή επιπολής τα πράγματα) παραπέμπει

στους Έλληνες τραγικούς. Στον μονόλογο του γέροντα Κραμπ ακούγεται όλη η ουσία

της σοφόκλειας διαθήκης στον Οιδίποδα στον Κολωνό.

H μαγνητοταινία λειτουργεί στον μονόλογο αυτόν σαν τα χορικά άσματα και

σαν τους αγγελιοφόρους ή τους εισβολείς που πολιορκούν και ταλανίζουν τον

ανέστιο γέροντα στον τόπο της εξορίας, που θα γίνει και ο τάφος του.

Απ’ όλα τα έργα του μεγάλου Ιρλανδού ο μονόλογος του Κραμπ είναι ο λιγότερο

απελπισμένος και περισσότερο λυρικός. Λιγότερο απελπισμένος γιατί εισβάλλει

στην ερημιά του γήρατος ο παράδεισος των αναμνήσεων της παρελθούσης ευτυχίας ή

και μιας παρηγορητικής ανθρώπινης επικοινωνίας και περισσότερο λυρικός γιατί

το παρελθόν καταυγάζει το ανήμπορο παρόν με μια ερωτική φωταψία και μια

ποιητική προσέγγιση της φύσης.

Ο Καταλειφός είναι σπουδαίος τεχνίτης, αλλά φοβάμαι πως υπακούοντας στην άκρως

νατουραλιστική προσέγγιση του σκηνοθέτη Πάνου Παπαδόπουλου έριξε το βάρος της

ερμηνείας στα φαινόμενα παραβλέποντας την ουσία. H χρόνωση της παράστασης

έγειρε προς την περιγραφή του ερειπίου αντί στην προβολή της ερημιάς. Ο

μονόλογος του Κραμπ δεν είναι ηθογραφία, είναι, και δεν παίζω με τις λέξεις,

Moralite.

Ο Κώστας Καζάκος έδωσε δείγματα της πλήρους πλέον τεχνικής και συναισθηματικής

του ετοιμότητας στον μονόλογο του Γ. Μανιώτη (με σκηνοθεσία του συγγραφέα)

«Μαθήματα Υποκριτικής». Ένας λεηλατημένος από την τέχνη του ηθοποιός και

δάσκαλος μυεί τους μαθητές, επίδοξους ηθοποιούς, στην ηθική του επαγγέλματος.

Θα έλεγα πως ο Μανιώτης αναπτύσσει σε βάθος και πλάτος το μάθημα του «Άμλετ»

και άρα και του Σαίξπηρ-ηθοποιού στους θεατρίνους- συναδέλφους του. Ο

μονόλογος του Μανιώτη είναι άκρως διδακτικός, ηθικής τάξεως και αισθητικής

ιδεολογίας.

Ο Καζάκος έπλασε ένα ολοκληρωμένο, βασανισμένο, σκαμμένο από απογοητεύσεις

αλλά και ηδονές αισθητικών επιτεύξεων πρόσωπο. Ήταν μια από τις ωριμότερες

δημιουργίες ενός ηθοποιού που έδειξε πως η εσωτερική τεχνική (η συναισθηματική

προίκα και ο έλεγχος του θυμικού) μέσα από τα εξωτερικά μέσα (τεχνική σήματος

και φωνής) είναι το ζητούμενο της υποκριτικής τέχνης. Έτσι το θεωρητικό μάθημα

από κείμενο έγινε σκηνικό ζωντανό παράδειγμα.

Ο Μιχάλης Μητρούσης επέλεξε έναν εξόχως επίκαιρο, συνταρακτικό και

αποκαλυπτικό μονόλογο του Μαρκ Τουέιν, τον «Μονόλογο του Βασιλιά Λεοπόλδου».

Αυτό το ιστορικό τέρας βασίλεψε στο Βέλγιο ως Συνταγματικός μονάρχης

(ελεγχόμενος από τη Βουλή) και στο Κονγκό ως Απόλυτος ελέω θεού Δυνάστης

(ασύδοτος και απάνθρωπος). Για το καουτσούκ (όπως σήμερα για το ουράνιο ή το

πετρέλαιο) έσφαξε, βίασε, ακρωτηρίασε μέσω των πραιτωριανών του 15 εκατομμύρια

ιθαγενών του Κονγκό.

Ο Δημοκράτης Τουέιν σε ένα ανελέητο, σαρκαστικό, απογυμνωτικό

παραλήρημα αποκαλύπτει τους μηχανισμούς που οδηγούν στις γενοκτονίες τα τέρατα

που αντλούν ισχύ από τον ιδιόκτητο θεό τους: τους Αττίλες, τους Χίτλερ, τους

Μποκάσα κ.λπ.

Ο Μητρούσης, ηθοποιός με έξοχο γκελ, κούρδισε τον τύραννο πάνω σε μια

καρικατούρα τύπου Μουσολίνι, Χίτλερ και Παπαδόπουλου. Είχε την τύχη να

σκηνοθετηθεί από τον ταλαντούχο και ευρηματικό Τάκη Σπετσιώτη, που με το

κείμενο του Τουέιν άνοιξε γόνιμο διάλογο και το χρησιμοποίησε ως υλικό

σεναρίου, Το εφιαλτικό τηλεοπτικό τοπίο-τείχος που ανέγειρε ως ντεκόρ έδωσαν

στο έργο του Αμερικανού δημοκράτη συγγραφέα μια σπαρταριστή επικαιρότητα.

Με χιούμορ και φαντασία

Το «Πορτραίτο του Όσκαρ Ουάιλντ» του Μακλιάμπρ παρουσίασε ο Γιάννης Φέρτης

Ο Γιάννης Φέρτης έπλασε στο έξοχο «Πορτραίτο του Όσκαρ Ουάιλντ» του Μακλιάμπρ

έναν ανεπανάληπτο σε χιούμορ, ρυθμούς, σκηνική φαντασία και ειρωνεία πίνακα.

Είχα την ευτυχία να δω το 1961 στην Αθήνα τον ίδιο τον Μακλιάμπρ να παίζει το

έργο του. ΄Ηταν ένας έξοχος ηθοποιός (ο Ιάγος στον «Οθέλλο, του Όρσον Ουέλς).

E! λοιπόν, νομίζω πως ο Φέρτης ήταν καλύτερος, πιο μετρημένος και πιο

ευφάνταστος χωρίς τον επιτηδευμένο εντυπωσιασμό του Μακλιάμπρ. H Αθανασία

Καραγιαννοπούλου, που μετέφρασε, σκηνοθέτησε και μουσικά επιμελήθηκε την

παράσταση, έδειξε άλλη μια φορά τη γόνιμη γνώση της, το μέτρο της και το

γούστο της.