|
|
|
|
Για άλλους τις κάνουν, άλλοι τις βλέπουν. Η δυστυχία να είσαι
πολιτικοποιημένος και σκεπτόμενος καλλιτέχνης. Αν υπάρχει μια ταινία που να
εικονογραφεί και να εξηγεί το περίφημο δοκίμιο της Φορεστιέρ «Οικονομική
φρίκη», αυτή δεν είναι άλλη από το «Ελεύθερος ωραρίου», του Λοράν Καντέτ. Ενός
από τους χαμηλόφωνους και τους πλέον ανήσυχους σκηνοθέτες της νέας γαλλικής
γενιάς. Και αν η επέλαση των χολιγουντιανών ζόμπι, των εξωγήινων και των
άλιεν, σε κάνουν να ανατριχιάζεις, τότε το μεγάλο δράμα και το μεγάλο ψέμα του
ήρωα του Καντέτ, ενός συνηθισμένου καθημερινού ανθρώπου, σε στέλνει
απροετοίμαστο στην επίγεια κόλαση.
Ο Βενσάν (Ορελιέν Ρεκουέν) είναι ο ζωντανός ορισμός της λευκής,
ευρωπαϊκής, ελπίδας. Οικογενειάρχης, με μια γυναίκα που λατρεύει και τον
λατρεύει και με τρία παιδιά που επίσης υπεραγαπά. Πέντε πλάσματα που
στεγάζονται σε ιδιόκτητη μονοκατοικία. Ο Βενσάν έχει όλα όσα ονειρεύεται κάθε
απόφοιτος οικονομικών επιστημών. Όλα εκτός από δουλειά. Μόλις απολύθηκε ύστερα
από έντεκα χρόνια σκληρής δωδεκάωρης εργασίας. Από στέλεχος εταιρείας
επενδύσεων, βρέθηκε στον δρόμο. Και το πρώτο πράγμα που του έρχεται στο μυαλό,
το πρώτο πράγμα που διαπράττει έτσι από ένστικτο, είναι να επινοήσει μια νέα
εργασία. Απίστευτο!
|
«Ελεύθερος ωραρίου». Στην καρδιά του η γυναίκα του, στην ψυχή του το μεροκάματο του τρόμου
|
Μα γιατί; Τόσο δύσκολο, τόσο ακατόρθωτο είναι να ομολογήσει μια τέτοια
αλήθεια; Σάμπως ο πρώτος ή ο τελευταίος απολυόμενος σ’ αυτόν τον κόσμο είναι;
Η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν άνεργο προλετάριο και σ’ έναν κατεστραμμένο
μεγαλοϋπάλληλο, είναι τα διόδια που χωρίζουν τον κόσμο της εργασίας στα δύο.
Από εδώ οι χαμάληδες, από εκεί οι προνομιούχοι. Αυτή είναι η πρώτη αυταπάτη.
Και απ’ αυτή την αυταπάτη αρχίζει το σκάλισμα της τρύπας. Απ’ αυτή τη φενάκη
αρχίζει να τυλίγεται γύρω από το λαιμό του το κουβάρι με το μεγάλο ψέμα. Γιατί
η συνειδητή πλευρά του Βενσάν αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα.
Γιατί αν συμφιλιωθεί μ’ αυτήν, τότε είναι σαν να κατεδαφίζει το οικοδόμημα και
να καίει ό,τι έβαλε μέσα σ’ αυτό. Γιατί τότε πρέπει να τα αντικαταστήσει όλα.
Την καταξίωση με την ταπείνωση, την κοινωνική υπεροχή με το ταμείο ανεργίας
και την αξιοπρέπεια με τον εξευτελισμό. Πρέπει να δεχθεί πως είτε χαμάλης είτε
γιάπης, είτε μεγαλοϋπάλληλος, όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουμε.
Έτσι ο Βενσάν… αυτοπροσλαμβάνεται σε μια υπηρεσία του ΟΗΕ με έδρα την
Ελβετία. Σε υψηλόμισθη θέση συμβούλου για την οικονομική ανάπτυξη των
τριτοκοσμικών και καθυστερημένων κουκίδων αυτού του πλανήτη. Πολύ βολικό γι’
αυτόν και για την αυταπάτη του. Μακριά από το αδιάκριτο βλέμμα της γυναίκας
του, αρχίζει να κτίζει έναν φανταστικό κόσμο. Να σκαλίζει μια μεγάλη τρύπα
παρέα με το αυτοκίνητο, τον δρόμο, τη νύχτα, τη μοναξιά και τη σφιγμένη καρδιά
του. Ο Βενσάν είναι ένας από τους χιλιάδες νεόπτωχους της Δυτικής
Αυτοκρατορίας. Ένας απ’ αυτούς που πιστεύουν πως μόνο το επίπεδο της δουλειάς
που κάνεις, σου εξασφαλίζουν σεβασμό, εκτίμηση και κοινωνική καταξίωση. Είμαι
στέλεχος, άρα υπάρχω. Κάπως έτσι ο Βενσάν σκαλίζει. Και όσο σκαλίζει, τόσο η
τρύπα μεταμορφώνεται σε τάφο. Και το ερώτημα που πλανάται, σαν θρίλερ
Πατρίσιας Χάισμιθ και υπαρξιακού τρόμου, είναι εφιαλτικό. Άραγε σ’ αυτόν τον
τάφο θα πέσει μόνος του ή θα συμπαρασύρει μαζί του και την οικογένειά του;
Μόνο για τη νορβηγική ΝΕΤ
|
|
Ένα από τα δυσκολότερα εγχειρήματα στην περιπέτεια της κινηματογραφικής
μυθοπλασίας είναι η αφήγηση ιστοριών με άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι
προνοητικοί σκηνοθέτες επιλέγουν τον δρόμο της ετερόκλητης συμβίωσης. Δηλαδή,
ο ένας ήρωας είναι «προβληματικός», ο άλλος «αρτιμελής». Αυτό διευκολύνει την
ανάπτυξη δύο απαραίτητων στοιχείων. Πρώτον, χιούμορ το οποίο προκαλείται μέσα
από τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις του παράταιρου ζευγαριού και δεύτερον
αποδοχή. Αποδοχή της «διαφορετικότητας». Γιατί μπορεί κάποιος να είναι…
καθυστερημένος, αλλά αυτό δεν τον κάνει λιγότερο ευαίσθητο και κατώτερο
άνθρωπο.
|
«Έλινγκ, ο άνθρωπός σας». Μια ταινία, μια συζήτηση για τη νορβηγική τηλεόραση
|
Ένας – άγνωστος σε μένα και το ευρύτερο κοινό – Νορβηγός με το όνομα Πέτερ
Νες, σκηνοθέτης της (υποτιθέμενης) φεστιβαλικής ταινίας «Elling» – ή αλλιώς,
«Έλινγκ, ο άνθρωπός σας» – έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του όλη αυτή
την παγκόσμια εμπειρία, με αποτέλεσμα να μετατρέψει την ιστορία του σε κρατική
προπαγάνδα. Πώς, δηλαδή, δύο απροσάρμοστα άτομα, ενσωματώνονται στο κοινωνικό
περιβάλλον με την προστασία και την οικονομική ενίσχυση του κράτους πρόνοιας.
Να με συγχωρείτε, αλλά αυτό δεν είναι ταινία αλλά κλινικό επεισόδιο και
ηθικοπλαστική διδασκαλία, κατάλληλη να μεταδοθεί από τη νορβηγική τηλεόραση
κάτω από τον τίτλο «Μία ταινία, μία συζήτηση»!
Με λίγα λόγια, ένας βουλημικός παιδοβούβαλος κι ένας αγοραφοβικός σπίνος,
πηγαινοέρχονται και αλληλοπλακώνονται μέχρι τελικής πτώσεως του θεατή. Χωρίς
στόρι, χωρίς χαρακτήρες, χωρίς νεύρο, χωρίς φαντασία, χωρίς ιδέες. Και το
κυριότερο; Χωρίς χιούμορ. Άσε το άλλο. Είναι καιρός τώρα, μέσα στις γιορτές,
να μπαίνεις σε νορβηγική, κατεψυγμένη κλινική; Μα τρελοί είναι;
Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα
|
|
Το τελευταίο, μεγάλο ψέμα του Βενσάν – του ήρωα του σπουδαίου, υπαρξιακού
θρίλερ «Ελεύθερος ωραρίου» – οδηγεί στην καταστροφή. Το πρώτο, μεγάλο ψέμα του
δεκάχρονου Ηλία της ταινίας «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου» και της
πιο τρυφερής ιστορίας που επινόησε Έλληνας κινηματογραφιστής τα τελευταία
χρόνια, είναι η ελπίδα. Μια μικρή κουκίδα που φωτίζει την άκρη του τούνελ. Πως
διάολε δεν μπορεί ο κόσμος να μείνει έτσι. Εγώ, ο μικρός, ο αθώος, ο έσχατος,
ο φευγάτος, κόντρα σε όλους και σε όλα, τον διαγράφω μονοκοντυλιά και
ονειρεύομαι αστέρια. Όχι, ο μπαμπάς μου ζει και βασιλεύει!
Το στόρι είναι της μισής μπουκιάς. Πιτσιρικάς μικροαστικής οικογένειας της
Αθήνας του ’50 αρνείται να δεχθεί τον θάνατο του πατέρα του. Και για ν’
αποδείξει σε όλους πως κάνουν λάθος και πως ακόμα και η μάνα του έχει πέσει σε
πλάνη, αρχίζει να συνομιλεί μαζί του και να «φεύγει» προς τον έναστρο ουρανό.
Παρέα με ήρωες και παραμύθια.
|
«Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου». Τελευταία ελπίδα το ψέμα
|
Ο οποιοσδήποτε ψυχίατρος θα εκλάμβανε αυτή την εμμονή ως βασικό σύμπτωμα
προϊούσας σχιζοφρένειας. Η Παναγιωτοπούλου όμως – όπως ο Λοράν Καντέτ του
«Ελεύθερος ωραρίου» – προσεγγίζει και αντιμετωπίζει την ψυχασθένεια του μικρού
Ηλία με κοινωνικούς, ιστορικούς και μυθικούς όρους. Η ανθρώπινη απελπισία
είναι μαχαίρι διπλής όψεως. Μπορεί να σε ρίξει στα τάρταρα και στο
Δρομοκαΐτειο, αλλά μπορεί να σε χαλυβδώσει από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Εξαρτάται από το ψέμα. Και το ψέμα του «μπαμπά» και της Πένυς Παναγιωτοπούλου
είναι η πεμπτουσία μιας αόρατης διαπλοκής αντιφάσεων. Ψέμα και αλήθεια. Άρνηση
και κατάφαση. Φενάκη και πραγματικότητα. Αυτό όμως που για τους άλλους
θεωρείται ψέμα και αυταπάτη, μπορεί αύριο να μετεξελιχθεί σε μια αλλιώτικη
πραγματικότητα. Κάπως έτσι η σημερινή απιθανότητα μπορεί να γίνει μια αυριανή
πιθανότητα και κάπως έτσι προχωράει η Ιστορία. Όχι μόνο του μικρού Ηλία αλλά
και ολόκληρου του κόσμου. Που πάει να πει: Ναι χάσαμε τη μάχη αλλά θα
κερδίσουμε τον πόλεμο. Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι.
Ονειρεύομαι; Ναι, αλλά κακό είναι;
Χωρίς προσωπική, βιωμένη ιστορία, χωρίς ραπίσματα αυθεντικού συγκινησιακού
φορτίου, χωρίς καυτές θερμοκρασίες και χωρίς χαρακτήρες, όλα αυτά θα ήταν
εγκεφαλογραφήματα και αμπελοφιλοσοφίες, κατάλληλες να σκοτώσουν την πλήξη
ψυχρών σημειολόγων. Και αν η Παναγιωτοπούλου σκάλιζε περισσότερο την ιστορία
της, αν την ανέπτυσσε σε μεγαλύτερο βάθος και αν συμπύκνωνε και ψαλίδιζε τους
χρόνους, τότε ίσως ξεπερνούσε το σύνδρομο του Μικρομηκά και κατέληγε στο
απίστευτο. Να έχει υπογράψει ένα ολοκληρωμένο και αισιόδοξο φλιπσάιντ της «6ης
αίσθησης». Ποτέ δεν είναι αργά.
Η Μπινός διαφημίζει το… «Ελευθέριος Βενιζέλος»
|
|
Οι Γάλλοι σκηνοθέτες που αλληθωρίζουν προς τα αμερικανικά ταμεία μοιάζουν με
την ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία. Η Νισάν, ας πούμε, αντιγράφει τη Ρενό, η
Μιτσουμπίσι τη Βολκσβάγκεν και η Ντανιέλ Τομπσόν του «Jet Lag» ή αλλιώς,
«Πτήση για δύο» το «It happened one night» του Φρανκ Κάπρα. Τοιουτοτρόπως η
μεν Ζιλιέτ Μπινός παριστάνει την Κλοντέτ Κολμπέρ και ο Ζαν Ρενό τον Κλαρκ
Γκέιμπλ. Όλα τα ‘χε η Μαριωρή ο φερετζές τής έλειπε!
|
«Πτήση για δύο». Ζιλιέτ Μπινός, πρωταγωνίστρια διαφημιστικού σποτ της Air France
|
Ένας θηριώδης, αξύριστος και απεριποίητος Γάλλος, ιδιοκτήτης αμερικανικού
εστιατορίου και μία μακιγιέζ ινστιτούτου ομορφιάς, εγκλωβίζονται στο
αεροδρόμιο «Σαρλ Ντε Γκωλ». Ωραία, θα πείτε. Να μια ευκαιρία για να αναπτύξει
κανείς το χιούμορ του και την πρωτοτυπία του. Για να σκάσει το χειλάκι κάθε
πικραμένου βρε αδερφέ. Αμ δεν! Μία σκηνή στην αίθουσα αναμονής, μία στο
κρεβάτι του ξενοδοχείου. Επί μιάμισι ώρα ο… Γκέιμπλ με την… Κολμπέρ,
σμίγουν, χωρίζουν, σμίγουν, χωρίζουν, ξανασμίγουν, ξαναχωρίζουν. Αποτέλεσμα;
Μοναδικοί κερδισμένοι της τραμπάλας, η Air France, το αεροδρόμιο και οι
λουκούλλειες συνταγές της γαλλικής κουζίνας.
Η Τομπσόν κατάφερε το ακατόρθωτο. Κουρέλιασε τα δύο μεγάλα ατού της γαλλικής
οθόνης. Έσβησε κάθε ίχνος λάμψης από τη Ζιλιέτ Μπινός και ξεχαρβάλωσε τον πιο
δημοφιλή… παίδαρο όλων των Γαλλίδων, ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος και
ηλικίας. Ο λόγος είναι αυτονόητος. Χωρίς έξυπνες ατάκες, χωρίς αστραφτερές
ατάκες και χωρίς ανατροπές η κομεντί – η κάθε κομεντί – μετατρέπεται σε
επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς. Και εις ανώτερα!
Η ώρα του ΝΒΑ
|
|
Τα «Μαγικά παπούτσια» (Like Mike) του Τζον Σουλτς είναι κλασική περίπτωση
αρπαχτής. Μπάσκετ, ΝΒΑ, πιτσιρικαρία, ράπερ. Η τετράδα της επιτυχίας. Σου λέει
– ο πονηρός Αμερικανοβλάχος – όλο και κάποιος θα τσιμπήσει. Αυτή είναι η
απάντηση στην απλούστατη ερώτηση που υποβάλλεις στον εαυτό σου σε όλο αυτό το
βασανιστήριο που καταβροχθίζει 99 ολόκληρα λεπτά του πολύτιμου χρόνου σου:
Γιατί βρε άνθρωπε του Θεού να κόψει κάποιος εισιτήριο για να δει μια τέτοια
μπούρδα;
|
«Μαγικά παπούτσια». Απαραίτητο εξάρτημα του ΝΒΑ, παπούτσια Nike
|
Η απάντηση; Πρώτον, επειδή παίζει ο Λιλ Μπάου Γουάου (πώς λέμε «γουάου», έτσι
ακριβώς). Δηλαδή, το παιδί που με το πρώτο του άλμπουμ πούλησε πάνω από δύο
εκατομμύρια αντίτυπα. Δεύτερον, επειδή είναι μπάσκετ. Τρίτον, επειδή
εμφανίζονται και παίζουν μερικοί παικταράδες. Και τέταρτον, επειδή η μαρίδα
είναι η πιο εύκολη πελατεία. Α, ξέχασα υπάρχει και στόρι. Ορφανός και
μαυρούλης βρίσκει στο δρόμο ένα ζευγάρι… χαρισματικών, αθλητικών παπουτσιών
που πάνω τους είναι γραμμένα τα αρχιγράμματα «Μ.J.». Τα φοράει, μπαίνει στο
γήπεδο και ρίχνει τρίποντα επιπέδου Μάικλ Τζόρνταν. Το επιμύθιο; Η Nike
φροντίζει για όλους. Ακόμα και για έναν νάνο από το Μπρονξ. Παιδιά, μας έχουν
καταλάβει και μας κοροϊδεύουν. Γι’ αυτό, το μόνο που εύχομαι με τον καινούργιο
χρόνο είναι Happy new year και λιγότερη, λίγο λιγότερη, βλακεία!
Τα Oscar της εβδομάδας
Καλύτερης ταινίας: «Ελεύθερος ωραρίου»
Σεναρίου: Ρομπέν Καμπιγιό – Λοράν Καντέτ (του… ωραρίου)
Σκηνοθεσίας: Λοράν Καντέτ
Ανδρικής ερμηνείας: Ορελιέν Ρεκουέν (του ίδιου… ωραρίου)
Πρωτοεμφανιζόμενης… ανδρικής ερμηνείας: Ο μικρός Γιώργος Καραγιάννης
Πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη: Πένυ Παναγιωτοπούλου
Ελληνικής ταινίας: «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου» (της
Παναγιωτοπούλου)
Air France: «Πτήση για δύο»
Νορβηγικής τηλεόρασης: «Έλινγκ, ο άνθρωπός μας»
Nike: «Μαγικά παπούτσια»
Ρήσεως: Μία έξοδος την ημέρα τον Εισαγγελάτο κάνει πέρα


















