Ο Πάνος Σόμπολος και η Εριφύλη Μαρωνίτη πλαισιώνονται από μια μεγάλη ομάδα

συνεργατών που είναι στελέχη του δημοσιογραφικού δυναμικού του καναλιού

«Μέχρι τη στιγμή που είδα την αναπαράσταση του γεγονότος στην εκπομπή σας, δεν

είχα συνειδητοποιήσει το σοκ που έχω από τον θάνατο της κόρης μου», ακούγεται

η ταραγμένη φωνή του πατέρα μιας 19χρονης, την οποία εγκατέλειψε αβοήθητη

ασυνείδητος οδηγός. Η εκπομπή ολοκαίνουργια, ο «Αυτόπτης μάρτυρας» (Mega) του

Πάνου Σόμπολου. Ο πατέρας έχει παρακολουθήσει την δραματοποιημένη αναπαράσταση

του τρόπου, με τον οποίο σκοτώθηκε το παιδί του. Τα συναισθήματα τραγικά. Το

κοινό τα καταναλώνει. Η αστυνομία τα εκμεταλλεύεται, για να φτάσει στον ένοχο.

Η τηλεόραση για να ‘χει τηλεθέαση. Η βαρβαρότητα μοιάζει αναπόφευκτη, καθώς

έχει άλλοθι τη διαλεύκανση εγκλημάτων. Αρκεί;

Παρακολουθούμε, την μία μετά την άλλη, αναπαραστάσεις φρικτών

εγκλημάτων: της δολοφονίας μιας 4μελούς οικογένειας από το ζεύγος των

Ταϊλανδών υπηρετών τους, ανατριχιαστική με όλες τις βίαιες λεπτομέρειες, μια

σκηνή από κλοπή αρχαιοκαπήλων, το τροχαίο με την άτυχη κοπέλα, σκηνές με τον

παράφρονα που πετάει πέτρες σε διερχόμενα αυτοκίνητα και έχει τραυματίσει

πολλούς. Η σκηνοθεσία θριλερική, οι περιγραφές γλαφυρές. Από το στούντιο

παρελαύνουν αξιωματούχοι της Ασφάλειας και υπεύθυνοι αστυνομικοί των ερευνών

για κάθε υπόθεση. Η τηλεόραση βρίσκεται αρωγός του έργου που το Σύνταγμα και

οι θεσμοί έχουν αναθέσει αποκλειστικώς στα Σώματα Ασφαλείας.

Νέες εποχές όμως, νέος ρόλος για τον πολίτη. Τον εξηγεί ο αξιωματούχος

της Ασφάλειας, επίσημος καλεσμένος του κ. Σόμπολου, σαν να βγάζει λόγο σε

τελετή: «Η ασφάλεια σήμερα είναι σημαντική παράμετρος στη διαμόρφωση της

ποιότητας ζωής, της κοινωνικής συμβίωσης και της οικονομικής ανάπτυξης. Η

ελληνική αστυνομία, στο πλαίσιο αυτό, λειτουργώντας με απόλυτο σεβασμό στο

Σύνταγμα, στη δημοκρατική νομιμότητα, στα ανθρώπινα δικαιώματα,

εκσυγχρονίζεται, συντονίζει τις δράσεις της και βρίσκεται δίπλα στον πολίτη.

Στο πλαίσιο αυτό, βασική παράμετρος είναι η συνεργασία με τον πολίτη».

Καταδώστε και σώστε, μας λέει λοιπόν η εκπομπή. Συναρπαστική, χωρίς αμφιβολία,

όπως όλες εκείνες που επιχειρούν να φωτίσουν τα σκοτεινά μονοπάτια του

εγκλήματος, που δίνουν στον τηλεθεατή την αίσθηση ότι παρακολουθεί και την

ανατριχιαστική του εκτέλεση, αλλά και τις διαδικασίες της αστυνομικής έρευνας.

Αναπόφευκτα κανιβαλική επίσης, καθώς καταναλώνονται οι πιο άγριες λεπτομέρειες

εγκλημάτων. Με μια υπόγεια βία, που δεν περιορίζεται μόνο στις

δραματοποιημένες αναπαραστάσεις των εγκληματικών ενεργειών, αλλά και στις

περιγραφές των μακάβριων λεπτομερειών από μάρτυρες, συγγενείς, ιατροδικαστές

και αστυνομικούς.

Η ιδέα είναι γνωστή και βασίζεται στη θεαματική αξιοποίηση των κενών

της αστυνομικής έρευνας για εγκληματικές υποθέσεις. Αυτά τα κενά αποτελούν την

πρόκληση, για μεν τη δημοσιογραφική έρευνα να ταυτιστεί με την ντετεκτιβική

της αστυνομίας, για δε την αστυνομική να εκμεταλλευτεί την αξιοπιστία των

δημοσιογράφων και τη γοητεία που ασκούν στο κοινό, για να ανοίξει «πόρτες» που

από μόνη δεν μπορεί.

Στη Γαλλία όταν πρωτοπροβλήθηκαν παρόμοιες εκπομπές προκάλεσαν σάλο. Οι

επικριτές τους έλεγαν πως καλούν τον πολίτη να γίνει χαφιές, καθώς μεταξύ των

ελάχιστων που μπορεί να δώσουν πραγματικά στοιχεία, κρύβονται πάμπολλοι –

άλλωστε οι καταγγελίες μπορούν να είναι ανώνυμες – που καταδίδουν από

εκδίκηση.

Πάντως, συγκριτικά με παρόμοιες εκπομπές, όπως το «Φως στο τούνελ» της

Αγγελικής Νικολούλη, ο «Αυτόπτης μάρτυρας» είναι υπερπαραγωγή. Με μια μεγάλη

ομάδα συνεργατών, που έχουν κερδίσει τη σφραγίδα της ποιότητας με τη σύνεση

και τη συνέπεια στη δουλειά τους ως στελέχη του δημοσιογραφικού δυναμικού του

καναλιού, όπως η Εριφύλη Μαρωνίτη και η Αθηνά Καραλή. Την πρώτη την είδαμε να

προτρέπει με φωνή αγχωτικά δυνατή όσους γνωρίζουν κάτι να τηλεφωνήσουν,

αξιοποιώντας το σοβαρό της προφίλ και την ευγένειά της σε ρόλο αταίριαστο και

με τα δύο. Την δεύτερη, την Αθηνά Καραλή, άξια ρεπόρτερ του δικαστικού

ρεπορτάζ, την είδαμε στον ρόλο της υπεύθυνης του συνεργείου των τηλεφωνητών.

Η εκπομπή πληθωρική, τα σκηνικά εντυπωσιακά, η σκηνοθεσία ανάλογη του

αστυνομικού της ύφους, η συμμετοχή του κοινού, όπως φάνηκε, μεγάλη, τα

αποτελέσματα θα τα δούμε. Αλλά αξίζει, άραγε, να τίθεται η δημοσιογραφική

αξιοπιστία, η εγκυρότητα, η ερευνητική δεινότητα στην υπηρεσία της αστυνομίας

με έμμεσο, πλην σαφή, στόχο την τηλεθέαση και άλλοθι το κοινωνικό έργο, το

οποίο η δημοσιογραφία επιτελεί με την ανεξαρτησία της απ’ όλα αυτά και μόνον;