Είναι παλαιά παθολογία του ελληνικού κράτους να νομοθετεί φαραωνικά,

φτιάχνοντας δυσκίνητες και πολυδαίδαλες διατάξεις. Να υπερβάλλει σε

υπερρυθμιστικό πατερναλισμό και υπερκανονιστική ηθικολογία, σαν να θέλει κάθε

φορά να φτιάξει τον κόσμο από την αρχή. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις με τις

οποίες η Πολιτεία θέλησε να ρυθμίσει το άναρχο τηλεοπτικό τοπίο της δεκαετίας

του ’90 χαρακτηρίζονται από όλα αυτά τα κακά. Τόσο η προηγούμενη νομοθεσία, με

την οποία επεδίωξε να αντιμετωπίσει πρωτίστως το ζήτημα της «διαπλοκής», όσο

και η τωρινή με τον Κώδικα Δεοντολογίας του Εθνικού Ραδιοτηλεοτπικού

Συμβουλίου (ΕΡΣ), που προσπαθεί να περιορίσει τον «κιτρινισμό» στα δελτία

ειδήσεων και τις ενημερωτικές εκπομπές.

Ο «Κώδικας» ατυχεί επιπλέον γιατί ανοίγει λάθος «μέτωπα», δίνοντας ευκαιρίες

στον «τηλεοπτικό κιτρινισμό» να επικαλεστεί αρχές που εκ συστήματος καταπατά

και συμμάχους που δεν του πρέπουν. Κυρίως όμως, το ΕΡΣ αστοχεί στον ρόλο που

έπρεπε να αναλάβει σ’ αυτήν τη συγκυρία. Να ενθαρρύνει με ευφυΐα και να

επιταχύνει με ευελιξία την εσωτερική διαφοροποίηση που ήδη πραγματοποιείται

στο τοπίο της τηλεοπτικής ενημέρωσης.

Είναι πράγματι σαφές ότι όσον αφορά την πολιτική ενημέρωση, εμπεδώνεται στην

Τηλεόραση, όπως έχει εμπεδωθεί στον Τύπο, η διάκριση Α’ και Β’ Εθνικής. Η Α’

Εθνική επιδιώκει και πετυχαίνει να αυξήσει τη διαφορά και τη διακριτότητά της

από τη Β’ Εθνική, ενώ πριν από μόλις έναν χρόνο η τάση ήταν αντίστροφη, και το

«μοντέλο Ευαγγελάτου & Σία» έτεινε να γίνει κανόνας. Η αντιστροφή της

τάσης μπορεί να αποδοθεί σε ποικίλες αιτίες. Φυσική κοινωνική αντίδραση, όπως

θα τέντωνες τον λαιμό να αναπνεύσεις, αν είχες πέσει σε βούρκο. Ανάγκη μιας

περιορισμένης έστω συνεννόησης μεταξύ των μεγάλων καναλιών, λόγω των αυξημένων

οικονομικών προβλημάτων. Αυτοπροστασία μιας βαρύνουσας ομάδας έγκυρων

δημοσιογράφων που βλέπουν τον επαγγελματισμό τους να συμφύρεται με αλητήριους.

Συνειδητοποίηση ενός μέρους του πολιτικού προσωπικού ότι η ομηρεία στον

τελευταίο δημοσιογραφίσκο, εκτός από την αξιοπρέπεια, μπορεί να εξανεμίζει και

τα πλεονεκτήματα της «αναγνωρισιμότητας». Άμυνα του πολιτικού συστήματος

έναντι της υπερβολικής αστάθειας και της μη προβλεψιμότητας που εισήγαγε στον

δημόσιο βίο το «μοντέλο Ευαγγελάτου & Σία».

Τελευταία, αλλά ίσως και σημαντικότερη, η άνοιξη της ΝΕΤ (μαζί με την

ΕΤ1) η οποία, έστω αργά και βασανιστικά, αποκτά τις δυνατότητες να προτείνει

Κανόνα στον χώρο της τηλεοπτικής ενημέρωσης – αν φυσικά η ανοδική πορεία

διατηρηθεί και δεν ανακοπεί με απόπειρες μιμητισμού των ιδιωτικών, ούτε να

θυσιαστεί στις ανάγκες των επόμενων εκλογών. Τα νούμερα τηλεθέασης αυξάνουν,

ιδίως στις νέες ηλικίες, περισσότερο όμως αυξάνει το κύρος της, γεγονός

σημαντικότατο για ένα κανάλι που επί κρατικού μονοπωλίου ήταν κυβερνητική

ντουντούκα και επί αγοραίας ασυδοσίας ανύπαρκτο. Έτσι, το συνολικό προφίλ

τηλεοπτικής ενημέρωσης της ΝΕΤ / ΕΤ1 και του MEGA, ακολουθούμενα από του ΑΝΤ1,

συγκροτούν την Α’ Εθνική, αυξάνοντας την απόσταση από το «μοντέλο Ευαγγελάτου

& Σία». Οι αμφίπλευρες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν, ως γνωστόν, τον κανόνα. Η

κρατική παρέμβαση και το ΕΡΣ έπρεπε να συνδράμουν αυτή την τάση με

αποφασιστικότητα, αλλά και διακριτικότητα. Δεν έχει νόημα να ζωγραφίζεις

νομοθετικά το «μοντέλο Ευαγγελάτου & Σία», μια και δεν μπορείς να το

ονοματίσεις, και έπειτα να επισείεις απειλές οι οποίες μοιραία μοιάζουν να

στρέφονται κατά πάντων.

Πιστεύω, ότι στον χώρο αυτόν η Δημοκρατία πρέπει να υπερασπίζει τον εαυτό της

έναντι της εκφυλιστικής επίδρασης του τηλεοπτικού «κιτρινισμού», τηρώντας δύο

κανόνες. Ο πρώτος είναι οι θεσμικές παρεμβάσεις να εδραιώνονται σε φιλελεύθερα

κριτήρια και όχι σε πατερναλιστικά και ηθικολογικά, όσο φωτισμένα ή

καλοπροαίρετα κι αν είναι. Η Πολιτεία και το ΕΡΣ χρειάζεται να προσδιορίσουν

ένα όριο, έναν πάτο εν προκειμένω, κάτω από τον οποίο τα συμπτώματα

«κιτρινισμού» θα κόβονται με μαχαίρι (ή αν είναι καταλληλότερο, με αυτό το νέο

όργανο που έγινε και τίτλος βιβλίου). Το όριο προσδιορίζεται σχεδόν

αποκλειστικά από τον σεβασμό «ευπαθών» ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως η

προστασία των παιδιών, ο σεβασμός των κατηγορουμένων, η προστασία θυμάτων

σεξουαλικών εγκλημάτων, η προστασία προσώπων από καμπάνιες διασυρμού και

συκοφάντησης (το δυσκολότερο ίσως, γιατί συχνά αφορούν συγκρούσεις

«διαπλεκομένων»).

Η τήρηση αυτών των ορίων πρέπει να εξασφαλίζεται με κυρώσεις που θα

ματαιώνουν και θα αφαιρούν την «προστιθέμενη αξία του κιτρινισμού». Τα κανάλια

καταλαβαίνουν μόνο τη γλώσσα του κόστους – οφέλους. Στην περίπτωση της

«διαπλοκής» το όφελος μπορεί να εισπράττεται σε άλλες δραστηριότητες, αλλά

στις τρέχουσες εκδηλώσεις κιτρινισμού το κατάλληλο κόστος μπορεί να συνετίσει

και να αποτρέψει. Αρκεί να είναι βέβαιη, η και ταχεία η καταβολή του. Πέρα από

τις κυρώσεις, θα πρέπει να επινοηθούν ευέλικτες μορφές έγκαιρης προειδοποίησης

ή αναστολής ενός εν εξελίξει εκτροχιασμού, οι οποίες θα προβλέπουν επαρκή

συμμετοχή και συναίνεση του δημοσιογραφικού κόσμου.

Το δεύτερο όπλο που έχει η Δημοκρατία για να υπερασπίσει τον εαυτό της, είναι

η συνεχής πολιτική και πολιτισμική κριτική, η αδιάλειπτη εγρήγορση έναντι των

εκφυλιστικών μορφών της τηλεκρατίας. Σ’ αυτό όμως το επίπεδο, η θωράκιση

έναντι του «εκτός ορίων» κιτρινισμού συνενώνεται με την ευρύτερη προσπάθεια

αντιμετώπισης ενός μείζονος προβλήματος των σύγχρονων κοινωνιών. Τη σχέση της

Δημοκρατίας με τα σύγχρονα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο

Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών