Ο Νόρμαν Μπίρνμπωμ είναι ομότιμος καθηγητής Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της

Τζωρτζτάουν και συγγραφέας. Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα επιστολής του

«προς έναν Ευρωπαίο φίλο», που δημοσιεύτηκε στην «Ελ Παΐς».

«Ως προς την κατάσταση στο χρηματιστήριο – ποιες είναι οι στρατιωτικές

εναλλακτικές λύσεις;» (σκίτσο από τον «Νιου Γιόρκερ»)

Με ρωτάς τι συμβαίνει πραγματικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρ’ όλο που ζω στην

Ουάσιγκτον, θα ήθελα πολύ να το μάθω. Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ιδίως η

τηλεόραση, είναι όλο και πιο νομιμόφρονα, όλο και πιο κοινότοπα, όλο και πιο

επιφανειακά. Οι εφημερίδες είναι λίγο καλύτερες (αλλά τις διαβάζει μόνο ένας

στους τέσσερις πολίτες). Ο ίδιος ο «όμπουντσμαν» της Ουάσιγκτον Ποστ

κατηγόρησε πάντως τους συναδέλφους του ότι αφιέρωσαν μόλις μία φράση στη

διαδήλωση 250.000 Βρετανών κατά της στάσης της κυβέρνησής τους στο θέμα του

Ιράκ. Την ίδια μέρα, οι στήλες της εφημερίδας έσταζαν χολή για τον καγκελάριο

Σρέντερ.

Οι διαστρεβλώσεις και οι υπερβολές του προέδρου τον καθιστούν άξιο διάδοχο του

Ρήγκαν, ενώ τα ψέματά του θυμίζουν τον Νίξον. Ο υπουργός Αμύνης Ντόναλντ

Ράμσφελντ ανακαλύπτει συνεχώς σαμποτάζ στο Πεντάγωνο. Ο υπουργός Εξωτερικών

Κόλιν Πάουελ παίζει τον ρόλο τού «καλού μπάτσου», σε σχέση με τους σαφώς πιο

ωμούς συναδέλφους του. Ο αντιπρόεδρος Τσέινι, η Κοντολίζα Ράις και ο

Γούλφοβιτς θυμίζουν τον πρόεδρο ΜακΚίνλεϋ, που θεωρούσε χρέος του να

εκχριστιανίσει τις καθολικές Φιλιππίνες. Οι άνθρωποι αυτοί συνδυάζουν τον

θεοφοβούμενο επαρχιωτισμό με την τεχνοκρατική αλαζονεία. Αυτό το κομμάτι του

έθνους που απορρίπτει με οργή κάθε κριτική κατά του προέδρου δικαιώνει εκείνο

το ρητό που έλεγε ότι κανείς ποτέ δεν φτώχυνε υποτιμώντας τον αμερικανικό λαό.

Η κυρίαρχη τάξη, ένας όρος απολύτως αμερικανικός και απολύτως ακριβής, είναι

διχασμένη. Η οικονομική ελίτ βλέπει με επιφύλαξη τα σχέδια επαναχάραξης της

Μέσης Ανατολής. Ακόμη και οι πετρελαϊκές εταιρείες (σημειώστε τις φωνές των

ανθρώπων που πληρώνονται από αυτές, του Μπέικερ, του Κίσινγκερ ή του

Σκόουκροφτ) φοβούνται τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει στα κέρδη τους το

γεωπολιτικό χάος. Οι πολιτικοί είναι λιγότερο ειλικρινείς από τους

καπιταλιστές, όπως και λιγότερο καλά πληροφορημένοι. Οι ηγέτες των

Δημοκρατικών στη Βουλή και στη Γερουσία, όπως και όλοι οι υποψήφιοι του

κόμματος για την προεδρία το 2004 (με εξαίρεση τον Γκορ και τον κυβερνήτη του

Βέρμοντ), συμφώνησαν να εξουσιοδοτήσουν τον πρόεδρο να κηρύξει πόλεμο στο

Ιράκ, φοβούμενοι μήπως δεν φανούν αρκετά πατριώτες. Κι εκείνος τους

εξευτέλισε, κρατώντας μυστικό, μέχρι να παραδοθούν, το πυρηνικό πρόγραμμα της

Βόρειας Κορέας. Διαίρεσε τους Δημοκρατικούς, όπως διαίρεσε τους Ευρωπαίους.

Όσο για τη γνώμη των «ειδικών» από τα κέντρα ερευνών (δηλαδή τους ακαδημαϊκούς

χωρίς κουλτούρα), αρκεί να θυμηθεί κανείς τι είχε απαντήσει ο Κίσινγκερ όταν

τον είχαν ρωτήσει αν περιμένει να βγουν από τα πανεπιστήμια καινούργιες ιδέες

για την εξωτερική πολιτική: αφού οι περισσότεροι καθηγητές διεθνών σχέσεων

θέλουν να γίνουν υπουργοί, γιατί να σκέπτονται με διαφορετικό τρόπο από τη γραφειοκρατία;