«Μη δαιμονοποιείτε τη Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση. Η ΛΕΑ λειτουργούσε κι

αυτή όπως όλες οι αντιδικτατορικές οργανώσεις της εποχής. Πρέπει να

αντιταχθούμε στην προσπάθεια ποινικοποίησης του αντιχουντικού αγώνα».

Θαν. Σκρουμπέλος – στα χρόνια της δικτατορίας. Οργανώθηκε στη ΛΕΑ γύρω στο

1971, γνώρισε ως Θέμη τον Αλέκο Γιωτόπουλο και υποστηρίζει ότι η ΛΕΑ κινήθηκε

με προκηρύξεις προς τους φοιτητές στην κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο του ’73

Ο σκηνοθέτης Θανάσης Σκρουμπέλος θυμάται εκείνες τις μέρες «της εξέγερσης και

της αντιστασιακής δράσης». Ο ίδιος δηλώνει πως οργανώθηκε στη ΛΕΑ γύρω στο

1971, γνώρισε ως Θέμη τον Αλέκο Γιωτόπουλο και υποστηρίζει ότι η ΛΕΑ κινήθηκε

με προκηρύξεις προς τους φοιτητές στην κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο του

’73, ενώ μέλη της ανατίναξαν τον Απρίλιο του ’72 την προτομή του δικτάτορα

Μεταξά στη Νίκαια.

Μυθοποίηση των συναντήσεων. Κατά την άποψή του όμως, καθώς και σύμφωνα

με τη γνώμη στελεχών αντιδικτατορικών οργανώσεων, «μυθοποιημένη είναι και η

περιβόητη συνάντηση της Πεντέλης». «Τι πάει να πει ότι συναντήθηκαν μετέπειτα

τρομοκράτες σε σπίτι της Πεντέλης αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση», λένε και

συμπληρώνουν: «Τέτοιου είδους συναθροίσεις γίνονταν σε διάφορα σπίτια που ήταν

διάσπαρτα σε όλη την Αττική».

Άτομα που μετείχαν τότε σε αυτές τις συζητήσεις θυμούνται σήμερα τους

«πολιτικά θερμούς μεταπολιτευτικούς μήνες» και κυρίως το διάστημα από τον

Ιούλιο του ’74 έως την άνοιξη του ’75. Κατά την άποψή τους, εκείνο το

διάστημα, «φυσικά και γίνονταν παντός είδους συζητήσεις σε όλους τους

πολιτικούς χώρους, από τη Δεξιά, τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς, μέχρι

και τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς»:

«Τότε όλοι βρίσκονταν σε μια συνεχή αναζήτηση και όσοι διέθεταν στις τάξεις

τους δυναμικά τμήματα, δεν είχαν αποφασίσει ότι εκείνη την περίοδο περάσαμε σε

μια νέα φάση και δεν χρειαζόντουσαν τα κουμπούρια…», λένε κάποιοι οι οποίοι

είχαν ενεργό συμμετοχή σε τέτοιου είδους συναντήσεις.

«Αναγέννηση» και τροτσκιστές. Για τους περισσοτέρους εκείνης της

γενιάς, «το κουβάρι της πολιτικοποίησης» είχε ξεκινήσει πριν από τη δικτατορία

και ιδιαίτερα στη διάρκεια της ανάπτυξης του νεανικού κινήματος των

Λαμπράκηδων, όπου κάποιο τμήμα της νεολαίας ακολούθησε μια πιο ριζοσπαστική

θέση από την ηγεσία της οργάνωσης.

Παράλληλα εκείνη την περίοδο – και σε σχέση πάντα με όποια πληροφόρηση υπήρχε

τότε στην Ελλάδα – καλλιεργούνται και δημιουργούνται δύο βασικά ρεύματα εντός

και εκτός του χώρου της Νεολαίας Λαμπράκη.

Το ένα με την επωνυμία Η Αναγέννηση, με μέλη που θεωρούνταν από τα πιο

ριζοσπαστικά στοιχεία και έπαιρναν μέρος σε ιδιαίτερες συνεδριάσεις (ανάμεσά

τους και ο Σωτήρης Πέτρουλας) και

το άλλο γύρω από τον τροτσκιστή Μιχάλη Λίλη, ο οποίος ήταν ο μεταφραστής τότε

του Λέοντος Τρότσκι στην Ελλάδα.

Ο Αλέκος Γιωτόπουλος (πάνω) – στα χρόνια της δικτατορίας – όταν «έστηνε» την

οργάνωση Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση Η ιδρυτική προκήρυξη της ΛΕΑ και η

προκήρυξή της στην εξέγερση των φοιτητών της Νομικής (αριστερά)

Με τη δικτατορία «πολλά από κείνα τα παιδιά» φεύγουν στο εξωτερικό,

«επηρεάζονται από τα γεγονότα της εποχής όπως το Βιετνάμ, ο Μάης του ’68, η

εκτέλεση του Τσε Γκεβάρα, γίνεται και η διάσπαση του ΚΚΕ, με αποτέλεσμα αυτές

οι τάσεις να ζυμωθούν ακόμη περισσότερο και να αναζητήσουν νέους δρόμους,

μακριά από τους στενούς κομματικούς μηχανισμούς».

Στις γραμμές της ΛΕΑ. «Πρέπει να ήταν γύρω στο ’71-72 όταν στο Παρίσι

ήρθα σε επαφή με έναν νεαρό τότε, που μου συστήθηκε ως Θέμης. Ήταν ο Αλέκος

Γιωτόπουλος. Κρατούσαμε συνωμοτικούς κανόνες. Ούτε αυτός ούτε κι εγώ δώσαμε τα

πραγματικά μας ονόματα». Ο Θανάσης Σκρουμπέλος θυμάται ότι ο Θέμης της ΛΕΑ

«εκείνη την εποχή λειτουργούσε ως νέος πατριώτης, φλογερός, που πόναγε τον

τόπο του και αγωνιζόταν για να μη βλέπει την Ελλάδα να αναστενάζει κάτω από τη

χούντα και τους Αμερικάνους».

Με τον Αλέκο Γιωτόπουλο ανέπτυξε μια καθαρά πολιτική σχέση, «που δεν είχε

κανένα προσωπικό στοιχείο», τον ξαναείδε ελάχιστες φορές και κατά την άποψή

του ενδεχομένως ο Αλέκος Γιωτόπουλος να ήρθε ως παράνομος εκείνο το διάστημα

στην Ελλάδα, όπως άλλωστε έκαναν στελέχη των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων

της εποχής.

«Η ΛΕΑ πρέσβευε την ανάπτυξη ενός κοινωνικού αγώνα, μαζικού κινήματος,

πιστεύοντας ότι εθνικά ήμασταν δεσμευμένοι από τους Αμερικάνους και

προπαγανδίζοντας την επάνοδο της Δημοκρατίας και την απεξάρτηση της χώρας μας

από τους μηχανισμούς επέμβασης των ξένων συμφερόντων» τονίζει ο Θανάσης

Σκρουμπέλος.

Σήμερα ο σκηνοθέτης αντιτίθεται σε κάθε μορφή ποινικοποίησης του

αντιδικτατορικού αγώνα τονίζοντας ότι «αυτό βάλλει κατά της δημοκρατίας,

επειδή η δημοκρατία στηρίζεται ακριβώς σε αυτή την αντίσταση όλων των

αντιδικτατορικών οργανώσεων, δεξιών και αριστερών». Και μάλιστα έχει αναλάβει

μαζί με άλλους την πρωτοβουλία για τη σύσταση μιας Επιτροπής «για την

αποποινικοποίηση της αντιδικτατορικής δράσης», καθώς και την ίδρυση ενός

αντίστοιχου Ιστορικού Αρχείου.

Ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία. Ο Θανάσης Σκρουμπέλος, μετά

τη Μεταπολίτευση, και έχοντας λίγο νωρίτερα αποχωρήσει από τη ΛΕΑ, πήρε μέρος

σε διάφορες συναντήσεις που έγιναν τους πρώτους μεταπολιτευτικούς μήνες.

«Τέτοιες συναθροίσεις πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα σημεία της Αττικής, εκεί

που ο οποιοσδήποτε μπορούσε να χαθεί εύκολα ανάμεσα στο πλήθος και να μην

τραβήξει την προσοχή των διωκτικών αρχών, ούτε και να φανεί περίεργος». Αυτή η

περίοδος, σύμφωνα με την άποψη ανθρώπων που μετείχαν στις πολιτικές ζυμώσεις

της εποχής, σημαδεύεται από το πέρασμα στη δημοκρατία, τη νομιμοποίηση του

ΚΚΕ, τη σύλληψη των Απριλιανών, τις εκλογές και το δημοψήφισμα και τον

Φεβρουάριο του ’75 με το πραξικόπημα Πιτζάμα από χουντικούς – ανάμεσά τους και

ο Παρασκευάς Μπόλαρης.

Κατά μία πρώτη εκτίμηση, σε αυτές τις συναντήσεις πήραν μέρος περίπου 3.000

άτομα από όλο το φάσμα των αντιστασιακών οργανώσεων. Είναι προφανές ότι

κάποιοι εκτιμούν πως «η δημοκρατία έχει σταθεροποιηθεί» και άλλοι πως «δεν

έχει γίνει ακόμη τίποτα».

Οι 3 βασικές απόψεις. Βέβαια, ο διεθνής περίγυρος παίζει σημαντικό ρόλο

και στην Ελλάδα, καθώς έχουν προηγηθεί η ανατροπή του Αλιέντε στη Χιλή, η

ανάπτυξη ενός δυναμικού μαζικού κινήματος στην Ιταλία, τα μεθεόρτια του Μάη

του ’68, η δράση της ομάδας Μπάαντερ – Μάινχοφ στη Γερμανία και η Επανάσταση

των Γαριφάλων στην Πορτογαλία. «Με άλλα λόγια – σημειώνει στέλεχος

αντιδικτατορικής οργανώσης που θέλει να κρατησει την ανωνυμία του – είναι μια

εποχή που στην Ελλάδα η δυναμική αντιπαράθεση δεν είναι εκτός ατζέντας».

Η πρώτη φάση αυτών των μαζικών συναντήσεων θεωρούν τα άτομα αυτά ότι κράτησε

μέχρι την άνοιξη του 1975.

Ποιοι συμμετείχαν σε αυτές; «Πρόσωπα που γνωρίζονταν μεταξύ τους από την

αντιδικτατορική τους δράση και βρέθηκαν μετά μαζί είτε στις φυλακές είτε στο

εξωτερικό, μολονότι προέρχονταν ή ανήκαν σε διαφορετικές αντιχουντικές

οργανώσεις».

Όπως υποστηρίζουν στελέχη που πήραν μέρος σε τέτοιου είδους συγκεντρώσεις,

τρεις ήταν οι βασικές απόψεις που εκφράστηκαν.

* Η πρώτη, που υιοθετήθηκε από την πλειονότητα έλεγε ότι «πρέπει το

κίνημα να ενταχθεί και να λειτουργήσει στο σύστημα της τότε νεοσύστατης

Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, στο πλαίσιο των κομμάτων ».

* Σύμφωνα με τη δεύτερη «έπρεπε να δημιουργηθεί ένα μαζικό λαϊκό

κοινωνικό κίνημα στην κατεύθυνση της δυναμικής αντιπαράθεσης με τις δομές του

συστήματος για τη διεύρυνση της δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση του

σοσιαλισμού».

* Και η τρίτη μιλούσε για την «ίδρυση μιας κλειστής οργάνωσης που σκοπό

θα είχε την ένοπλη αντιμετώπιση των κατασταλτικών μηχανισμών του αστικού

καθεστώτος και με στόχο να παίξει τον ρόλο τής πρωτοπορίας και να δώσει το

έναυσμα σε διάφορους κοινωνικούς χώρους να δημιουργήσουν ανάλογα σχήματα».

Η εμφάνιση του ΕΛΑ

Πάντως, την άνοιξη του ’75 κλείνει αυτή η φάση των αναζητήσεων και στην

καινούργια που ανοίγεται κάποιοι επιλέγουν τον δρόμο της δυναμικής

αντιπαράθεσης και οι οποίοι μπορεί να προέρχονταν από αντιδικτατορικές

οργανώσεις ή να ήταν και νέα πρόσωπα. Εκείνη την περίοδο εμφανίζεται για πρώτη

φορά ο ΕΛΑ, τοποθετώντας εκρηκτικούς μηχανισμούς σε αμερικανικά αυτοκίνητα,

«μια πράξη στα πρότυπα των αντίστοιχων ευρωπαϊκών οργανώσεων της εποχής, που

χρησιμοποιούσαν και μαζικές μορφές πάλης αλλά και κάποια ελεγχόμενη βία».

Αυτή η κατάσταση διαρκεί περίπου μέχρι το ’78, μια χρονιά που βρίσκει την

Ευρώπη σε καμπή, καθώς σημαδεύεται από την εκτέλεση του Άλντο Μόρο από τις

Ερυθρές Ταξιαρχίες και τον θάνατο μελών της RAF στις γερμανικές φυλακές.

Γουέλς – Μάλλιος. Σε αυτό το διάστημα ορισμένοι «που επιλέγουν τη

δημιουργία μιας πιο κλειστής οργάνωσης και ανεβάζουν τον πήχυ σε αυτό που

λέγεται τρομοκρατία, παίρνουν μέρος σε δύο ενέργειες. Στη δολοφονία του Γουέλς

τον Δεκέμβριο του ’75 και έναν χρόνο μετά σε αυτή του Μάλλιου». Για στελέχη

της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ουσιαστικά το 1978 αρχίζουν να

διαμορφώνονται τα καινούργια σχήματα της δυναμικής αντιπαράθεσης με το

σύστημα, ενώ, όπως σημειώνουν, «αυτό που φτιάχτηκε μετά το ’83 παρά την

αντίληψη του Γιωτόπουλου είναι αρκετά μακριά από τις αρχικές ζυμώσεις του

’74». Και με έμφαση υποστηρίζουν: Όχι μόνον δεν πρέπει να ποινικοποιηθεί ο

αντιδικτατορικός αγώνας, αλλά ούτε καν και οι συζητήσεις που έγιναν κατά κόρον

σε διάφορες ομάδες την περίοδο του ’74-75. Ο αναστοχασμός της αντιδικτατορικής

δράσης και των ζυμώσεων της Μεταπολίτευσης δεν μπορούν να ενοχοποιηθούν για

τις εξελίξεις μετά το ’80».

«Αντιπαράθεση με το σύστημα»

Θανάσης Σκρουμπέλος, σκηνοθέτης: «Μην κατηγορείτε τις αντιδικτατορικές

οργανώσεις»

Τον χειμώνα του ’74 προς ’75 συναντήσεις μεταξύ αντιστασιακών συνεχίζονται.

Άλλες απευθύνονται σε έναν ευρύ κύκλο και άλλες σε έναν πολύ πιο στενό και

κλειστό. Τα άτομα που έπαιρναν μέρος, πέρα από την προσωπική γνωριμία που

είχαν μεταξύ τους, εγγυώνταν και για τους «νεοφερμένους» και, το κυριότερο,

είχαν κοινές ιδεολογικοπολιτικές αναζητήσεις. Οι «κλειστές» συναντήσεις

επαναλήφθηκαν σε διάφορα σπίτια του Λεκανοπεδίου. Μάλιστα, σε κάποιες από

αυτές, που αφορούσαν εμπλοκή των μελών τους και σε ενδεχόμενες δυναμικές

ενέργειες, ορισμένοι σε πιο έντονο συνωμοτικό πνεύμα προσπαθούσαν να

διατηρήσουν την ανωνυμία τους χρησιμοποιώντας κάθε είδους τεχνάσματα (φορώντας

κουκούλες, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα κ.λπ.).

Σύμφωνα με την εκτίμηση ανθρώπων της ευρύτερης Αριστεράς της εποχής εκείνης, η

σημειολογική αυτή διαφορά των προσώπων που έπαιρναν μέρος σε αυτές τις

συναντήσεις φανέρωνε και την ιδεολογικοπολιτική τους διαφωνία που εκφράστηκε

στη συνέχεια. Κατά τη γνώμη τους, μερικοί από εκείνους που επεδίωκαν την

ανάπτυξη μαζικού κινήματος στην κατεύθυνση της δυναμικής αντιπαράθεσης με το

σύστημα και ήταν «πιο χαλαροί και πιο φιλικοί στις επαφές τους, χωρίς

αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες», ενδεχομένως στη συνέχεια να αντιμετώπισαν

θετικά τον ΕΛΑ. Και κάποιοι από εκείνους που πίστευαν στη δημιουργία μιας

ένοπλης οργάνωσης και χρησιμοποιούσαν στις συναντήσεις τους κουκούλες κ.λπ.

«πιθανόν αργότερα να είδαν συμπαθητικά τη 17η Νοέμβρη ».

Vidcast: Face2Face