Ο ρεσεψιονίστ τούς κοίταξε αδιάφορα, καθώς πλησίαζαν. Το βλέμμα του δεν έμεινε

για πολύ στην κοψιά, τα πρόσωπα, το ντύσιμό τους. Δεν ήταν βέβαιο πως του είχε

κάνει εντύπωση η διαφορά ηλικίας που θύμιζε πατέρα και κόρη. Πάντως, η

εμφάνιση του μεσόκοπου άντρα, εκτός από το μαύρο φουλάρι στον λαιμό και τον

μαύρο σκούφο στο κεφάλι, ήταν συνηθισμένη: φαλακρός, μέτριο ανάστημα, αραιό

υπογένειο. Στον ώμο είχε μια μαύρη τσάντα με βιβλία και ένα σημειωματάριο. Η

κοπέλα ήταν μέτριας εμφάνισης, μικροκαμωμένη, ελάχιστοι από εκείνους που την

έβλεπαν στον δρόμο θα της έριχναν δεύτερη ματιά. Φορούσε πράσινη μπλούζα,

μπλουτζίν παντελόνι και είχε μια μαύρη τσάντα στο χέρι.

Το παλιό ξενοδοχείο μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μεσαίας κατηγορίας, ούτε πολύ

ακριβό ούτε πολύ φτηνό. Κροίσοι δεν δρασκέλιζαν το κατώφλι του, ούτε και

οικονομικοί πρόσφυγες από την Ανατολική Ευρώπη ή τον Τρίτο Κόσμο. Εκεί

κατέληγαν επαρχιώτες που είχαν έρθει για δουλειές, μικρού εισοδήματος ξένοι

τουρίστες, κάποια ερωτικά ζευγαράκια. Βρισκόταν κοντά στην Ομόνοια, σ’ ένα

δρόμο χωρίς μεγάλη εμπορική κίνηση, κι από την ταράτσα του όλη η πόλη

απλωνόταν πανοραμικά μπροστά στα μάτια του παρατηρητή.

Ο άντρας ζήτησε ένα δωμάτιο για δύο ώρες κι ο ρεσεψιονίστ τον ρώτησε αν

προτιμάει πίσω ή μπροστά. Τα μπροστινά δωμάτια είχαν θέα προς την Ακρόπολη,

ενώ τα πίσω έβλεπαν σ’ ένα αδιέξοδο δρομάκι. Το ζευγάρι συνεννοήθηκε και

διάλεξε ένα δωμάτιο χωρίς θέα. Ο ρεσεψιονίστ, χωρίς να ζητήσει ταυτότητες,

τους έδωσε το κλειδί και τους έδειξε το ασανσέρ, στο βάθος του διαδρόμου.

***

Ο άντρας είχε κολακευτεί που η κοπέλα υποτάχθηκε τόσο γρήγορα στη γοητεία του.

Ένιωθε ωραία, ανέβηκε ψυχολογικά. Δεν ήταν το λογοτεχνικό του κύρος που την

είχε τραβήξει κοντά του, ως ποιητής ήταν γνωστός μόνο σε έναν περιορισμένο

κύκλο ανθρώπων. Ενίοτε, έδινε διαλέξεις ανά την Ελλάδα με θέμα την παρουσία

της λέξης «κοχύλι» στο έργο του Σεφέρη ή της λέξης «μαστός» στο έργο του

Εμπειρίκου. Επί χρόνια προσπαθούσε να εκδώσει βιβλίο σε μεγάλο οίκο, ώστε να

γίνει μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων (πράγμα αρκούντως δύσκολο) αλλά ματαίως.

Τηλεφωνούσε σε φίλους για να μεσολαβήσουν, μα δεν κατάφερνε τίποτα. Τον

παρηγορούσε η σκέψη ότι αυτό συνέβαινε επειδή η εποχή ήταν αντιποιητική, τα

τηλεοπτικά κανάλια, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, το Ίντερνετ, τα τηλεπαιχνίδια

τύπου Big Brother, μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον του κοινού. Πριν λίγο καιρό, υπό

το κράτος της απογοήτευσης, συνέλαβε την ιδέα ν’ αφήσει την ποίηση για ν’

ασχοληθεί με την πεζογραφία και μάλιστα με την αστυνομική λογοτεχνία.

Στην κουβέντα που είχαν στο μπαρ τής απάγγειλε μερικά ποιήματά του κι η

κοπέλα, που δεν φαινόταν διανοούμενη, του δήλωσε πως της άρεσε ο λυρισμός των

στίχων του. Εκείνος υποψιάστηκε πως ήθελε να προσθέσει κι έναν ποιητή στη

λίστα των εραστών της. Γενικά, ήταν ασήμαντη, αλλά φαινόταν του χεριού του.

Κανείς δεν την είχε προσέξει στο μαγαζί, όταν τον πλησίασε, την ώρα που έπινε

μόνος του στον πάγκο, περιμένοντας να καμακώσει καμιά ξέμπαρκη της ηλικίας

του. Κι αυτός επίσης είχε περάσει απαρατήρητος, αφού το φουλάρι και το σκούφο,

πράγματα που τραβάνε την προσοχή, τα είχε στη μαύρη τσάντα του.

***

Μπαίνοντας στο δωμάτιο, ο ποιητής κατευθύνθηκε προς το ραδιόφωνο κι έβαλε

απαλή μουσική για να φτιάξει ατμόσφαιρα, ενώ η κοπέλα πήγε στο παράθυρο,

κοίταξε έξω, τράβηξε την κουρτίνα κι έκλεισε τα παντζούρια. Όρθιος στη μέση

του δωματίου, έβαλε τα χέρια του προστατευτικά γύρω από τους ώμους της και την

φίλησε στο στόμα για πρώτη φορά. Έπειτα πέρασε το χέρι του κάτω από την

μπλούζα της, αναζητώντας τις ρώγες της. Εκείνη πέρασε το χέρι της κάτω από το

πουκάμισό του και τράβηξε μια από τις τρίχες του στήθους του, κάνοντάς τον να

πονέσει ελαφρά και να φωνάξει «Ωχ!». Την άφησε να γδυθεί πρώτη και προχώρησε

με τη σειρά του προς το παράθυρο. Παραμέρισε την κουρτίνα, μισάνοιξε τα

παντζούρια και κοίταξε έξω. Πράγματι, το δωμάτιο δεν είχε θέα. Βρισκόταν στο

τέταρτο πάτωμα απ’ όπου φαινόταν μόνο μια παλιά διώροφη μονοκατοικία που είχε

τα παράθυρα κλειστά. Δεν υπήρχε φως, δεν ακουγόταν θόρυβος, κανένα αυτοκίνητο

δεν περνούσε από το αδιέξοδο δρομάκι.

Τράβηξε μια βαθιά εισπνοή κι έπειτα μια δεύτερη. Τα πνευμόνια του γέμισαν με

δροσερό αέρα, κάτι που τον έκανε να νιώσει υπέροχα. Βιαζόταν να της δείξει πως

εκτός από καλός ποιητής ήταν και καλός επιβήτωρ. Μέσα στις δύο ώρες που θα

παρέμεναν στο δωμάτιο, θα της έκανε δύο φορές έρωτα κι ίσως να την έφτανε στο

σημείο να τον εκλιπαρεί για μία φορά επιπλέον. Το σχέδιό του θα πήγαινε καλά.

***

Ξανάκλεισε τα παντζούρια κι επέστρεψε κοντά της, στο κρεβάτι. Γδύθηκε και

ξάπλωσε δίπλα στο γυμνό κορμί που περίμενε το δικό του κάτω από το σεντόνι.

Συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις άρχιζε τα προκαταρκτικά χώνοντας τη γλώσσα του

στο ξένο στόμα και ψιθυρίζοντας τρυφερά λόγια στο ξένο αφτί, κατά προτίμηση

στίχους από το Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα σε μεταγραφή του Γιώργου

Σεφέρη. Αυτήν τη φορά αποφάσισε να παρακάμψει τα σαλιαρίσματα και να

προχωρήσει σε μια άμεση διείσδυση.

«Μ’ αρέσεις, Λίτσα!», της είπε με το μόριό του σε πλήρη στύση.

«Σίτσα, με λένε!» του είπε απότομα, επειδή είχε ξεχάσει τόσο γρήγορα το όνομα

που του είχε πει στο μπαρ.

«Μα βέβαια! Σίτσα!».

«Θυμάσαι μόνο ό,τι σε συμφέρει!».

Ο θυμός της τον ενόχλησε σε βαθμό που έκανε τη στύση του να υποχωρήσει

επικίνδυνα. Εκνευρισμένος από αυτή την εξέλιξη, πήρε το χέρι της και το

οδήγησε εκεί που έπρεπε. Σκεφτόταν πως κάπου το ‘χε διαβάσει αυτό το

υποκοριστικό (από το Αθανασία, το Αναστασία, ποιος ξέρει;), πιθανότατα σ’ ένα

βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου. Δεν θυμόταν όμως σε ποιο.

«Νομίζω πως υπάρχει μια Σίτσα στο πάνθεον της ελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται

για τη Σίτσα Καραϊσκάκη. Έζησε στη Μυτιλήνη μα καταγόταν από τη Μικρά Ασία.

Αριστερή. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, άρχισε το ναζιστικό κήρυγμα».

«Μ’ έφερες εδώ για φιλολογική κουβέντα;», τον επέπληξε.

«Και στα κρεβάτια συζητάνε οι άνθρωποι», της είπε.

«Ναι, αλλά μετά το πήδημα».

***

Η απροσδιόριστη κραυγή «Αααααα!» τους θορύβησε, τους τρόμαξε. Το χέρι της

κοπέλας απομακρύνθηκε από το μόριό του. Ήταν οιμωγή, θρήνος, βογκητό ηδονής, η

γυναίκα που την εκστόμισε βρισκόταν κάπου κοντά, προφανώς στο ίδιο ξενοδοχείο.

Η κραυγή είχε διαπεράσει τους τοίχους του δωματίου και ταλάνισε τ’ αφτιά τους,

ωστόσο παρά το διεγερτικό του πράγματος η στύση δεν επανήλθε.

***

«Ωραίο όνομα το «Αστέρης»», είπε η Σίτσα. «Φιλολογικό. Ταιριάζει με το επώνυμό

μου, το Αυγερινός. Σ’ αρέσει;».

«Καλό είναι. Και πώς σε φωνάζουν οι φίλοι σου;».

«Γιάννη, με λένε».

«Δεν μου το ‘πες από την αρχή!», έκανε εκνευρισμένη και του γύρισε την πλάτη.

Ο ποιητής αναρωτήθηκε για την αιτία του θυμού της. Χολώθηκε, επειδή της

έκρυψε το πραγματικό του όνομα ή επειδή δεν είχε λειτουργήσει ο σεξουαλικός

του μηχανισμός; Το χειρότερο ήταν που η νευρικότητά της μεταδόθηκε και στον

ίδιο σαν κολλητική αρρώστια. Βέβαιος, τώρα, πως δεν θα γινόταν τίποτα,

ανασηκώθηκε στο μαξιλάρι για να εποπτεύσει το δωμάτιο. Υπήρχε ένα κομοδίνο

δίπλα στο κρεβάτι μ’ ένα πλαστικό τασάκι για τ’ αποτσίγαρα, ένας μεγάλος

καθρέφτης στον τοίχο, ένας πίνακας με μια κοπέλα που μάζευε στάχυα, μια

καρέκλα. Κάπως έτσι ήταν όλα τα δωμάτια των ξενοδοχείων που ήξερε. Ξανάφερε

στο μυαλό του την παλιά ιστορία: σ’ ένα τέτοιο δωμάτιο κάποιος νεαρός γεωπόνος

είχε πνίξει μετά τον έρωτα τη μνηστή του μ’ ένα μαξιλάρι κι ύστερα την

εκπαραθύρωσε. Το είχανε γράψει οι εφημερίδες.

***

Μην αντέχοντας να τρέχει το μυαλό του σε εκπαραθυρώσεις, σκούντησε μαλακά τη

Σίτσα που τον περιφρονούσε εντελώς.

«Με μισείς;» τη ρώτησε.

«Δεν αξίζεις ούτε να σε μισούνε, κακομοίρη μου! Είσαι ένας άχρηστος!».

«Ηρέμησε, σε παρακαλώ!».

«Όχι, ρε καριόλη, δεν ηρεμώ! Άντε, ντύσου να φύγουμε, δεν σ’ αντέχω άλλο!».

***

Αναστατωμένος, την παρακολουθούσε καθώς ντυνόταν στην άκρη του κρεβατιού. Ήταν

σίγουρος τώρα πως ήταν κακιά, πολύ κακιά, μοχθηρή, κι έπρεπε να τιμωρηθεί όπως

της άξιζε. Τον είπε «κακομοίρη», «άχρηστο», «ρε καριόλη». Παρατηρούσε το

κεφάλι, τον λαιμό, τους ώμους, την πλάτη της. Του ήταν πολύ εύκολο να την

πλησιάσει και να της σφίξει τον λαιμό ή να της πιέσει το μαξιλάρι στο πρόσωπο.

Η προοπτική φαινόταν εφικτή, κάπως έτσι είχε ενεργήσει κι ο νεαρός γεωπόνος.

Ναι, αλλά πού θα ‘βρισκε τη δύναμη να σηκώσει το άψυχο κορμί της και να το

πετάξει έξω από το παράθυρο; Ένα ήταν βέβαιο: αυτός, ο Γιάννης, δηλαδή ο

Αστέρης Αυγερινός με τη δημιουργική φαντασία, δεν είχε καμιά διάθεση να

περάσει την υπόλοιπη ζωή του σ’ ένα κελί. Έτρεφε την πεποίθηση πως μολονότι τα

διάφορα κυκλώματα τον είχαν κατατάξει στους ελάσσονες δημιουργούς, είχε τις

πνευματικές ικανότητες να διαπράξει το τέλειο έγκλημα και μάλιστα να το

αξιοποιήσει λογοτεχνικά.

Δεν θα την πέταγε από το παράθυρο, θα την έπνιγε και θα την άφηνε στο κρεβάτι.

Μετά θα έφτιαχνε ένα σκοινί με τα σεντόνια, θα κατέβαινε στο αδιέξοδο δρομάκι

και θα εξαφανιζόταν. Ασφαλώς, θα πετούσε στον σκουπιδοτενεκέ το φουλάρι και

τον σκούφο. Όταν θ’ ανακάλυπταν τη νεκρή, αυτός θα βρισκόταν στο μπαρ, απ’

όπου φαινομενικά δεν είχε φύγει ποτέ. Έπρεπε να εξασφαλίσει το άλλοθί του.

Μέσα στο μισοσκόταδο και με δεδομένη τη χρήση αλκοόλ από τους θαμώνες, κανένας

δεν τον είχε δει να συζητάει και να φεύγει με την πιτσιρίκα. Μ’ αυτές τις

σκέψεις πήγε στο παράθυρο, αφήνοντας τη Σίτσα να παιδεύεται να κουμπώσει το

σουτιέν της. Άνοιξε τα παντζούρια και κοίταξε κάτω. Τίποτα δεν περνούσε από

εκεί, ούτε όχημα, ούτε ανθρώπινο πλάσμα. «Άκρα του τάφου σιωπή», που λέει κι ο

Σολωμός, σκέφτηκε.

Ξαφνικά, η Σίτσα τον έβγαλε από τους συλλογισμούς του.

«Θαυμάζεις τη θέα, ε;».

Ο τόνος της φωνής της ήταν ειρωνικός, κακός, εχθρικός. Της άξιζε λοιπόν να

πεθάνει, για να της σπάσει ο τσαμπουκάς. Γύρισε και την κοίταξε, γρήγορα όμως

απέστρεψε το βλέμμα του για να μη διαβάσει σ’ αυτό το σχέδιό του. Απαξιώνοντας

να της απαντήσει, έσκυψε κι άλλο προς τα έξω για να υπολογίσει το ύψος που θα

κατέβαινε με το σεντόνι. Μετά, πήρε μια βαθιά εισπνοή, ικανοποιημένος από το

λογοτεχνικό μέλλον που ανοιγόταν μπροστά του. Θυμήθηκε τον Τόμας ντε Κουίνσι

και το βιβλίο του Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών κι ύστερα

αναρωτήθηκε αν στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας υπήρχε άλλη περίπτωση

σημαντικού ποιητή-δολοφόνου εκτός του Φρανσουά Βιγιόν.

***

Ξαφνικά, ένιωσε τα χέρια της να τον πιάνουν από τα πόδια, να τον ανασηκώνουν

και να τον σπρώχνουν έξω. Απόρησε με τη δύναμή της. Καθώς έπεφτε με το κεφάλι,

είδε απ’ το παράθυρο του δωματίου του κάτω ορόφου ένα ζευγάρι να επιδίδεται σε

ερωτικές διαχύσεις. Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, ενώ η

γυναίκα καθόταν ιππαστί στο κορμί του και κουνιόταν ρυθμικά, φωνάζοντας «Έλα,

έλα, έλα!». Διάβολε, πρόλαβε να σκεφτεί ο ποιητής, γιατί δεν φρόντισαν να

τραβήξουν την κουρτίνα, ώστε να μη φαίνονται απ’ έξω; Πίστευαν πως δεν τους

έβλεπε κανείς επειδή το δωμάτιό τους δεν είχε θέα;