Έφτασα Μπανγκόκ ένα πτώμα. Εννιά ώρες ταξίδι. Είχα πάρει το ένα βάλιουμ κι

είχα βάλει την ειδική κάλτσα που αυξάνει σταδιακά την πίεση στα πόδια, είχα

πιει δύο salospir και είχα δει ξανά το Ocean’s Eleven και το Shipping news.

Πέθαινα για τσιγάρο. Την μισή ώρα που μείναμε στην πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης

για ανεφοδιασμό, στριμώχτηκα σ’ έναν χώρο 3Χ3, με την επιγραφή SMOKING ROOM

και σε ατμόσφαιρα απωανατολικού Νταχάου κάπνισα τρία Silk Cut το ένα πάνω στον

άλλο κι έπαιξα με τον διπλανό μου στην πτήση το «Βρες τον παιδόφιλο», παιχνίδι

που μου συνέστησε ένας φίλος με πείρα στο συγκεκριμένο ταξίδι. Ό,τι πιο

διεστραμμένο. Απλά, ποντάρεις ποιος από τους έξι επτά ιδρωμένους μεσήλικες που

κοιτάζουν μακαρίως την ψευδοροφή αναλογίζεται ακόμα την προηγούμενη νύχτα με

το δεκατετράχρονο. Το χειρότερο όμως ήταν ότι μέχρι το Σίντνεϊ είχα ακόμα

άλλες 10 ώρες πτήσης.

Όταν ο πατέρας μου, ύστερα από 47 χρόνια, αποδέχτηκε τελικά την πρόταση του

θείου Τάσου για να επισκεφθεί τον τόπο που φιλοξένησε τον μεγάλο αδερφό του

από τη δεκαετία του ’50, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τρεις μέρες πριν την

προγραμματισμένη αναχώρηση θα έμπαινε εσπευσμένα στο νοσοκομείο για κήλη. Το

διαζύγιο των παππούδων μου βγήκε το 1955 και ο χωρισμός επεκτάθηκε και στα

παιδιά. Ο πατέρας μου, δύο χρόνων, έμεινε με τη γιαγιά στην Αθήνα. Ο Τάσος,

δέκα χρόνια μεγαλύτερος έφυγε, με τον παππού, με το πλοίο, για την επίπονη

διαδρομή Ηράκλειο – Πειραιά – Σίντνεϊ. Αλλά αυτά, ήταν παλιές ιστορίες.

Το θέμα σήμερα ήταν ότι το εισιτήριο είχε εκδοθεί – 1.300 ευρώ με επιστροφή –

σπίτι υπήρχε, η Σχολή Σταυράκου ήταν υπό κατάληψη κι εγώ είχα μόλις χωρίσει με

τη Λίλα, έχοντας πια βαρεθεί τα σισύφεια σκαμπανεβάσματα της διάθεσής της.

Έτσι αποφάσισα ότι δύο βδομάδες στους Αντίποδες θα ήταν ό,τι έπρεπε για την

παρούσα φάση.

Αρκετές ώρες αργότερα και με τον οργανισμό μου σε κατάσταση αποσύνθεσης

χτυπούσα την πόρτα της μονοκατοικίας του θείου στο Double Bay. Από το ταξί

είχα ήδη θαυμάσει από μακριά την εντυπωσιακή εικόνα της Όπερας και της

περίφημης χαλύβδινης γέφυρας και είχα διασχίσει μία απίθανη πόλη με πάρκα,

ουρανοξύστες, παλιά κτίρια, δρόμους με λονδρέζικη ονοματοποιία. «Διακόσια μόνο

χρόνια ιστορία. Κι όλα αυτά τα άρχισαν τα αποβράσματα της βρετανικής

Αυτοκρατορίας, οι κλέφτες και μαυραγορίτες», μου είπε περήφανα ο Βιετναμέζος

(!) ταξιτζής. Ο θείος Τάσος και η θεία Πολυξένη με υποδέχτηκαν σαν το χαμένο

τους παιδί. Ο θείος είχε μία αντιπροσωπεία αυτοκίνητων. Σαν να είχε πιάσει την

καλή. Τα δεκατετράωρα του παππού Στέλιου στο εργοστάσιο έμοιαζαν να μην είχαν

πάει χαμένα. «Πού είναι η Αννούλα;», ρώτησα. «Η εξαδέλφη σου λείπει, έχει πάει

να δει τη Βίσσυ on stage, κάνει tour στην Αυστραλία».

Οι τρεις πρώτες μέρες ήταν υπέροχες. Οι θείοι μου με τριγύρισαν σε όλο το

Σίντνεϊ, φάγαμε νουντλς στο Darling Harbour, ταΐσαμε τα κοάλα στο Taronga Zoo,

είδαμε ένα έργο του Ντέιβιντ Ουίλιαμσον στην Όπερα. Την Αννούλα την είδα στα

πεταχτά, έφυγε άρον άρον για Μελβούρνη, όπου έμενε με τον άντρα της. Την

τέταρτη μέρα ο θείος με προσκάλεσε σε μία εκδήλωση της ομογένειας σε ένα

προάστιο στο Βόρειο Σίντνεϊ, επίσημο γεύμα κι έρανος για φιλανθρωπικό σκοπό. Η

αίθουσα ήταν κατάμεστη, τραπέζια δεξιά αριστερά, με έναν φαρδύ διάδρομο

ανάμεσα. Στο βάθος υπήρχε ένα υπερυψωμένο επίπεδο με το οβάλ τραπέζι των

επισήμων, οι οποίοι ανακοινώνονταν κατά τα αγγλοσαξονικά πρότυπα, διέσχιζαν

τον χώρο ένας ένας και κατελάμβαναν τη θέση τους στο τραπέζι. Πρώτος πρώτος

μπήκε ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας, ένας λαμπερός άντρας με πολύ εκφραστικό

πρόσωπο, ακολούθησαν οι Έλληνες βουλευτές δεύτερης γενιάς, ο πρόξενος, οι

πανεπιστημιακοί και οι εκπαιδευτικοί. Μετά το φαγητό έγιναν οι προπόσεις και

οι ομιλίες. Οι ελληνικοί χοροί ήταν το επιδόρπιο. Πρώτα χόρεψαν τα παιδιά και

ύστερα οι κοπέλες με τις παραδοσιακές ενδυμασίες. Είχε φτάσει έντεκα το βράδυ,

όταν έκαναν την εμφάνισή τους οι επτά κοπέλες του χορευτικού γκρουπ στο κέντρο

του χώρου. Το βλέμμα μου έπεσε αμέσως στη μεσαία. Η μπλε φούστα και το λευκό

πουκάμισο έκρυβαν μία υπέροχη κορμοστασιά, ενώ το κρητικό μαντήλι έστεφε ένα

πρόσωπο που όμοιό του δεν είχα ξαναδεί. Χόρευαν τον Ζορμπά με μάλλον

ερασιτεχνικές κινήσεις. Σε κάθε στροφή, από τα θεσπέσια χείλη της κεντρικής

Μαντόνας διέφευγε ένα «Όπα» αυστραλιανού ηχοχρώματος. Υπό άλλες συνθήκες θα

είχα θεωρήσει την περίσταση γραφική, αλλά υπήρχε κάτι πολύ ιδιαίτερο στο

βλέμμα της. Φαινόταν να έχει μια τέτοια πίστη σ’ αυτό που έκανε, ώσπου ακόμα

κι αυτό το κυνικό περίβλημα του ψυχισμού μου – αποτέλεσμα της διαρκούς

απογοήτευσής μου από τις σχέσεις μου με τον θηλυκό πλανήτη, αλλά και της

μπλαζέ αποστασιοποίησης που καλλιεργούσε η χρόνια εμμονή μου στα βιβλία και το

σελιλόιντ – άρχισε να ραγίζει επικίνδυνα. Στις λαμπερές γαλάζιες κόρες των

ματιών της αναγνώριζα κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί μόνο σαν αληθινή

συγκίνηση. Αυτό που έβλεπα μπροστά μου δεν ήταν μία αυστραλοποιημένη

μετανάστις τρίτης γενιάς που παρέπαιε ανάμεσα στις παραδόσεις της χαμένης

πατρίδας και στο κοσμοπολιτισμό της παγκοσμιοποιημένης μητρόπολης. Ήταν ένα

αυθεντικό, ένα καθαρό πρόσωπο, που άνοιγε ατόφια τη ψυχή της, εδώ, 10.000

μίλια – 24 ώρες ταξίδι με το αεροπλάνο – μακριά από τις ρίζες των παππούδων

της.

Περιττό να τονίσω πως με το τέλος της σεμνής τελετής έβαλα λυτούς και δεμένους

για να επιτύχω την πρόσβαση. Μιλήσαμε λίγο πριν μπει στο αυτοκίνητο του πατέρα

της, ενός εύσωμου ροδοκόκκινου τύπου που, όπως πληροφορήθηκα, είχε αμπέλια στο

Hanter’s valley τρεις ώρες έξω από την πόλη. «Melina’s dream» αποκαλούσε ο

κύριος Θεοδώρου την ποικιλία του, σπονδή στη μοναχοκόρη του. Η εικοσάχρονη

θεότητα δίστασε λίγο, ωστόσο τελικά δέχτηκε να βρεθούμε την μεθεπομένη,

προτείνοντας μάλιστα ως τόπο συνάντησης την Bronte Beach, για την οποία είχα

τόσα πολλά ακούσει από τον παρακαθήμενό μου στην πτήση, που τύγχανε δεινός

surfer.

Η παραλία δεν ήταν μεγάλη. Οι βράχοι από αμμόλιθο έστεφαν το τοπίο και ειδικά

πάνω από την τεχνητή πισίνα με θαλάσσιο νερό δημιουργούσαν μία αίσθηση

σεληνιακού τοπίου. Περπατήσαμε στην άμμο χαζεύοντας τα τεραστία κύματα με τους

ηλιοκαμένους surfer να πλοηγούν τα αψεγάδιαστα κορμιά τους σαν ωκεάνιοι

ισορροπιστές στη ράχη των υδάτινων λοφίσκων. Φτάσαμε στην άκρη αριστερά και

ξαπλώσαμε στην άμμο. Μιλήσαμε ολόκληρο το πρωινό και συνεχίσαμε ως τις

τέσσερις το απόγευμα. Το πλάσμα δεν ήταν του κόσμου τούτου. Δεν ήταν εκείνα

που έλεγε, για το Σίντνεϊ, την Gay Parade, τους aboriginies. Δεν ήταν αυτό το

– «πότε επιτέλους θα ζητήσουν οι λευκοί συγγνώμη» – που το πρόφερε μ’ έναν

τρόπο που ένιωσα το πάλλευκο δέρμα της να σκουραίνει και τα χαρακτηριστικά του

προσώπου της να εκτραχύνονται. Ούτε καν εκείνο το – «Την Ελλάδα δεν την έχω

δει ποτέ, την νιώθω μόνο μέσα μου» – που επανέφερε ολοζώντανη την αίσθηση της

χτεσινής νύχτας. Έλαμπε, κι ένιωθα πως είμαι ο μοναδικός στον κόσμο που

απέκτησε ποτέ το δικαίωμα να αντικρύσει εκείνη την φωτεινή αύρα, αυτή την

ιδιαίτερη, αγγελική άλω που εξέπεμπε η Μελίνα. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως αν

δεν ήταν ο παππούς Στέλιος που ταξίδεψε 27 μερόνυχτα με το πλοίο για να φτάσει

ως εδώ, δεν θα γνώριζα ποτέ αυτό το θεσπέσιο πλάσμα.

Χωρίσαμε, δίνοντας ραντεβού για το βράδυ. Το Establishment ήταν ένα υπέρ σικ

κέντρο, όπου ένιωθες πως τα πάντα είναι οξειδωμένα. Αντιπρόσωποι απ’ όλες της

φυλές του κόσμου στριφογύριζαν σε μία πολυσυλλεκτική δίνη. Η Μελίνα μού μίλησε

για τις σπουδές της στην Καλών Τεχνών και για τον πρώην της, έναν τενίστα από

το Βοκλούζ, εγώ της είπα για την πειραματική μικρού μήκους μου και τη Λίλα.

Μετά από τρία ποτά περπατήσαμε προς τα Rocks, την πιο παλιά συνοικία της πόλης

κι ύστερα κατεβήκαμε προς στο Circlular Quay, την κεντρική αποβάθρα του

λιμανιού. Κάπου κοντά στη γέφυρα καθήσαμε σε ένα παγκάκι. Η Όπερα μπροστά μας

έμοιαζε μια μαγική σύνθεση από αχηβάδες πάνω στην άμμο. Ήταν πια σχεδόν

μιάμιση το πρωί, δεν υπήρχε πολύς κόσμος. Μείναμε λίγο χωρίς να μιλάμε. Η

γραμμή του πηγουνιού της έμοιαζε με μονοκοντυλιά από φως του φεγγαριού. Με

κοίταξε βαθιά στα μάτια. Από μακριά ακούστηκε η σειρήνα ενός πλοίου. Έσκυψα

και τη φίλησα. Αφέθηκε θερμαίνοντας τα χείλη μου με τη ζέστη των δικών της.

«Πάμε κάπου να είμαστε μόνοι μας», της είπα. «Έχω ένα studio στην πόλη».

Μπήκαμε στο αυτοκίνητό της και σε δέκα λεπτά βρισκόμασταν στην περιοχή του

Paddington. Ο χώρος ήταν ενιαίος, ψηλοτάβανος, γεμάτος πίνακες. Ακουαρέλες,

λάδι, με έντονα χρώματα και μεγάλες φόρμες. Στο βάθος υπήρχε ένα διπλό

κρεβάτι. Από πάνω ένα μεγάλο έργο με ένα ζευγάρι ημίγυμνο στην κορυφή ενός

βουνού. Η γυναίκα προσέφερε ένα κύπελλο στον άντρα.

«Cretan Mythology. Ο Μίνωας και η Πρόκρις. Εκείνη του δίνει το magic filter να

τον γιατρέψει από την αρρώστια», είπε.

«Τι είχε;», ρώτησα.

«Μια αρρώστια που δεν τον άφηνε να ξαπλώσει με γυναίκα».

Δεν πέρασε και πολλή ώρα και βρισκόμασταν στο κρεβάτι, γυμνοί. Το σώμα της

ήταν ένα ποίημα. Ήμουν στον παράδεισο, χαϊδευόμασταν επί ώρες. Ώσπου ήρθε η

κρίσιμη στιγμή. Είχα αφήσει το προφυλακτικό τεχνηέντως δίπλα στο κρεβάτι.

Ξαφνικά, η Μελίνα τραβήχτηκε και ανασηκώθηκε.

«Δεν γίνεται αυτό», είπε με σταθερή φωνή.

«Γιατί; Είναι νωρίς;».

«Όχι, θα το κάνω μόνο τότε».

«Πότε;».

«Όταν παντρευτώ».

«Κι ο τενίστας;».

«Κάναμε τα πάντα εκτός από αυτό».

Έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος, κοίταξα ψηλά και αντίκρυσα τα σχεδόν υγρά μάτια

του Μίνωα τη στιγμή που δέχεται το μαγικό βοτάνι. Έμοιαζε με πεινασμένο

λυκόσκυλο, που είχε να φάει τρεις μέρες.

Το πούλμαν με τους επισκέπτες έφτασε με αργοπορία δέκα λεπτών, στο Rodger’s,

το διάσημο εστιατόριο του Hunter Valley. Είχαμε ήδη ετοιμάσει τα κρασιά και το

τραπέζι για το wine testing, στον κήπο, δίπλα στα αμπέλια. Ως assisting

manager πωλήσεων εδώ και οκτώ μήνες μπορώ με βεβαιότητα να ισχυριστώ πως η

φετινή ήταν μία πολύ καλή χρονιά για τα κρασιά της οικογένειας Θεοδώρου. Η

ποικιλία φέτος ονομάζεται «Prokris’ Delight», ονομασία εμπνευσμένη από το

όνομα της μικρούλας που θα γεννήσει η Μελίνα σε πέντε βδομάδες, εδώ, down

under. Το αγόρι φυσικά θα το βαφτίσουμε Στέλιο. Έτσι, για τις 27 μέρες που

έκανε στη θάλασσα ο παππούς για να φτάσει ως τους Αντίποδες.