Γυμνόστηθο μέλος του Χορού των «Βακχών» του Πίτερ Χολ στην Επίδαυρο

Γυμνή σκηνή – μόνον, αδιόρατα σχεδόν, παταράκια να καλύπτουν τα ερείπιά της.

Γυμνή ορχήστρα, πλημμυρισμένη στο φως. Στη θυμέλη, μόνο, ακουμπισμένη, μια

χρυσή, κερασφόρος μάσκα – κεφάλι του Διονύσου. Και, τριγύρω, δεκάδες

προβολείς, όσους δεν έχει δει, ίσως, ποτέ η Επίδαυρος. Η ορχήστρα κυκλωμένη

από προβολείς, τοποθετημένους στον περίγυρό της, προβολείς έξω από τον χώρο

του θεάτρου, δυο τεράστιες σκαλωσιές πίσω από τις πύλες των παρόδων,

φορτωμένες με συστοιχίες προβολέων. Και, εκτός, επίσης θεάτρου, πίσω, στη

δεξιά, για το κοινό, πλευρά, οι μουσικοί με τα όργανά τους.

Αυτή την εικόνα αντίκρυζε ο θεατής που έμπαινε στο αρχαίο θέατρο για

την πρεμιέρα των «Βακχών» του Ευριπίδη, του Πίτερ Χολ και του Βασιλικού

Εθνικού Θεάτρου της Βρετανίας, που σήμαινε και την επίσημη πρεμιέρα του

φετινού, 48ου Φεστιβάλ Επιδαύρου.

Ο πρόεδρος και ο γενικός διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ Περικλής

Κούκος και Γιάννης Καραχισαρίδης ήταν εκεί, εκεί και οι γνώριμες «φάτσες», οι

πάντα πρόθυμοι και εξυπηρετικοί άνθρωποι του Φεστιβάλ να έχουν φορέσει «τα

καλά τους» – αισθητή η απουσία, του «τα πάντα πληρούντος» Γιώργου Τσιπλάκου,

περαστικά του! – ενώ το Μουσείο των Επιδαυρίων, με ανανεωμένη την έκθεση των

κοστουμιών και καινούργιο το βίντεο που προβάλλεται, λαμπερό και καλά

οργανωμένο, ήταν μια καλή «εισαγωγή» στην παράσταση.

Με το κοίλον άπλετα φωτισμένο, ο Γκρεγκ Χικς – Διόνυσος – γυμνό

πρόσωπο, γυμνά πόδια, γυμνός κορμός, στη μέση περασμένο ένα λευκό σαλβάρι –

εισήλθε στην ορχήστρα, φόρεσε στο κεφάλι του τη χρυσή μάσκα και άρχισε τον

Πρόλογο της τραγωδίας, φανερώνοντας στα χέρια του ένα ραβδί – θύρσο και ένα

τσαμπί σταφύλι μοσχάτο. Έβγαλε τη μάσκα του θεού, έμεινε με μια δεύτερη,

ανθρωπόμορφη, κατόπιν, συνέθλιψε, με τα δάχτυλά του, μερικές ρώγες και το

κορμί και το σαλβάρι του βάφτηκαν με τον κόκκινο χυμό τους. Και ενώ μιλούσε

για το «θίασο» των Βακχών του, που αλωνίζουν τον Κιθαιρώνα, το βάθος φωτίστηκε

σαν από αστραπή, και φάνηκαν κορίτσια, που πέταξαν, χορεύοντας, από πάνω τους,

τα υφάσματα με τα χτυπητά χρώματα – κόκκινα, μπλε, πράσινα… – που τύλιγαν τα

κορμιά τους και, τρέχοντας, χάθηκαν στα δέντρα.

Η παράσταση του Βρετανού σκηνοθέτη συνεχίστηκε, λιτή αλλά με τους

φωτισμούς του Πίτερ Μάμφορντ να πρωταγωνιστούν – ένα φωτιστικό όργιο -, με

τρεις μόνον υποκριτές για όλους τους ρόλους της τραγωδίας, και με μάσκες

περασμένες στα κεφάλια όλων. Και με χιούμορ. Τόσο η καινούργια απόδοση του

Κόλιν Τίβαν, με τις σύγχρονες εκφράσεις της όσο και αυτή καθαυτή η σκηνοθεσία,

που ζητούσε το «καθημερινό», προκάλεσαν συχνά το γέλιο του κοινού.

Με γήινα χρώματα ντυμένα, τα δεκαπέντε μέλη – γυναίκες και άνδρες – του

Χορού, με «λασπωμένα» τα γυμνά μέρη των κορμιών τους και τυλιγμένα, στην αρχή,

με κεραμιδί «κάπες», τις οποίες θα χρησιμοποιήσουν ποικιλοτρόπως, αργότερα,

εκφέροντας ατομικά και ρυθμικά το κείμενο, χωρίς ποτέ να άδουν, αλλά

προσεγγίζοντας, κάποιες στιγμές τη ραπ – ο λόγος ακούστηκε αφάνταστα καθαρός.

Με κοστούμια λευκά, οι δυο γέροντες, Κάδμος και Τειρεσίας. Με χλαίνη

στρατιωτική και με ακόλουθους σχεδόν σύγχρονους κρανοφόρους αστυνομικούς, ο

Πενθέας, θα διατάξει να συλλάβουν τον Ξένο, που κανείς δεν γνωρίζει ότι είναι

ο Διόνυσος, γιατί εισάγει καινά δαιμόνια, κι εκείνοι θα τον απομακρύνουν,

ανεβάζοντάς τον από τις σκάλες του κοίλου.

Αλλά δεν θα μείνει πολύ στη φυλακή του ο Διόνυσος. Σεισμός θα τον

ελευθερώσει – μουσική εκκωφαντική, «καπνοί», φωτιές στο βάθος… Και, κατόπιν,

εκείνος, αφήνοντας τους ξανθούς βοστρύχους του να λυθούν στους ώμους του και

με προβαλλόμενο το στοιχείο της θηλύτητάς του, θα πείσει τον Πενθέα,

«χουφτώνοντας» τα γεννητικά του όργανα, να ντυθεί γυναίκα, για να

κρυφοκοιτάξει τις τελετουργίες των Βακχών στον Κιθαιρώνα. Με… σύνολο

κοκτέιλ, τυλιγμένος με μια κεραμιδί – στο χρώμα του Χορού – εσάρπα, με

καλλιπλόκαμη ξανθιά περούκα, ταυτισμένος με το φύλο που έχει ντυθεί, θα χαθεί

στο βάθος – ο Πίτερ Χολ, «παλιά καραβάνα» της Επιδαύρου, πια, εκμεταλλεύτηκε,

κατά κόρον, τον εκτός του κυρίως θεάτρου χώρο – ο Πενθέας.

Θα γυρίσει σαν ένα κομμένο κεφάλι, καρφωμένο πάνω σ’ ένα θύρσο, που

κουβαλάει η μάνα του Αγαύη – και τους δύο ρόλους ερμήνευε ο Γουίλιαμ Χιούστον

– που, μαζί με τις βακχευόμενες αδελφές της, τον κατασπάραξαν, άβουλα όργανα

στην εκδίκηση του Διόνυσου. Όταν η Αγαύη συνέλθει, θα θρηνήσει, συγκρατημένα,

τον γιο της, που της κουβαλούν και τα υπολείμματα του σώματός του. Ενώ ο

Διόνυσος – Τιμωρός θα «αναδυθεί» από μέσα τους ολόλαμπρος, με την κερασφόρα

μάσκα του και τη θεϊκή μορφή του.

Το κοινό της πρεμιέρας – γύρω στα 3.500 με 4.000 χιλιάδες άτομα,

χειροκρότησε, θερμά και με «μπράβο», ηθοποιούς, συντελεστές και τον σερ Πίτερ Χολ.

Παρουσίες και διχογνωμία

Την παράσταση παρακολούθησαν, μεταξύ άλλων, ο πρέσβης της Βρετανίας

Ντέιβιντ Μάντεν, ο Νίκος Κούρκουλος, μαζί με τη Μαριάννα Λάτση, τον Στέλιο

Παναγόπουλο, την Έλλη Στάη, τον Βαγγέλη Χρόνη και τη γυναίκα του, και οι:

Μιχάλης Σταθόπουλος, Έλσα Παπαδημητρίου, Αλέξανδρος Λυκουρέζος, Μανουέλλα

Παυλίδου, Θόδωρος Αγγελόπουλος, Ασπασία Παπαθανασίου, Ρούλα Κακλαμανάκη,

Λυκούργος Καλλέργης, Αλέκα Παΐζη, Γιώργος Μιχαηλίδης, Νικήτας Τσακίρογλου,

Χρυσούλα Διαβάτη, Κώστας Μουρσελάς, Άννα Φόνσου, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη,

Αντώνης Αντύπας, Ελένη Καραΐνδρου, Κυρ, Σμαράγδα Σμυρναίου, Γιάννης

Ζαβραδινός, Γιώργος Μεσσάλας, Δημήτρης Τάρλοου, Πλάτων Μαυρομούστακος, Γιώργος

Κοτανίδης. Όσο για τις εντυπώσεις από την παράσταση, όπως και στην

«Πενθεσίλεια» του Πέτερ Στάιν, μεγάλη διχογνωμία. Άκουσα από ενθουσιασμένους,

που μιλούσαν για «λιτή και σοφή παράσταση, καρπό ωριμότητας», μέχρι

απογοητευμένους, που έκαναν λόγο για «έλλειψη άποψης», έως και για το «τι θα

λέγαμε αν ο σκηνοθέτης ήταν Έλληνας».