Τι το αξιοπερίεργο είχε η πληροφορία πως ένας στους τρεις ενήλικους άντρες που

ζουν ανάμεσά μας (στην πόλη μας, στο σπίτι μας, στην κρεβατοκάμαρά μας) έχουν

χρησιμοποιήσει για τη σεξουαλική τους ικανοποίηση μία γυναίκα – δούλο εξ

Ανατολικής Ευρώπης; Προσοχή: Δεν μιλούσαμε για τις εκδιδόμενες γυναίκες που

εκμεταλλεύονται το σώμα τους οικειοθελώς (αν και είναι πολύ συζητήσιμο αυτό το

οικειοθελώς όπως αντιλαμβάνεστε. Είναι σα να λέμε ότι πάει κανείς οικειοθελώς

να πουλήσει το νεφρό του).

Μιλούσαμε για τις άτυχες αυτές νεαρές κοπέλες, που έφυγαν από τα ωραία αλλά

πάμφτωχα χωριά τους στην Εσθονία και τη Μολδαβία απαντώντας σε μια αγγελία που

τους υποσχόταν μια διέξοδο, ένα διαδρομάκι που να βγάζει στο περιθώριο έστω

του καπιταλιστικού ονείρου, μια φτηνή φαντασίωση: Γκαρσόνα στην Ιταλία ή

χορεύτρια κλαμπ στην Αυστρία. Μετά το σύντομο όνειρο ξύπνησαν απότομα στον

εφιάλτη: Κατέληξαν στην Ελλάδα, δαρμένες για να συμμορφωθούν με τη σκληρή

πραγματικότητα, βιασμένες για να μαλακώσουν σαν τα χταπόδια, χωρίς διαβατήριο

ώστε να μην έχουν δυνατότητα διαφυγής, αποκομμένες από οποιαδήποτε ανθρώπινη

σχέση, χωρίς ένα δικό τους ευρώ. Αυτές τις γυναίκες, τους χιλιάδες σημερινούς

λευκούς και ξανθούς σκλάβους της Ευρώπης, την ντροπή της νίκης του

καπιταλισμού, αυτές ακριβώς χωρίς καμία δεύτερη σκέψη ή ενοχή «χρησιμοποιούν»

οι Έλληνες άντρες (κατά τις έρευνες κυρίως σαραντάρηδες, εύποροι, παντρεμένοι

και μη) προφανώς για να νιώσουν περισσότερο άντρες.

Προς τι η έκπληξη; Αν το καλοσκεφτεί κανείς ποιος είναι ο μόνιμος και

αδιέξοδος καβγάς μεταξύ αντρών και γυναικών σήμερα; Το ότι οι άντρες αδυνατούν

να χωνέψουν (στην πράξη, όχι θεωρητικά) ότι οι γυναίκες τους έχουν εκτός από

υποχρεώσεις και δικαιώματα. Η λέξη δικαιώματα λειτουργεί σαν κατασταλτικό της

λίμπιντο. Ακούγεται πολύ επιθετική, καθόλου θηλυκή – θηλυκό σημαίνει

υποχώρηση, υποταγή, συναίνεση. Εξαιρετικά αναφροδισιακή ακούγεται και η λέξη

αξιοπρέπεια. Μόνο που δεν μπορούν να το πουν ανοιχτά όπως το έλεγε ο μπαμπάς

τους. Απλώς ψάχνουν στα μουλωχτά μια λύση. Και ιδού που έπεσε επιτέλους το

τοίχος και φάνηκε φως στο τούνελ τους. Βρέθηκε λύση και μάλιστα σχετικά

ανέξοδη. Αφήνουν τη γυναίκα τους να βολοδέρνει ανάμεσα στην πρωινή δουλειά, τα

παιδιά, τα αγγλικά και τα φροντιστήρια, την κατατάσσουν (από μέσα τους, δεν

θέλουν και να διαλύσουν το σπίτι τους) στην κατηγορία «ανέραστη νευρωτική» και

ξαμολιούνται στα στριπτιζάδικα σε αγέλες (για περισσότερο φαν) ή κατά μόνας

(γιατί ενίοτε είναι και ευαίσθητοι). Πρώτα μπανιστήρι και μετά βουρ στο ψητό.

Γρήγορα και ωραία πράματα.

Δεν φταίνε αυτοί. Η αισθηματική αγωγή των περισσότερων σημερινών σαραντάρηδων

τους οδηγεί αναπόφευκτα σχεδόν στην επιθυμία να ανακαλύψουν μια πειθήνια,

ετερόφωτη, εξαρτώμενη, υποτακτική, ει δυνατόν βιτσιόζα κούκλα που να κάνει

αγόγγυστα όλες τις φαντασιώσεις τους πραγματικότητα. Κι αν δεν μιλάει τα

ελληνικά ακόμα καλύτερα, δεν θα τους ζαλίζει με τις συνήθεις γυναικείες

βλακείες. Κι αν δεν το ευχαριστιέται και η ίδια, τόσο το χειρότερο. Το ωραίο

είναι ότι αποκλείεται να εγείρει απαιτήσεις ή να διαδώσει την ανεπάρκειά του

στις φίλες της – Ποιες φίλες της; Σε ποια γλώσσα; Το βλέπετε, μιλάμε για την

«ανάσταση» της τέλειας γυναίκας κατά το συλλογικό υποσυνείδητο του

επιτυχημένου σαραντάρη. Και κοστίζει φτηνά. Δεν χρειάζεται ούτε να τη βγάλεις

έξω για να την ψήσεις, ούτε να χαλάς φαιά ουσία να την πείσεις για την

εξυπνάδα σου και τα ηγετικά σου προσόντα. Αυτά εν προκειμένω είναι

αυταπόδεικτα: Είσαι ο πελάτης, και ο πελάτης έχει πάντα δίκιο – πόσο μάλλον ο

προαγωγός που βαράει κιόλας.

Οι γέροι – που ξεμωραίνονται και δρουν πια εντελώς ανεξέλεγκτα και αυθόρμητα –

τις παντρεύονται κιόλας! Ντύνονται γαμπροί, βάζουν κι ένα γαρίφαλο στο πέτο.

Με τη χυμώδη νταρντάνα στο πλευρό τους – νοσοκόμα, μαγείρισσα, δούλα, εσύ ό,τι

πεις – νιώθουν ζωντανοί, κοτσονάτοι, άντρες ξανά. Τι κι αν η νύφη εύχεται από

μέσα της να φορέσει σύντομα μαύρα; Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει. Χαλάλι

του το δίπατο στην Κυψέλη και το οικοπεδάκι στα Σούρμενα. Ο κυρ Γιάννης από

ξεμωραμένο χούφταλο έγινε πάλι άντρας και το κέφι του θα κάνει! Τη Βουλγάρα

δεν τη φοβάται. Ένα ατελεύτητο δούναι και λαβείν δεν είναι η ζωή; Θα της δώσει

το όνομά του και μια πράσινη κάρτα. Θα του δώσει τα νιάτα της και την

ανθρώπινη αξιοπρέπειά της. Τη βλέπει να σκοτεινιάζει και να δυσανασχετεί όταν

βλέπει το ερειπωμένο σώμα του αλλά δεν νοιάζεται. Αντέχουν αυτές! Αν μπορούν

δηλαδή ας κάνουν κι αλλιώς…

Η Λένα Διβάνη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Διπλωματικής Ιστορίας στη

Νομική Σχολή Αθηνών.