Στο αξιολογημένο και τυπωμένο πλέον από τον ΟΕΔΒ εγχειρίδιο ιστορίας της Γ’

Λυκείου «Ιστορία του Νεώτερου και Σύγχρονου Κόσμου», η κρίση των συγγραφέων

για τον χαρακτήρα της ΕΟΚΑ του στρατηγού Γρίβα, στηριγμένη σε επιστημονικά

τεκμηριωμένη ιστορική άποψη, έθεσε σε λειτουργία τον μηχανισμό ελέγχου και

λογοκρισίας του υπουργείου Παιδείας και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Η εθνοκεντρική Ιστορία και οι επιλογές της για τη διευθέτηση του παρελθόντος

εμπόδισε, έναν αιώνα τώρα, την καλλιέργεια της ιστορικής κρίσης των πολιτών,

ανδρών και γυναικών, αυτής της χώρας. Το εθνικό παρελθόν, ενιαίο, κοινό και

μονοδιάστατο, υπήρξε για πολλά χρόνια αντικείμενο μιας και μοναδικής

εξωραϊσμένης ανάγνωσης σχολικών εγχειριδίων που συγγράφονταν μέχρι πρόσφατα

από συγγραφείς – ιστορικούς ή μη – οι οποίοι συμφωνούσαν με την παραπάνω

λογική. Η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, τα αναλυτικά προγράμματα, οι οδηγίες

προς τους διδάσκοντες και τις διδάσκουσες εμπέδωναν το αδιαμφισβήτητο της

εθνικής μας αλήθειας.

Οι επιλογές αυτές, οι οποίες σε άλλες συνθήκες υποστηρίζονταν και από

ανάλογες ιστοριογραφικές αναζητήσεις, αναιρούν σήμερα τη βασική κοινωνική

λειτουργία της Ιστορίας, που είναι η διαμόρφωση κριτικά σκεπτόμενων ανθρώπων,

οι οποίοι κατανοούν το παρόν και αυτοπροσδιορίζονται σε μια σύνθετη και

πολλαπλά αντιφατική πραγματικότητα. Συμβάλλουν σε μονοσήμαντες αναγνώσεις του

παρελθόντος και του παρόντος και υποβαθμίζουν έτσι την ικανότητα των παιδιών

να σκέπτονται και να συμπεραίνουν. Και αυτό δεν είναι ούτε παιδαγωγικά σωστό

ούτε, ας μου επιτραπεί, πατριωτικό.

Αυτό, αντίθετα, που δεν εμπόδισε η εθνοκεντρική Ιστορία που διδάσκονται τα

παιδιά στο σχολείο, είναι η εκδήλωση εθνικών κρίσεων. Πολλές μάλιστα από τις

εθνικές κρίσεις κατέληξαν να περάσουν στη συλλογική μνήμη ως εθνικές

αποτυχίες. Το Μικρασιατικό, τα εδάφη της Ανατολικής Θράκης, οι ρυθμίσεις της

ανταλλαγής των πληθυσμών και της περιουσίας τους, οι τύχες του Ελληνισμού της

Κωνσταντινούπολης, το Κυπριακό εν γένει και κατά περίπτωση, το Μακεδονικό

πρόσφατα, αποτελούν παραδείγματα «εθνικών αποτυχιών» που παραμένουν μάλιστα

ανεξήγητες για τα παιδιά που μαθαίνουν Ιστορία στα ελληνικά σχολεία.

Ανεξήγητες, εκτός εάν παρεισφρήσει ο από μηχανής θεός που στην περίπτωσή μας

δεν είναι άλλος από την ευθύνη και την υπαιτιότητα των Ξένων Δυνάμεων και των

εχθρών – εξωτερικών κυρίως και ενίοτε εσωτερικών – του έθνους. Ημείς και Υμείς

αποτελούν δύο στρατόπεδα με διαχωριστική τους γραμμή το δίκαιο. Το δίκαιο

χωρίς συμφέροντα, τάξη, φύλο, ομάδα, πολιτική, συνιστά το ομοιογενές εθνικό

μας στρατόπεδο που όταν χάνει διχάστηκε, εξαπατήθηκε, προδόθηκε ή και

αναγκάστηκε.

Το παραπάνω οικοδόμημα της εθνικής σχολικής μας Ιστορίας, η διαιώνιση της

απόκλισης ανάμεσα στα δίκαια του Ελληνισμού και στις τύχες του, η απόδοση των

ευθυνών στους άλλους, η απάλειψη γεγονότων και πληροφοριών που διαφοροποιούν

την επίσημη εθνική αφήγηση, η ανεξήγητη τελικά μοίρα των εθνικών δικαίων,

υφίσταται πλέον σοβαρή αμφισβήτηση και εμπεριστατωμένη κριτική.

Και αυτό, γιατί ανάμεσα σε πολλά άλλα: απαξιώνει τις ιστορικές σπουδές

και διαμορφώνει αρνητικές στάσεις των παιδιών για το μάθημα της Ιστορίας,

υποβαθμίζει τους μαθητές και τις μαθήτριες του ελληνικού σχολείου, καθώς δεν

καλλιεργεί την ιστορική τους σκέψη και κρίση. Η υποβάθμιση αυτή συνιστά

διάκριση, αν συσχετιστεί με την ιστορική εκπαίδευση άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής

Ένωσης και την προοπτική μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς. Υποτιμά τους

εκπαιδευτικούς που διδάσκουν Ιστορία καθιστώντας τους τον ενδιάμεσο κρίκο μιας

διαδικασίας μεταφοράς μηνυμάτων, διαμορφώνει προβληματική κοινωνικότητα των

μελών μιας κοινωνίας που δέχεται οικονομικούς μετανάστες και επιθυμεί να

συνυπάρξει αρμονικά μαζί τους.

Παραπέμπει σε μια προβληματική εθνική ταυτότητα που προσδιορίζει μονοσήμαντα

τους ανθρώπους και τους εμποδίζει να δουν τον εαυτό τους σε άλλα κοινωνικά και

μη εθνικά σχήματα, δημιουργεί προβληματικές σχέσεις με τον εθνικό μας περίγυρο

και τον δυτικό κόσμο.

Για τους παραπάνω λόγους πιθανά, για τους οποίους η χώρα μας βρίσκεται πολλές

φορές υπόλογος σε διεθνείς συναντήσεις, η Πολιτεία επιχειρεί τα τελευταία

χρόνια κάποιες τροποποιήσεις. Ανάμεσά τους και η προκήρυξη σχολικών

εγχειριδίων Ιστορίας και η συγκρότηση επιτροπών αξιολόγησής τους. Η ανοικτή

διαδικασία των σχολικών εγχειριδίων ενέχει, ωστόσο, τη δυναμική της

αποσταθεροποίησης της εθνικής αφήγησης που διδάσκεται στα σχολεία. Κάτι

ανάλογο συνέβη με το αξιολογημένο και τυπωμένο πλέον από τον ΟΕΔΒ εγχειρίδιο

ιστορίας της Γ’ Λυκείου «Ιστορία του Νεώτερου και Σύγχρονου Κόσμου», προϊόν

ενδεκαμελούς συγγραφικής ομάδας πανεπιστημιακών και εκπαιδευτικών ιστορικών. Η

κρίση των συγγραφέων για τον χαρακτήρα της οργάνωσης ΕΟΚΑ, στηριγμένη σε

επιστημονικά τεκμηριωμένη ιστορική άποψη, έθεσε σε λειτουργία τον μηχανισμό

ελέγχου και λογοκρισίας του υπουργείου Παιδείας και του Παιδαγωγικού

Ινστιτούτου. Με βάση τις δηλώσεις του υπουργού Παιδείας και του προέδρου του

Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αναμένεται η απάλειψη της επίμαχης πρότασης που

αποδίδει στην ΕΟΚΑ του στρατηγού Γρίβα «έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό

εθνικισμό» και η αποκατάσταση της «ιστορικής αλήθειας» με διευκρινιστική

οδηγία.

Το ζήτημα είναι πολλαπλά ενδιαφέρον, καθώς θέτει θέματα λογοκρισίας,

δεοντολογίας, αξιοπιστίας και διότι, επιτέλους, αναδεικνύει τις αντιφάσεις

μιας ιστορικής εκπαίδευσης που παραμένοντας βαθιά εθνοκεντρική επιχειρεί

αλλαγές, τις οποίες δεν μπορεί να υποστηρίξει. Οι αλλαγές είναι όμως

απαραίτητες, αν θέλουμε ιστορικά εγγράμματους μαθητές και μαθήτριες. Είναι

πολλές όσες χρειάζονται και, ανάμεσά τους, μια ιστορικά και παιδαγωγικά

επαναπατρισμένη ιστορική εκπαίδευση που θίγει τις ευαίσθητες περιοχές της

εθνικής μας Ιστορίας και επικαιροποιεί τις αναγνώσεις της. Και αυτό δεν μπορεί

να περάσει απαρατήρητο. Προκαλεί αντιδράσεις. Αντιδράσεις «υπερπατριωτών»

πολιτικών αλλά και αντιδράσεις εκπαιδευτικών που αισθάνονται άβολα όταν

αποσταθεροποιούνται οι εθνικοί μύθοι με τους οποίους εκπαιδεύθηκαν και δίδαξαν

και αυτοί με τη σειρά τους. Αντιδράσεις πολιτών που αισθάνονται ότι θίγονται

από επανεκτιμήσεις της εθνικής μας Ιστορίας. Και άλλες.

Δεν είναι όλες οι αντιδράσεις ίδιες. Το κρίσιμο ερώτημα που τις αφορά όλες

είναι, ωστόσο, αν και πόσο θέλουμε μια ιστορική εκπαίδευση που συμβάλλει στη

διαμόρφωση υπεύθυνων, κριτικά σκεπτόμενων και ιστορικά καλλιεργημένων πολιτών.

Αν το απαντήσουμε καταφατικά, θα συμφωνήσουμε ότι αυτό δεν γίνεται με το να

συνεχίσουμε να σερβίρουμε μια και παντοτινή ιστορική αλήθεια. Ποιες αλήθειες

θα την συμπληρώσουν, ποιες ερμηνείες θα την αντικαταστήσουν και με ποιον

τρόπο, είναι ένα ερώτημα που θα χρειαστεί πολλές φορές να το απαντήσουμε στη

βάση ιστορικά τεκμηριωμένων θέσεων και με κριτήριο την ανάπτυξη όλων των

παιδιών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία. Και αυτό ενδιαφέρει, όπως είναι

φυσικό, πολύ κόσμο, αλλά αφορά κυρίως την ιστορική και την εκπαιδευτική

κοινότητα. Γιατί διαθέτει εκτός από άποψη, και γνώσεις για να το απαντήσει.

Αυτές τις γνώσεις οφείλει να σέβεται η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και να

τιμά τις διαδικασίες που η ίδια θέσπισε για την αναβάθμιση της ιστορικής

παιδείας στα σχολεία μας.

INFO

Η Μαρία Ρεπούση είναι επίκουρος καθηγήτρια Ιστορίας και Διδακτικής της

Ιστορίας, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης