Όσοι έζησαν τα γεγονότα 1955-1959 για την ανεξαρτησία και ένωση της Κύπρου,

αλλά όπως παρουσιάζεται και μέσα από τα αρχεία και μαρτυρίες της εποχής,

γνωρίζουν ότι ο κυπριακός αγώνας ήταν πανεθνικός και μεγαλειώδης. Και αυτό,

γιατί περιελάμβανε στους κόλπους του τη μεγάλη πλειοψηφία του ελλαδικού και

κυπριακού Ελληνισμού.

Ο γράφων, με συγκίνηση θυμάται, «παιδίον ον» τότε, τη συμμετοχή του το 1955

στο συγκλονιστικό συλλαλητήριο του Ηρακλείου, την κατάληψη και καταστροφή του

αγγλικού προξενείου, που δημιούργησε μεγάλο διπλωματικό επεισόδιο. Σήμερα, με

την άνεση της κριτικής, λόγω της απομάκρυνσής μας από τα τότε γεγονότα και όσα

ακολούθησαν το 1964, την περίοδο της χούντας, απόπειρα κατά Μακαρίου, εισβολή,

μπορούμε ψυχραιμότερα να δούμε το παρελθόν. Στην επιφάνεια έρχεται, λοιπόν, το

θέμα της ΕΟΚΑ και του Γρίβα, εξαιτίας της έκδοσης του νέου βιβλίου «Νεώτερος

και Σύγχρονος Κόσμος 1815-2000» για την Γ’ Λυκείου, που συνέγραψε ο καθηγητής

του Πανεπιστημίου Αιγαίου Γεώργιος Κόκκινος και οι δέκα πανεπιστημιακοί

συνεργάτες του, ιδίως της επίμαχης φράσης: «Στην Κύπρο η ΕΟΚΑ του Στρατηγού

Γρίβα πρόβαλε έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό».

Ξεκινώντας από την πρώτη αναμφισβήτητη αλήθεια περί του παλλαϊκού και του

μεγαλειώδους χαρακτήρα του κυπριακού αγώνα (1955-1959), προκύπτει εν συνεχεία

στον ερευνητή το παιδαγωγικό και παιδευτικό ερώτημα, αν εν ονόματι του όποιου

ιστορικού «διδακτισμού» πρέπει να αποκρύπτεται από τους μαθητές των 17-18

χρόνων η ιστορική αλήθεια. Και η αλήθεια, εν προκειμένω, είναι ότι λόγω του

ακροδεξιού παρελθόντος και της αντιδραστικής ιδεολογίας του αρχηγού της ΕΟΚΑ

Γ. Γρίβα, αρχηγού της ταγματασφαλίτικης κατοχικής οργάνωσης Χ, ο αγώνας στην

Κύπρο διέθετε σπερματικά ως ΕΟΚΑ, αλλά καθαρά πια ως ΕΟΚΑ Β’, «έναν κοινωνικά

υπερσυντηρητικό εθνικισμό», όπως γράφει ο καθηγητής Κόκκινος. Και επειδή

ορισμένοι, πιστεύω καλόπιστοι, ζητούν αποδείξεις, ας τους προσφερθούν, όχι εκ

των αποτελεσμάτων, αλλά από πηγές της εποχής και μαρτυρίες. Είναι γνωστό και

ταυτόχρονα άγνωστο, ότι ήδη από τις αρχές του 1950 δεκάδες στελέχη της ΕΟΚΑ

εκπαιδεύτηκαν στον Ψηλορείτη, στο Μετόχι Βωρού και στο Ηράκλειο από τον

βενιζελικό – δημοκρατικό αρχηγό της Αντίστασης Κρήτης καπετάν Μανώλη Μπαντουβά

και τους ανιψιούς του Κώστα και Μανώλη, με σκοπό να μεταβεί ο ίδιος στο νησί

ως αρχηγός της ΕΟΚΑ. Γράφει ο καπετάν Μπαντουβάς: «Τότε έρχονται από εκεί

στελέχη, φοιτητές της Κύπρου, οι οποίοι εσπουδάζανε στην Αθήνα και

εχπαιδευτήκανε εδώ στην Κρήτη μυστικά πώς κάνουνε τον ανταρτοπόλεμο για την

απελευθέρωση. Εδώ εδώκανε και τσι ονομασίες… Πήγαμε, βρήκαμε την κυβέρνηση,

επήγα εγώ προσωπικά, μυστικά, τσι ενημέρωσα και τος είπα ότι: «είμασταν

έτοιμοι να πάμενε με τρεις χιλιάδες όπλα». Δεν μας επιτρέψανε, παρ’ όλα αυτά

που μας υποσχεθήκανε» (Καπετάν Μπαντουβά Απομνημονεύματα, Εκδόσεις Κνωσός,

Αθήνα, 1979, σ. 448). Όντως, η δεξιά κυβέρνηση Παπάγου και μετά Κ. Καραμανλή

αντί για τον βενιζελικό – δημοκρατικό καπετάν Μπαντουβά προτίμησε, ευνόητο

γιατί, να στείλει στην Κύπρο τον Χίτη Γρίβα, σε μια έτοιμη και εκπαιδευμένη

από άλλους οργάνωση με όσα επακολούθησαν. Ο πρώην υπουργός Κώστας Μπαντουβάς,

τον οποίο κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει για μειωμένη εθνική συνείδηση ή για

«κομμουνιστική» ιδεοληψία, ήδη από το 1978 σε εκτενή σημείωση των

απομνημονευμάτων του καπετάν Μπαντουβά, αφού μου επιβεβαίωσε τα παραπάνω και

μου αποκάλυψε δεκάδες επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές της ΕΟΚΑ που

εκπαιδεύτηκαν από τους Μπαντουβάδες (Τάκης Κάιζερ, Πέτρος Στυλιανού, Φώτης

Παπαφώτης, Νίκος Αγγελίδης, Χρύσανθος Κακογιάννης, Γεώργιος Αριστείδου,

Ιωάννης Χατζηπαύλου-Ιωαννίδης κ.ά.) αναφέρεται στον Γρίβα, «που ήτο άσχετος με

την προηγούμενη φάση, ο οποίος πλαισιώθηκε μετά την κάθοδό του από τα

αγωνιστικά στοιχεία της Κύπρου ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθετήσεως».

Επιπροσθέτως λέει, μάλιστα, ότι: «Μετά την κάθοδο Γρίβα επανελήφθη η πρότασή

μας (να κατέλθωμε στην Κύπρο) χωρίς να γίνει πάλι αποδεκτή, αυτή τη φορά από

τον Γρίβα. Οι αρνήσεις αυτές αποτελούν αναμφισβήτητα ένα ιστορικό πρόβλημα»

(ό.π., καπετάν Μπαντουβάς, σ. 496). Το ιστορικό πρόβλημα που υπέθαλψε και

δημιούργησε τον «κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό». Οι Κύπριοι αγωνιστές,

σημειωτέον, όταν επισκέπτονται το Ηράκλειο πάντα κάνουν λόγο, ευγνωμόνως, για

την εκπαίδευσή τους και την προσφορά της Κρήτης.

Με το ζήτημα, λοιπόν, που προέκυψε, καλόν είναι: α) οι ιστορικοί να έχουν μια

όχι μόνο αθηνοκεντρική, αλλά και της τοπικής ιστορίας αντίληψη, ιδίως της

Κρήτης, και β) στους νέους μας να παρέχεται ανεμπόδιστα η ιστορική αλήθεια,

όσο πικρή και αν είναι, απαλλαγμένη από τις όποιες «διδακτικές» σκοπιμότητες

που μακροχρόνια βλάπτουν.

Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι συγγραφέας.