Το μυαλό τους καινούργιο απ’ την αρχή, αφού οι αισθήσεις το έτρεφαν με τροφές

ανήκουστες κι ανείδωτες. Ό,τι άφηνες πίσω μπορούσες να το διαγράψεις –

εντάξει, για λίγο, αλλά κάτι είναι κι αυτό. Ε, λοιπόν αυτό το Πάσχα, που μου

βγήκε πολύ ταξιδιάρικο, συνειδητοποίησα για τα καλά ότι παρήλθον οι χρόνοι

εκείνοι ανεπιστρεπτί. Ας όψεται η παγκοσμιοποίηση και οι παράπλευρες απώλειές

της. Όλα μια πολυεθνική άνοστη σούπα έγιναν. Τι νόημα έχει να είσαι στο

Λονδίνο, όταν στα κλαμπ ακούς την ίδια μουσική που ακούς στην παραλιακή, όταν

τα πουλοβεράκια τού Gap διακτινίστηκαν σε όλο τον κόσμο, όταν τον «Guardian»

τον διαβάζεις και στο Δίκτυο, Accesorize βρίσκεις σε πέντε σημεία της Αθήνας,

όταν τα ινδικά μπαχαρικά που ψώνιζες στο Camden τα εισάγει ο Βασιλόπουλος μαζί

με φρέσκο γάλα πουλιού;

Ωραία η επικοινωνία, δεν λέω, αλλά ώρες ώρες καταντάει εκνευριστική.

Αφήστε και κάτι στον τόπο του, βρε παιδιά, να έχουμε το κίνητρο να πάρουμε τη

βαλίτσα μας να τρέξουμε να το βρούμε! Στο Λονδίνο ούτε σινεμά δεν μπορούσες να

πας – τις ταινίες που έπαιζε το Πάσχα τις είχαμε δει πριν από τα Χριστούγεννα

εδώ! Ακόμα και το κλασικό mind the gap δεν είναι πια νουβοτέ· το ακούμε

ελληνιστί επί καθημερινής βάσεως στο μετρό μας.

Και το Λονδίνο, εντάξει, είναι η δεύτερη πατρίδα των μισών Ελλήνων. Η

Βουδαπέστη, όμως; Κι αυτή, η τέως κομουνίστρια καλλονή, ούνα φάτσα ούνα ράτσα

πια με τη λοιπή Ευρώπη! Το Χίλτον στο κάστρο απ’ τη μεριά της Βούδας, πίσω

ακριβώς απ’ τον πύργο των ψαράδων, γκλοριόζο από άποψη θέας. Μέσα Άγγλοι,

Γάλλοι, Γερμανοί κι εμείς. Και στους δρόμους, όμως, αγγλικά, γερμανικά. Estee

Lauder, Next, Marc and Spencer, Mac Donalds, όλα σε παράταξη στη Vaci Utca.

Μπερδεύεσαι. Αναρωτιέσαι αν έφυγες από το Λονδίνο ή απλώς ονειρεύτηκες τον

Δούναβη, που είναι απλούστατα ο γερο-Τάμεσης. Δεν μπορεί, λες, κάτι θα χει

μείνει απείραχτο, κάτι αυστηρά ουγγαρέζικο θα ανακαλύψω… Το βράδυ με πάνε σε

steak house – 100% αμερικάνικο. Την επομένη πέφτει πρόταση για κινέζικο.

Έλεος, θέλω να ουρλιάξω: «Τίποτα με μανιτάρια, τσιγγάνικα βιολιά, κερασόσουπα,

μια μαγυάρικη συνταγή δεν υπάρχει; Κινέζικο τρώω και απέναντι απ’ το σπίτι

μου, όταν βαριέμαι να μαγειρέψω!». Για να μη λέω ψέματα, βρήκα τελικά κάτι

ντόπιο στη Βουδαπέστη. Ήταν τα παραδοσιακά σαλάμια Ουγγαρίας, παρατεταγμένα

σαν στρατιωτάκια σε εθνική συσκευασία στο Duty Free. Κάτι σαν σήμα κατατεθέν,

σαν ανάμνηση της εποχής που οι ψηλοί, ροδαλοί και ξανθοί Μαγυάροι χρειάζονταν

το νόστιμο λίπος για να επιβιώσουν του ψυχρού καιρού και του ψυχρού πολέμου.

Τώρα το χρειαζόμαστε μόνο εμείς, για να βεβαιωθούμε ότι ταξιδέψαμε στη χώρα

τους.

Στην πατρίδα ολοταχώς, λοιπόν. Η σχολή άνοιξε, βιβλία ετοιμάζονται, δουλειές

τρέχουν. Δεκαπέντε μέρες βόλτες ανά τον κόσμο είναι αρκετές. Κι αν δεν μας

φτάνουν, γιατί είμαστε αχόρταγοι από κούνια, έχουμε ευτυχώς πάντα τον καταδικό

μας ΚΟΣΜΟ (ή Cosmos). Τη ραδιοφωνική συχνότητα 93,6 εννοώ, για την οποία

ευγνωμονώ την κρατική ραδιοφωνία. Τέτοιο δώρο είχε να μας κάνει από την εποχή

της Λιλιπούπολης. Τέτοια λαχτάρα να ξυπνήσω για να ανοίξω το ραδιόφωνο από

τότε έχω να ζήσω. Μέχρι τα Χριστούγεννα ήταν ένα από τα πιο καυτά μυστικά της

πόλης. Τότε ακριβώς ένας φίλος μού το ψιθύρισε (σ’ ευχαριστώ, Κωστή!) κι από

τότε εγώ το ψιθύρισα σε άλλους κι άφησα τη βελόνα κολλημένη εκεί νύχτα και

ημέρα. Αυτή, μάλιστα! Είναι παγκοσμιοποίηση, κυρίες και κύριοι – με την καλή

έννοια, που λένε και οι Μήτσοι. Η Σεζάρια Εβόρα, η Orchestra Baobap από τη

Σενεγάλη, ο Γιώργος Μαργαρίτης από το Φαρενάιτ, ο Μάνου Τσάο, ο Σαλίφ Κεϊτά, ο

Λέοναρντ Κόεν, όλη η Αφρική, η Ασία, η Ωκεανία αγκαλιά με την Ευρώπη, στα

πόδια σας. Ο ΚΟΣΜΟΣ όλος είναι μεθυστικά δικός μας, ακόμα κι αν δεν το

κουνήσουμε πια ρούπι απ’ το Μαρούσι!

Η Λένα Διβάνη είναι συγγραφέας, επίκουρος καθηγήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών.