Τα διόδια της Ελευσίνας δεν λειτουργούσαν, σπασμένοι ρημαγμένοι θαλαμίσκοι,

παρουσία χωρίς αιτία. Αλλά από ‘κει άρχιζε να σέρνεται διπλή και πολλαπλή η

ουρά των αυτοκινήτων. «Θα έρθουν οι δημοσιογράφοι να μας ρωτήσουν πώς

αισθανόμαστε», είπαν τα παιδιά, αλλά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Δεν ήρθε

κανείς, μόνοι αγκομαχούσαμε, μαζί με άλλους χιλιάδες, στην ίδια κατάσταση.

Αιχμάλωτοι της λαμαρίνας. Πού και πού με κατάπληξη αντιλαμβανόμασταν την

ύπαρξη ανθρώπινων όντων στα κλουβιά, μια κοπέλα που γελά, τρία νήπια

ταξιδεύουν με πιτζάμες. Και δεξιά, ένας μάστορας μεταφέρει την οικοδομική

ξυλεία του, με μια σακαράκα που τραντάζεται ολόκληρη. Πασπαλισμένος σε

πρόσωπο, μουστάκια και μαλλιά με γκρίζα σκόνη, μας κοιτά και χαμογελά

περίεργα. Τι το αστείο βλέπει; Όλες τις αστραφτερές, φρεσκοπλυμένες,

καταλυτικές κούρσες, τα καταπληκτικά τζιπ παντός καιρού, τα αεροδυναμικά

μοντέλα τελευταίας τεχνολογίας, να σέρνονται ταπεινά, στη μοίρα της

επιστροφής. Κι αυτός δηλαδή, πώς είναι έτσι άνετος; Μέρα που διάλεξε να

κουβαλήσει ξύλα. Επίτηδες το κάνει, για να γελά με μας. Μάστορα, μπας και

ξέρεις κάτι παραπάνω γι’ αυτόν τον δρόμο που περνάμε; Πώς μαστορεύτηκε, πώς

στρώθηκε και πώς ανοίχτηκε; Ή μάλλον πώς κλείστηκε και δεν μας χωράει; Πώς

αυγαταίνουμε έτσι και ξεπερνάμε κάθε του πρόβλεψη; Καβαλά το ρείθρο, ανεβάζει

στο πεζούλι τη σακαράκα, μισός πάνω και μισός κάτω απομακρύνεται μ’ ένα

τελευταίο σαρδόνιο χαμόγελο, τινάζοντας πλαγίως χαλίκια. Προσαρμοσμένη σαν

σαύρα στο άτσαλο περιβάλλον η μαούνα του. Εμείς με τα πολυτελή, τα

«ονειρεμένα» τα «οράματα» τα «ασυμβίβαστα», εμείς με τα ιδιωτικά θαύματα της

τεχνολογίας, είμαστε οι άσχετοι. Δεν κολλάμε με τίποτα στο τοπίο, αλλά έλα που

με τίποτα δεν μπορούμε και να ξεφύγουμε.