Η ηρεμία, μετά την καταιγίδα των μαζικών αγορών από το εξωτερικό που

σημειώθηκε τις 40 πρώτες ημέρες του νέου χρόνου, επανήλθε και πάλι στην

ελληνική αγορά ομολόγων. Πόσο θα κρατήσει; «Άγνωστο. Το πιθανότερο όμως είναι

ότι το επόμενο κύμα θα πρέπει να αναμένεται αμέσως μετά την αναβάθμιση της

πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας», λένε αρμόδια στελέχη πιστωτικών ομίλων,

τα οποία παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στον χώρο. Σύμφωνα με παράγοντες

του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, η εξέλιξη αυτή θα δρομολογηθεί προς

τις αρχές του δεύτερου εξαμήνου του έτους. Οι τράπεζες όμως εμφανίζονται

περισσότερες απαισιόδοξες ως προς το συγκεκριμένο θέμα και κάνουν λόγο για τα

τέλη του 2001. Γεγονός όμως θα πρέπει να θεωρείται ότι πριν έρθει το «δεύτερο

κύμα» του έντονου αγοραστικού ενδιαφέροντος, «η αγορά δεν πρόκειται σε καμία

περίπτωση να στεγνώσει», όπως λένε χαρακτηριστικά οι dealers της.

Και αν την εβδομάδα που πέρασε ο μέσος ημερήσιος τζίρος έπεσε για πρώτη φορά,

ύστερα από πολύ καιρό, κάτω από τα 200 δισ. δραχμές, αρκεί μία απλή αναφορά

στο αμέσως προηγούμενο διάστημα προκειμένου να συναχθούν περισσότερο ασφαλή

συμπεράσματα για τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής αγοράς. Αρκεί να

σημειωθεί ότι μόνο τον μήνα που πέρασε οι συναλλαγές στην Ηλεκτρονική

Δευτερογενή Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) έφθασε περίπου τα 7 τρισ. δραχμές, όταν τον

Ιανουάριο του 2000 μόλις που είχε ξεπεράσει τα 2,5 τρισ. δραχμές. Αυτός ο

υπερδιπλασιασμός του τζίρου μόνο ως τυχαίος δεν μπορεί να εκληφθεί, για όσους

παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις. Και αν η αναζήτηση επεκταθεί σε μεγαλύτερο

βάθος χρόνου, θα προκύψει ότι η συνολική αξία των συναλλαγών κατά την περσινή,

προενταξιακή, χρονιά προσέγγισε τα 43,5 τρισ. δραχμές, όταν το 1999 ο

συνολικός τζίρος ήταν της τάξεως των 28,26 τρισ. δραχμών.

Πού αποδίδεται όμως αυτή η συνεχιζόμενη «στροφή» προς τους τίτλους; Η

προσδοκία σημαντικών κερδών είναι ο ένας από τους δύο βασικούς παράγοντες που

ωθούν Ελληνες και ξένους θεσμικούς επενδυτές να τοποθετούνται μαζικά στο

προϊόν και σε όλα ανεξαιρέτως τα διαστήματα, με ιδιαίτερη όμως προτίμηση στα

μακρπρόθεσμα. Μάλιστα, όπως προβλέπεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, «η

επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης παγκοσμίως δημιουργεί τις

προϋποθέσεις για μία θετική πορεία των αγορών ομολόγων και ακόμα μεγαλύτερα

κέρδη για τους παλαιούς κατόχους τους». Η δεύτερη αιτία, η οποία όμως έχει να

κάνει περισσότερο με τις πρόσφατες μαζικές εντολές αγορών που καταγράφηκαν

στις αρχές του χρόνου, θα πρέπει να αναζητηθεί στα index funds, τα οποία

επενδύουν σε δείκτες ευρωομολόγων. Με την ένταξη της χώρας μας στη ζώνη του

ευρώ, τα funds αυτά έσπευσαν να αποκτήσουν και ελληνικά ομόλογα για να

συμπληρώσουν την γκάμα τους.

«Το γεγονός όμως ότι για μία θέση βασικού διαπραγματευτή δόθηκε «μάχη» ανάμεσα

σε γνωστούς οίκους του εξωτερικού αποδεικνύει ότι η αγορά μας αποκτά πλέον μια

διαχρονικότητα από πλευράς αγοραστικού ενδιαφέροντος» λένε οι dealers και

υπενθυμίζουν την περίπτωση της Goldman Sachs. Η τελευταία, ύστερα από μία πολύ

μεγάλη περίοδο αποχής από τα τεκταινόμενα στην ελληνική αγορά ομολόγων,

εμφανίσθηκε και πάλι την παραμονή της επιλογής από το ΥΠΕΘΟ των βασικών

διαπραγματευτών της. Τελικά έμεινε εκτός «νυμφώνος», αλλά αυτό δεν σημαίνει

ότι πλέον απέχει. Απλώς, όπως και στις άλλες περιπτώσεις, δεν φαίνονται οι

ενδεχόμενες εντολές αγοράς που δίνει, αφού εκτελούνται μέσω των βασικών

διαπραγματευτών.

Οι πληροφορίες πάντως αναφέρουν ότι αυτήν τη στιγμή υπάρχει τόσο αμερικανικό

όσο και ευρωπαικό ενδιαφέρον. Στην πρώτη περίπτωση, «ενεργούν» κυρίως η Merril

Lynch και η J.Ρ. Morgan, ενώ για λογαριασμό του Citigroup, η Schroders Salomon

Smith Barney. Σε ό,τι αφορά στο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον, πέραν των βασικών

διαπραγματευτών, από γερμανικής πλευράς ενεργεί και η Dresdner Bank, από

ολλανδικής η ΑΒΝ Amro Bank, από γαλλικής η Societe Generale, από ιταλικής η

Sao Paolo Milano, ενώ έστω αμιδρό ενδιαφέρον εκδηλώνεται από την Ισπανία και

την Πορτογαλία.