Η Ελλάδα, ύστερα από επίπονες προσπάθειες και θυσίες για το μεγαλύτερο μέρος

του πληθυσμού της, αποτελεί πια επισήμως το 15ο μέλος της Οικονομικής και

Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Οι συνθήκες όμως που επικρατούν σήμερα στον χώρο

της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρκετά διαφορετικές, όχι μόνο σε σχέση με αυτές

της αρχικής θριαμβευτικής έναρξης του «ευρωπαϊκού ονείρου» πριν από δύο

χρόνια, αλλά κυρίως σε σχέση με εκείνες της εποχής της Συνθήκης του Μάαστριχτ

που όρισε όλες αυτές τις εξελίξεις.

Μία από τις βασικότερες προϋποθέσεις για τη λειτουργία της ΟΝΕ είναι η

ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των εθνικών κεντρικών

τραπεζών. Η ανεξαρτητοποίηση όμως των κεντρικών τραπεζών την οποία παραχώρησαν

οι κυβερνήσεις κατ’ εφαρμογή του κριτηρίου του Μάαστριχτ δεν αρκεί για να

εξασφαλίσει στην ΕΚΤ την απαραίτητη αξιοπιστία και αποδοχή της ως ανεξάρτητης

νομισματικής αρχής. Η επιτυχία της νομισματικής πολιτικής βασίζεται πάνω απ’

όλα στην αξιοπιστία. Η τελευταία όμως δεν παραχωρείται παρά αποκτάται

μακροπρόθεσμα και αποδεικνύεται έμπρακτα. Έως τότε, η εκτίμηση των πολιτών και

των αγορών για την ΕΚΤ θα παραμένει αμφίβολη, καθιστώντας επισφαλή τη

γενικότερη επιτυχία της ΟΝΕ.

Η επιτυχημένη εισαγωγή του κοινού νομίσματος έδωσε αρχικά κάποια έξτρα δύναμη

και κύρος στην ΕΚΤ και στο ευρώ, όμως οι πολιτικές διαφωνίες, τα δεδομένα

διαρθρωτικά προβλήματα και οι διαφορετικές οικονομικές προτιμήσεις των

κρατών-μελών σύντομα έθεσαν την αξιοπιστία τους σε αμφισβήτηση.

Το ευρώ υποχώρησε σημαντικά έναντι του δολαρίου και η διοίκηση της ΕΚΤ δεχόταν

καθημερινά κατηγορίες για ανικανότητα και αδεξιότητα. Αν και τελευταία η

κατάσταση βελτιώθηκε αισθητά και προβλέπεται περαιτέρω ανάκαμψη του ευρώ και

θετική η πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, τα ουσιαστικά προβλήματα

παραμένουν. Εξάλλου η πρόσφατη ανάκαμψη οφείλεται μάλλον στο ότι το

«αμερικανικό οικονομικό θαύμα» δείχνει κάποια σημάδια κόπωσης παρά στο ότι

κάτι ουσιαστικό άλλαξε στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Το πρόβλημα της τελευταίας

ήταν και παραμένει στην ουσία πολιτικό παρά οικονομικό.

Σημαντική αιτία των πιο πάνω αποτελεί η αλλαγή της πολιτικής συμπεριφοράς των

κυβερνήσεων των κρατών-μελών. Λίγο πριν την εφαρμογή της ΟΝΕ, επικράτησαν

κεντρο-αριστερές κυβερνήσεις σε 11 από τα 15 κράτη-μέλη, που μετατόπισαν τις

πολιτικές ισορροπίες και προτεραιότητες εντός της Ένωσης. Είναι χαρακτηριστικό

πως στην πλειονότητα των κρατών-μελών άλλες κυβερνήσεις συμφώνησαν στο

Μάαστριχτ, άλλες εφάρμοσαν την πολιτική της σύγκλισης και τελικά άλλες

κυβερνούν σήμερα.

Η επίτευξη χαμηλού πληθωρισμού ήταν βέβαια μια θετική εξέλιξη, αλλά η υψηλή

ανεργία και η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων οδήγησαν στην αμφισβήτηση της

αντιπληθωριστικής προτεραιότητας που δόθηκε τη δεκαετία του ’90, ενώ πολλές

κεντρο-αριστερές κυβερνήσεις διαπνέονται αρνητικά προς την «υπερεξουσία» και

την ανεπαρκή δημοκρατικότητα της ΕΚΤ. Έτσι, έπειτα από τόση εμμονή και πίστη

στους κεντρικούς τραπεζίτες και τις επιταγές του Μάαστριχτ, και αφού

εγκαθιδρύθηκε η ΟΝΕ, οι πολιτικοί επιζητούν μεγαλύτερη ανάμειξη στις

νομισματικές αποφάσεις της Ευρώπης.

Η χώρα μας με την είσοδό της στην ΟΝΕ, ένα αναμφισβήτητα θετικό βήμα, θα

επηρεάζεται πλέον άμεσα από τις αποφάσεις της ΕΚΤ. Θα πρέπει να κατανοήσουν

όλοι πως πλέον οι νομισματικές αποφάσεις λαμβάνονται βάσει όχι εθνικών

κριτηρίων αλλά ευρύτερων ευρωπαϊκών. Αυτό μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να

αποδειχθεί ιδιαίτερα επώδυνο, ιδίως για μια μικρή χώρα σαν τη δική μας με τις

δεδομένες κοινωνικο-οικονομικές καθυστερήσεις. Ας ελπίσουμε πως η χρονική

στιγμή της ένταξής μας θα συμπέσει με μια μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της

ευρωπαϊκής οικονομίας, ώστε να μη δημιουργηθούν αναταραχές που θα ανακόψουν

την απαραίτητη, ιδίως για τα μικρομεσαία στρώματα του πληθυσμού μας,

πραγματική κοινωνική και οικονομική σύγκλιση.

Ο Πάνος Ι. Σκουλαρίκης είναι οικονομολόγος (Ph. D. Οικονομικά /

Ευρωπαϊκές Σπουδές London School of Economics).