Οι πιο σπουδαίοι…

… άνθρωποι, όσο πιο πολύ γερνούν, τόσο πιο πολύ επαναστατούν, είχε

πει ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω το 1903. Τα ίδια θα έλεγε και σήμερα, αν έβλεπε, ας

πούμε, την πορεία των πιο διάσημων αποστατών της παγκόσμιας Δεξιάς, του

Βρετανού Τζον Γκρέι και του Αμερικανορουμάνου Έντουαρντ Λούτβακ μετά τον Ψυχρό

Πόλεμο, που μαζί με άλλους αλλά ήσσονος σημασίας τέτοιους αποστάτες κάνουν το

βασικό θέμα του περιοδικού «Lingua Franca».

Ο Τζον Γκρέι…

… στα 1970, ήταν το ανερχόμενο αστέρι της βρετανικής Νέας Δεξιάς.

Φιλοσοφικό προϊόν της Οξφόρδης, έγραφε «πεζοτράγουδα» για την ελεύθερη αγορά,

όργωνε τον Ατλαντικό για να γεμίζει τις μπαταρίες του με ιδέες από τον

φιλελευθερισμό της αμερικανικής Δεξιάς και γοήτευε τους φίλους του ­ λένε οι

ίδιοι ­ με νυχτερινές συζητήσεις για το όραμα της επερχόμενης

αναρχοκαπιταλιστικής ουτοπίας. Όμως, όταν έπεσε το Τείχος, ο Γκρέι αποστάτησε.

Πρώτα τα έβαλε με τον Φουκουγιάμα και το «τέλος της ιστορίας». Ύστερα τάχθηκε

κατά της κατάργησης του βρετανικού κρατικού συστήματος υγείας. Και το 1998,

από τη νέα του θέση ως καθηγητή στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου, κατήγγειλε

την παγκοσμιοποίηση, προειδοποιώντας πως οι συμφορές που θα φέρει ο παγκόσμιος

καπιταλισμός θα είναι ίδιες με εκείνες που έφερε η Σοβιετική Ένωση. Τώρα είναι

τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας «Guardian» και του περιοδικού «New

Statesman», εντύπων της βρετανικής Αριστεράς. Η μεταστροφή του μπέρδεψε

πολλούς, ανάμεσά τους και τη Μάργκαρετ Θάτσερ. «Πώς κατέληξε ο Τζον Γκρέι;»

απόρησε. «Αυτός ήταν κάποτε δικός μας».

Ο Έντουαρντ Λούτβακ…

… ήταν κάποτε ο πιο «ριγκανάτος» διανοούμενος, προικισμένο «γεράκι» που

έδωσε τη θεωρητική δικαίωση στον μιλιταρισμό του Ρόναλντ Ρίγκαν. Τον φώναζαν

«ο τρελός Έντι». Σήμερα, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι απογοητευμένος από τη

νίκη. Βρίσκει τις ΗΠΑ έναν καπιταλιστικό εφιάλτη, μια «ζοφερή προειδοποίηση»

για τους ηγέτες που θέλουν και αυτοί να εξαπολύσουν τις δυνάμεις της ελεύθερης

αγοράς στις χώρες τους. Με την ίδια οξύτητα που κάποτε τα έβαζε με τους

ειρηνιστές, τώρα περιπαίζει το ναπολεόντειο σύμπλεγμα της αμερικανικής

πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας, αμφισβητώντας το αξίωμα ότι ο καπιταλισμός

και η δημοκρατία είναι υποχρεωτικά ομοκρέβατοι (η ελεύθερη αγορά και η

λιγότερο ελεύθερη κοινωνία πάνε χέρι χέρι, λέει). Τα βάζει και με τους

Ευρωπαίους κεντροαριστερούς τύπου Μπλερ επειδή εγκατέλειψαν τις σοσιαλιστικές

ρίζες τους. Με την «περιφρόνησή τους για τους φτωχούς και άλλους αδικημένους»,

γράφει ο Λούτβακ, «και με την αποστροφή τους για τις μάζες των εργαζομένων»,

οι κλιντονικοί Νέοι Δημοκρατικοί και οι Ευρωπαίοι Τριτοδρομικοί «μόνο δεξιές

πολιτικές μπορούν να ακολουθήσουν».

Στις μετενσαρκώσεις…

… τις πρώτες τους, ο Γκρέι και ο Λούτβακ καταγοητεύονταν από τα δύο

«καταστατικά» πάθη του συντηρητισμού: τον αντικομμουνισμό και την ελεύθερη

αγορά. Όμως, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, θέτουν ερωτήματα για την

αγορά που κάποτε ούτε θα τολμούσαν να ρωτήσουν. Με τον κομμουνισμό να έχει

σωριαστεί και την αγορά να είναι παντοδύναμη, έχουν αδειάσει και οι δυο τους

από τον ενθουσιασμό που κάποτε τους κατοικούσε. Σήμερα, ο Γκρέι και ο Λούτβακ

είναι δυο πικρόχολοι «εμιγκρέδες», χαμένοι σε μια διασπορά που κατασκεύασαν οι ίδιοι.