Άκουσα προ ημερών στην TV διάφορους τραγουδιστές να μιλούν απαξιωτικά για

συναδέλφους τους, που δίνουν στις παραστάσεις τους ιδιαίτερη βαρύτητα στο

θέαμα. Και αναρωτήθηκα: Γιατί αυτή η αντίδραση. Σε ποια εποχή ζούμε; Στην

εποχή του ρεμπέτικου με τα μισοσκότεινα μαγαζιά στις άκρες των συνοικιών ή

στην εποχή των μπουάτ, που οι άνθρωποι, καθισμένοι σε σκαμνάκια, απολάμβαναν

μέσα σε κατανυκτική σιγή εξαίρετες ερμηνείες υπέροχων τραγουδιών;

Δεν ζούμε σ’ αυτές τις εποχές. Ζούμε στην εποχή της τηλεόρασης και του

βιντεοκλίπ. Τώρα δεν κυριαρχούν οι όμορφες φωνές και τα ωραία τραγούδια.

Κυριαρχούν ο ρυθμός, η κίνηση, ο χορός, η δροσιά, το έξυπνο εύρημα του

σκηνοθέτη, το εφέ, ο εντυπωσιακός φωτισμός, το σόου. Και όλα αυτά δεν έπεσαν

από τον ουρανό. Τα επέβαλαν οι συνθήκες. Που άλλαξαν. Ο κόσμος, πλέον, δεν

πεινάει. Έχει σπίτι και εξοχικό. Έχει αυτοκίνητο. Είναι αιχμάλωτος της TV.

Στους εκατό Έλληνες μόνο ένας βρίσκεται «κάτω από τα όρια της φτώχειας», όπως

λένε οι στατιστικές.

Οι ίδιοι οι τραγουδιστές που σήμερα γκρινιάζουν είναι εκείνοι που ζήτησαν

μεγαλύτερα μαγαζιά ­ και μεροκάματα ­, περισσότερους προβολείς, χλιδάτη

ατμόσφαιρα, αστραφτερές ρεκλάμες, μπαλέτα με ημίγυμνες χορεύτριες, τεράστιες

φωτεινές ταμπέλες με τα ονόματά τους, «φουσκωτούς» και πορτιέρηδες-νταήδες. Οι

ίδιοι οι τραγουδιστές σε συνεργασία με τις εταιρείες πέταξαν έξω από το

παιχνίδι συνθέτες και ποιητές, γίναν εκείνοι «αφεντικά» και επέβαλαν ακόμη και

τις φάτσες τους στα εξώφυλλα των δίσκων.

Ρώτησα έναν γνωστό τραγουδιστή «πώς πάει η δουλειά;». Μου απάντησε: «Χάλια!

Όλα τα λεφτά τα παίρνουν οι ποπ τραγουδίστριες με τα σόου τους επί σκηνής, κι

εμείς, οι πραγματικοί τραγουδιστές, που εργαλεία μας είναι τα καλά τραγούδια

και οι φωνές μας, βαράμε μύγες…». Δεν είναι, όμως, έτσι ακριβώς τα πράγματα:

οι «φωνάρες» με τις «τραγουδάρες» σκίζουν! Θέση δεν υπάρχει στο Δημοτικό

Θέατρο για τη Χαρούλα! Θριαμβεύει ο Νταλάρας. Γεμίζουν κάθε βράδυ η Πρωτοψάλτη

και ο Κραουνάκης. Φίσκα ο Πάριος στη Θεσσαλονίκη. Μη λέμε, λοιπόν, ό,τι

θέλουμε…

Σπάνια πηγαίνω πια για να διασκεδάσω σε νυκτερινά κέντρα. Η ηλικία, η κόπωση,

ο κορεσμός, τα μεγάφωνα, τα τραγούδια, που γενικώς δεν είναι του γούστου μου,

το μέτριο έως κακό φαγητό και οι αλμυρές τιμές φυσικά, με κρατάνε στο σπίτι.

Ιδίως τέτοιες μέρες εορταστικές. Ο Μαροσούλης, όμως, που είναι παλιός φίλος,

με το «λέγε – λέγε» με έπεισε «να την κάνω» για το «Ρεξ». Και πρέπει να πω ότι

πέρασα πολύ καλά. Παρά τις υπερβολές στο μέρος του προγράμματος που αφορά στο

θέαμα.

Στο «Ρεξ» που ήταν κατάμεστο και με 1.000 άτομα στον δρόμο (!) είδα για πρώτη

φορά τη Δέσποινα Βανδή. Δεν με αφορούν τα περισσότερα από τα τραγούδια που

λέει. Η κοπέλα όμως, όπως τονίζει ο έμπειρος Αχιλλέας Θεοφίλου, έχει

φωνή. Αλλ’ όχι μόνο: είναι νέα, πολύ όμορφη, είναι εκρηκτική, χορεύει,

μιμείται με χιούμορ, «παίζει» και κυριαρχεί στη σκηνή, επί τρεις ολόκληρες

ώρες! Δεν είναι καθόλου τυχαία η επιτυχία της. Το αντίθετο.

Χρόνια πολλά και πάλι.