Για την τραπεζική και τη χρηματιστηριακή αγορά ο κ. Γιάννης Κωστόπουλος, ο

πρόεδρος της Alpha Bank, ίσως είναι ο μοναδικός Έλληνας τραπεζίτης ο οποίος

έχει δει και έχει ζήσει «από μέσα» την εποχή των μεγάλων αλλαγών της ελληνικής

οικονομίας αλλά και της επιχειρηματικής δράσης. Έζησε με την τράπεζά του την

εποχή των απόλυτων διοικητικών περιορισμών της δεκαετίας του ’60 και ετοίμασε

το μεγάλο άλμα προς τα μπρος όταν το τραπεζικό σύστημα θα έφτανε να δρα σε

συνθήκες απελευθέρωσης.

Οραματίσθηκε και πέτυχε στις δεκαετίες του ’80 και ’90 τη μετατροπή της

τράπεζας σε όμιλο αλλά και, αντιλαμβανόμενος τα μηνύματα των καιρών, κατάφερε

να μετατρέψει μία παλαιά οικογενειακή επιχείρηση σε έναν πολυμετοχικό όμιλο με

μετόχους που αν συγκεντρωθούν όλοι μαζί γεμίζουν το Ολυμπιακό στάδιο του

Σίδνεϋ.

Πέρασε επίσης από το μεγάλο σχολείο όλων των χρηματιστηριακών κρίσεων που

έπληξαν τη Σοφοκλέους αλλά και τα ξένα χρηματιστήρια στις τρεις τελευταίες

δεκαετίες του αιώνα που πέρασε.

Το μάθημα που πήρε, όπως λέει μερικές φορές, από τη Σοφοκλέους, είναι ότι το

κλειδί της επιτυχίας εντοπίζεται στο να επικεντρώνεται όλη η προσπάθεια στους

μετόχους, οι οποίοι μακροπρόθεσμα πρέπει να είναι ικανοποιημένοι. Το μυστικό

είναι η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ του ισχύοντος κάθε φορά περιβάλλοντος και

των στρατηγικών επιδιώξεων της τράπεζας, των πελατών και των μετόχων.

Οι δημόσιες εγγραφές

Έτσι, για τον κ. Γιάννη Κωστόπουλο η αίσθηση της ισορροπίας αποκτά ιδιαίτερη

βαρύτητα. Για τον οικονομικό αναλυτή όμως ακόμα μεγαλύτερο ειδικό βάρος έχουν

οι διαπιστώσεις που κάνει και αφορούν την ανισορροπία που χαρακτηρίζει πλέον

σχεδόν όλες τις όψεις της χρηματιστηριακής αγοράς, από τις δημόσιες εγγραφές

και τις αναδοχές μέχρι τη στρατηγική των επενδυτών.

Γι’ αυτόν η υπόθεση των αναδοχών στο σημερινό χρηματιστηριακό περιβάλλον

μπορεί να εξελιχθεί αν δεν αντιμετωπισθεί με τη δέουσα προσοχή και ευελιξία ως

ένα πρόβλημα που μακροπρόθεσμα θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τις εταιρείες,

τους μετόχους, αλλά και τις ίδιες τις τράπεζες.

Αν και μετρά τις λέξεις του όταν μιλά για το θέμα των δημόσιων εγγραφών και

των αναδόχων λέει, ότι είναι «πολύ σοβαρή υπόθεση και δεν πρέπει να αφήνει

περιθώρια για ευκαιριακές κινήσεις».Δεν διστάζει μάλιστα να πει ανοικτά ότι η

εμπειρία των τελευταίων εβδομάδων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη

δραστηριότητα οδηγεί σε καταστάσεις ανισορροπίας στην αγορά.

«Αυτή τη στιγμή διαπιστώνεται μία έντονη ανισορροπία στην προσφορά και στη

ζήτηση τίτλων από νέες εκδόσεις και αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου από τις

επιχειρήσεις μέσω της διαδικασίας της δημόσιας εγγραφής», λέει χαρακτηριστικά

και διευκρινίζει:

«Σήμερα, όπως και το καλοκαίρι του ’99, υπάρχει στη συγκεκριμένη αγορά το

στοιχείο της υπερβολής. Η μόνη διαφορά είναι ότι τότε η αγορά απορροφούσε ό,τι

και όπως προσφερόταν ενώ σήμερα έχουμε το ακριβώς αντίστροφο φαινόμενο»,

τονίζει και συνεχίζει:

«Επομένως, σήμερα το ζητούμενο είναι η αγορά να βρει το συντομότερο δυνατόν το

σημείο ισορροπίας της. Αυτό πρακτικά υπαγορεύει και στους δύο πόλους της

αγοράς ­ δηλαδή την προσφορά και τη ζήτηση ­ να προσαρμόσουν τη στάση τους στα

σημερινά δεδομένα. Μ’ άλλα λόγια η ζήτηση, δηλαδή οι επενδυτές θα πρέπει να

διαμορφώσουν ένα νέο πλαίσιο στόχων (ποσοτικών και ποιοτικών) και η προσφορά,

δηλαδή οι επιχειρήσεις αλλά και οι ανάδοχοι να προσαρμόσουν οι μεν τις

απαιτήσεις τους και οι δε τις υπηρεσίες, τις προτάσεις και τις διασφαλίσεις

που προσφέρουν στο σημερινό περιβάλλον της χρηματιστηριακής αγοράς».

Ο κ. Κωστόπουλος, όταν του ζητείται να συσχετίσει τις θέσεις αυτές με την

κατάσταση που ισχύει στις αναδοχές που έχουν γίνει τον τελευταίον καιρό και οι

οποίες αντιμετώπισαν προβλήματα αλλά και με την πολιτική τόσο της Alpha Bank

όσο και γενικότερα των αναδόχων τονίζει:

«Οι τράπεζες θα πρέπει να είναι πιο ευαίσθητες στα μηνύματα που δέχονται από

την αγορά και να προσαρμόζουν τις προτάσεις τους. Θα πρέπει, όταν και όπου

χρειάζεται, να συγκρατούν ακόμη και τις απαιτήσεις των πελατών τους».

Όπως μάλιστα λέει, «το να γίνουν μέτοχοι άθελά τους σε κάποιες νεοεισερχόμενες

εταιρείες μακροπρόθεσμα δεν ευνοεί κανέναν. Ούτε τις τράπεζες ούτε τις

επιχειρήσεις ούτε τους επενδυτές, οι οποίοι θα έχουν να αντιμετωπίσουν για

πολύν καιρό μία λανθάνουσα προσφορά μετοχών που θα πιέζει άμεσα τις τιμές».

Μακρόχρονη εμπειρία δείχνει ότι σε περιπτώσεις όπου οι ανάδοχοι υποχρεώθηκαν

να καλύψουν σε μεγάλο βαθμό την έκδοση, η τιμή της μετοχής πιεζόταν πολύν

καιρό από τα χαρτιά που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους.

Από την άλλη πλευρά είναι σχετικά πρόσφατη η εμπειρία για το τι μπορεί να

σημαίνει για το χαρτοφυλάκιο μιας τράπεζας η ακούσια συμμετοχή της σε

εταιρείες που δεν σχετίζονται με τον χρηματοοικονομικό τομέα.

Οι προβληματικές εταιρείες του ’70 και του ’80, που δεν ήταν εξαρχής

προβληματικές, ακόμα βασανίζουν την ελληνική οικονομία ενώ πριν από λίγα

χρόνια κλυδώνισαν το τραπεζικό σύστημα.

Όταν μάλιστα καλείται ο πρόεδρος της Alpha Bank να προτείνει τρόπους για να

αντιμετωπισθεί το νέο περιβάλλον των αναδοχών επισημαίνει:

«Πρέπει να δούμε το περιβάλλον πιο διεξοδικά, ώστε να προσαρμόσουμε την

πολιτική μας με στόχο την προστασία της επιχείρησης, του επενδυτή και του

ανάδοχου. Η αναδοχή είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και δεν πρέπει να βρίσκει

περιθώρια για ευκαιριακές κινήσεις».

Η Σοφοκλέους

Αλλά κατά τον κ. Κωστόπουλο και η σημερινή κατάσταση που επικρατεί στη

Σοφοκλέους έχει πολλά στοιχεία ανισορροπιών. Ως τέτοια φαινόμενα μπορεί να

χαρακτηριστούν οι περιπτώσεις ορισμένων μετοχών που οι τιμές τους δεν έχουν

καμία σχέση με την κερδοφορία τους αλλά και η παρατηρούμενη επενδυτική

απροθυμία.

Όταν μάλιστα καλείται να σχολιάσει τη σημερινή κατάσταση του Χρηματιστηρίου

τονίζει:

«Η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο ΧΑΑ χαρακτηρίζεται:

Πρώτον, από μεγάλη ανισορροπία ως προς τη σχέση τιμής με μερισματική

απόδοση. Δηλαδή έχουμε περιπτώσεις μετοχών που οι τιμές τους δεν έχουν καμία

σχέση με τη μερισματική τους απόδοση, αλλά ούτε και ευρύτερα με την κερδοφορία

τους.

Δεύτερον, από τον χαμηλό τζίρο που ενδεχομένως υποκρύπτει επενδυτική

απροθυμία. Και αυτό έχει το στοιχείο της υπερβολής.

Όπως το καλοκαίρι του 1999 έμπαιναν κεφάλαια με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα στις

τοποθετήσεις και με μόνο κριτήριο την πιθανότητα άμεσου κέρδους, τώρα

βρισκόμαστε στο σημείο να μη γίνονται τοποθετήσεις σε μετοχές υγιών εταιρειών

και αυτό σε μια στιγμή που οι μερισματικές αποδόσεις προσεγγίζουν τα επιτίκια

των καταθέσεων.

Όσον αφορά τα περί διεθνούς αβεβαιότητας, θεωρώ ότι και η αγορά τούς έχει

αποδώσει υπερβολική βαρύτητα, αφού υπάρχουν φθηνές μετοχές και το γενικό

επίπεδο του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι ανταγωνιστικό».

ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Θα πάνε καλά επιχειρήσεις και τράπεζες

Αισιόδοξος για τις προοπτικές των ελληνικών επιχειρήσεων είναι ο κ. Γιάννης

Κωστόπουλος: «Οι ελληνικές εταιρείες έχουν εξυγιανθεί σε μεγάλο βαθμό και οι

εν δυνάμει αγορές τους έχουν αυξηθεί.

Δεν βλέπω, λοιπόν, γιατί μια εταιρεία του 2001 να μην πάει καλύτερα από ό,τι

φέτος», τονίζει.

Ιδιαίτερη σημασία έχει όμως και η άποψη του κ. Κωστόπουλου για τις προοπτικές

της κερδοφορίας των τραπεζών, καθώς την περίοδο αυτή δεν είναι λίγες οι

αναλύσεις που «μιλούν» για κάμψη του ρυθμού μεγέθυνσης αλλά και για

εκλογίκευση των θεαματικών ποσοστών αύξησης της κερδοφορίας των τραπεζών. Ο κ.

Κωστόπουλος όμως έχει διαφορετική άποψη. Έτσι, στο ερώτημα για το αν τέλειωσαν

οι καλές μέρες για τις ελληνικές τράπεζες απαντά:

«Όχι. Τελειώνουν όμως οι μέρες που οι τράπεζες έβγαζαν εύκολα κέρδη από τη

μεγάλη διαφορά των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, την αποκλιμάκωση του

κόστους του χρήματος και από υπεραξίες χαρτοφυλακίων που ήταν σε λανθάνουσα

κατάσταση. Στο νέο περιβάλλον, που ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι η

εξυγίανση και η μεγέθυνση της τραπεζικής αγοράς, οι τράπεζες που θα ελέγξουν

το κόστος τους και θα προσφέρουν νέα προϊόντα θα έχουν πάλι προοπτικές υψηλής

κερδοφορίας».

Στο παιχνίδι του τραπεζικού ανταγωνισμού όμως σύντομα θα μπουν και οι αμιγώς

ιντερνετικές τράπεζες που μπορούν στο μέλλον να αποσπάσουν μερίδιο της αγοράς.

Ο πρόεδρος της Alpha Bank όταν ερωτάται για το πόσο φοβάται αυτόν τον νέο

ανταγωνιστή είναι κατηγορηματικός. «Όχι, δεν φοβάμαι τις αμιγώς ιντερνετικές

τράπεζες, διότι ο πελάτης της τράπεζας θέλει εντέλει να μιλήσει και να

εμπιστευθεί κάποιον και γι αυτό στο e-banking θα πετύχουν εφόσον επενδύσουν

σωστά οι καθιερωμένες στη συνείδηση της αγοράς τράπεζες.