Με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, η αναθέρμανση της αντιπαράθεσης Αράβων –

Ισραηλινών αναδεικνύει την τραγική διάσταση πολλών διεθνών διαφορών,

επιβεβαιώνει τον αδιέξοδο χαρακτήρα των διλημμάτων όταν συγκρούονται «δύο

δίκαια» και υπενθυμίζει τη διαπίστωση του Θουκυδίδη πως στις διεθνείς σχέσεις

«το δίκαιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του, και ότι,

όταν αυτό δεν συμβαίνει, οι δυνατοί κάνουν όσα τους επιτρέπει η δύναμή τους

και οι αδύναμοι υποχωρούν και αποδέχονται».

Εξ αντικειμένου, η διένεξη για την Παλαιστίνη είναι «τραγική»: Άραβες και

Εβραίοι επικαλούνται το ίδιο δικαίωμα, δηλαδή, να έχουν την Παλαιστίνη ως

κράτος-πατρίδα. Οι Εβραίοι, αφού για δύο χιλιάδες χρόνια καταπιέστηκαν και

διώχθηκαν όπου κι αν βρέθηκαν, το 1948 κατάφεραν ­ κατ’ αυτούς δικαίως ­ να

δημιουργήσουν τετελεσμένα, δηλαδή το κράτος του Ισραήλ. Προηγουμένως, εκδίωξαν

μεγάλο αριθμό Αράβων Παλαιστινίων από τις πατρογονικές τους εστίες. Έκτοτε, οι

Παλαιστίνιοι δικαίως αγωνίζονται να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Αυτό που

κρίνεται, επομένως, δεν είναι ποιος έχει δίκαιο, αλλά ποιος εκ των δύο

τραγικών αντιπάλων θα καταφέρει να επιβάλει το δικό του δίκαιο.

Ποιος εκ των δύο θα «νικήσει» και ποιος θα «δικαιωθεί»; Θα «δικαιωθεί» αυτός

του οποίου η στρατηγική θα επικρατήσει. Μέχρι στιγμής, πάντως, η στρατηγική

των Ισραηλινών υπερτερεί της αντίστοιχης των Αράβων. Η αποτελεσματικότητα της

ισραηλινής στρατηγικής συναρτάται με την υιοθέτηση ενός μείγματος στρατηγικών

και πολιτικών-ιδεολογικών επιλογών: 1) Εθνική ιδεολογική αυτοδυναμία που

στηρίζεται σε μερικές κεντρικές ιδέες, δηλαδή, κρίσιμες κοσμοθεωρητικές και

βιοθεωρητικές νοηματοδοτήσεις, οι οποίες προσφέρουν σταθερή συναινετική βάση

στα ζητήματα στρατηγικών προσανατολισμών. 2) Δύναμη που στηρίζεται στη σχεδόν

απόλυτη στρατιωτική αυτάρκεια. Η αυτάρκεια, εν τούτοις, συνδυάζεται πάντοτε με

αποτελεσματική διπλωματία που διασφαλίζει ισχυρές συμμαχίες. Βασικά, η

ευρωστία αυτών των συμμαχιών συναρτάται με την ικανότητα του Ισραήλ να ασκεί

στρατηγική εποπτεία στην περιφέρειά του, γεγονός που το καθιστά πολύτιμο

συνεταίρο στις ΗΠΑ. 3) Ορθή ανάλυση των διεθνών σχέσεων: Οι αλλαγές μετά τον

Ψυχρό Πόλεμο δεν δημιούργησαν αυταπάτες για λιγότερο άναρχο διεθνές

περιβάλλον. Αντίθετα, από θέση ισχύος προχώρησαν στις συμφωνίες του Όσλο, με

τις οποίες, χωρίς την ελάχιστη ουσιαστική υποχώρηση, κατόρθωσαν να διασπάσουν

και διαβρώσουν τους αντιπάλους τους. 4) Ακολούθησαν χαρακτηριστικές

μεθοδεύσεις: «Προσέγγιση των δύο λαών», αλλά όχι «αραβολαγνία». Συναντήσεις

«πολιτών», δημοσιογράφων, καλλιτεχνών, με τρόπο που διέβρωνε ιδεολογικά την

αντίπαλη κοινωνία αλλά όχι τη δική τους, κ.λπ. Οι συμφωνίες του Όσλο, εξάλλου,

ουσιαστικά, σήμαιναν σχεδόν εκατό τοις εκατό υποχώρηση των Παλαιστινίων από

τις θέσεις που κρατούσαν επί δεκαετίες.

Η άτακτη υποχώρηση των Παλαιστινίων στο Όσλο, ασφαλώς, δεν ήταν απόφαση της

στιγμής αλλά συνέπεια σωρείας στρατηγικών λαθών, αραβικών πολιτικών

διαιρέσεων, λανθασμένων συμμαχικών επιλογών και ιδεολογικής αποδυνάμωσης. Η

τραγική μορφή του Αραφάτ όταν έσφιγγε το χέρι των κατακτητών της πατρίδας του

­ εικόνα που τόσο πολλούς παρέσυρε σε λανθασμένες εκτιμήσεις, οι οποίες στην

Ελλάδα έφθασαν σε σημείο παραληρήματος περιώνυμων αναλυτών που καλούσαν την

Ελλάδα να μιμηθεί τον Αραφάτ στα ελληνοτουρκικά ­ ήταν απόρροια απελπισίας,

εγκατάλειψης αλλά και ψευδαίσθησης πως ο κατευνασμός θα υπερνικούσε το

ισραηλινό «δίκαιο» και πως θα οδηγούσε σε ανακήρυξη παλαιστινιακού κράτους.

Όταν οι ψευδαισθήσεις εξατμίστηκαν, όλοι συνειδητοποιούν πως το πρόβλημα δεν

λύθηκε αλλά πως, αντίθετα, οξύνθηκε: Τα «δύο δίκαια» συγκρούονται με

μεγαλύτερη πλέον σφοδρότητα. Ενώ οι Ισραηλινοί θεωρούν την περιορισμένη

αυτονομία των Παλαιστινίων ως «τελική λύση» και μέσο ελέγχου του

παλαιστινιακού λαού, οι Παλαιστίνιοι, αντίθετα, τη θεωρούν ως εφαλτήριο

εθνικής ανεξαρτησίας.

Δυστυχώς, το παλαιστινιακό πρόβλημα «έχει μέλλον»: Πρώτον, το στρατηγικό και

ιδεολογικό οικοδόμημα των Ισραηλινών που σκιαγράφησα πιο πάνω παρουσιάζει

ολοένα και μεγαλύτερες ρωγμές. Δεύτερον, ο παλαιστινιακός λαός, την ύπαρξη του

οποίου πολλοί σχεδόν ξέχασαν, εισέρχεται σε στάδιο διεκδίκησης. Αν και η

τελική έκβαση της τραγικής αναμέτρησης μέσων και θελήσεων ­ με σημαία

αμφοτέρων το ίδιο δίκαιο-αίτημα ­ δεν μπορεί να προδικαστεί, εν τούτοις,

ισχύει πάντοτε η αμείλικτη και ταυτόχρονα φοβερή διαπίστωση του Θουκυδίδη πως

«ο ισχυρός επιβάλλεται και ο αδύναμος προσαρμόζεται».

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών

Σπουδών , Πάντειο Πανεπιστήμιο & Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή

Πολιτική Ολοκλήρωση