Σε 10%-15% υπολογίζεται η επιβάρυνση του βιομηχανικού κόστους από τις

ανατιμήσεις στα υγρά καύσιμα και κυρίως από το μαζούτ και η μετακύλισή των

στην κατανάλωση θα πρέπει να θεωρείται φυσικό επακόλουθο.

Σχετικές επισημάνσεις έκανε χθες ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Λ. Αντωνακόπουλος, ο

οποίος τόνισε ότι ακριβώς δεν γνωρίζουμε την επίπτωση κατά κλάδο, αλλά οι

επιπτώσεις είναι μεγάλες σε βιομηχανίες που χρησιμοποιούν πρώτες ύλες που

επηρεάζονται όπως βιομηχανίες χρωμάτων, απορρυπαντικών, φαρμάκων, τροφών κ.λπ.

Ανταγωνιστικά, πρόσθεσε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, το κόστος του βιομηχανικού μαζούτ

στη χώρα μας είναι από τα υψηλότερα που υπάρχουν στην Ευρώπη. Αν το

συγκρίνουμε με το κόστος που υπάρχει στη Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ιταλία

η διαφορά είναι τεράστια.

«Επομένως, καταλήγει ο πρόεδρος του ΣΕΒ, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, ο οποίος

υπάρχει και επιβαρύνει το βιομηχανικό μαζούτ, πρέπει να αναπροσαρμοσθεί, όχι

επειδή τώρα ιδιαίτερα υπάρχει αυτή η έξαρση στις τιμές του πετρελαίου, αλλά

όπως πάντα, διότι πρέπει να έχουμε ανταγωνιστική πρώτη ύλη. Μπήκαμε στην ΟΝΕ,

όλοι είπαμε ότι ο κύριος παράγων που πρέπει τώρα να κατευθύνει τις κινήσεις

όλων μας είναι η ανταγωνιστικότητα. Επομένως, έχουμε μία ευκαιρία εδώ να

κάνουμε και το βιομηχανικό μαζούτ ανταγωνιστικό μαζί με τις άλλες χώρες της

Ευρώπης».

Οι βιοτέχνες Θεσσαλονίκης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. – Γραφείο Βόρειας Ελλάδας

Παρέμβαση της κυβέρνησης για να συγκρατηθούν στην εγχώρια αγορά οι τιμές

πώλησης των υγρών καυσίμων ζητούν οι βιοτέχνες της Θεσσαλονίκης και σύμφωνα με

στοιχεία που παραθέτουν, τα τελευταία δύο χρόνια οι τιμές στα καύσιμα κίνησης

αυξήθηκαν σε ποσοστό 314% και του πετρελαίου θέρμανσης 323%.

Όπως αναφέρει η διοίκηση της Ομοσπονδίας Βιοτεχνικών Σωματείων Θεσσαλονίκης

εξαιτίας των συνεχιζόμενων αυξήσεων οι επιπτώσεις για τις μικρομεσαίες

επιχειρήσεις είναι ανυπολόγιστες και σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των

τιμολογίων των ΔΕΚΟ καθιστούν πολλές επιχειρήσεις μη βιώσιμες.

«Γνωρίζουμε ότι η αιτία γι’ αυτή την τρελή ανοδική πορεία στις τιμές των

καυσίμων είναι η άνοδος των διεθνών τιμών πετρελαίου και της τιμής του

δολαρίου. Ωστόσο, η ελληνική πολιτεία θα μπορούσε ­ στο εσωτερικό της

ελληνικής αγοράς ­ να συγκρατήσει τις τιμές με τη λήψη μέτρων στις

επιβαρύνσεις που αφορούν τη φορολόγηση και τα υπερκέρδη των διυλιστηρίων, όπου

μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2000 αυξήθηκαν κατά 119%», αναφέρεται σε ανακοίνωση

που εξέδωσε η Ομοσπονδία.

Οι εκπρόσωποι των βιοτεχνών καταλήγοντας υπογραμμίζουν ακόμα ότι εκτός από τα

πλήγματα που δέχονται οι ΜΜΕ οι συνεχιζόμενες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων

επιφέρουν τεράστιο οικονομικό βάρος και στα χαμηλά εισοδήματα (εργαζόμενοι,

συνταξιούχοι αγρότες), οι οποίοι για να εξασφαλίσουν είδη και υπηρεσίες πρώτης

ανάγκης μειώνουν ακόμα πιο πολύ την αγοραστική τους δύναμη με άμεση επίπτωση

την πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων και των καταστημάτων.