Χάρτης του Αιγαίου, J. Robinj, 1683, (Χάρτες και Χαρτογράφοι του Αιγαίου,

εκδ. Ολκός, Αθήνα 1985, σ. 148).

Το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα υπήρξε μία ταραγμένη εποχή για τα νησιά του

Αιγαίου. Ο δύο βενετοτουρκικοί πόλεμοι (1645 – 1669 και 1684 – 1699)

κατέστησαν την περιοχή θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων και τόπο διέλευσης για τα

πλοία των αντιμαχομένων. Εκτός όμως από τις πολεμικές επιχειρήσεις ­ οι οποίες

στα ίδια τα νησιά υπήρξαν μάλλον περιορισμένες ­, η παρουσία εχθρικών στόλων,

ο έντονος ανταγωνισμός, η προσπάθεια δημιουργίας ζωνών επιρροής και ένταξης

των κατοίκων στις πολεμικές προτεραιότητες των αντιπάλων, η πίεση επί των

νησιωτικών κοινοτήτων, όπως και οι απόπειρες φορολόγησης των νησιωτών και από

τις δύο πλευρές, συνετέλεσαν στη δημιουργία αναταραχής στον χώρο του Αιγαίου.

Ταυτόχρονα η γενικότερη κατάσταση ανασφάλειας και πολεμικού αναβρασμού ευνόησε

και τροφοδότησε τη δράση των πειρατών που χρησιμοποιούσαν νησιά και στενά

θαλάσσια περάσματα ως ορμητήριά τους. Το πρόβλημα επιτάθηκε από το γεγονός ότι

οι Βενετοί, κατά κύριο λόγο, αλλά και οι Οθωμανοί σε μικρότερο βαθμό, συχνά

ενίσχυαν και κάλυπταν την πειρατική δράση, εφοδιάζοντας με διπλώματα

καταδρομής πειρατές ήδη εγκατεστημένους στην περιοχή ή άλλους, που

εκμεταλλευόμενοι την ευνοϊκή αυτή συγκυρία είχαν συρρεύσει στο Αιγαίο

προερχόμενοι από τις ιταλικές, τις δαλματικές ακτές, τη Γαλλία, τη Σικελία,

την Κορσική, τη Μάλτα, την Ισπανία κ.α., με σκοπό να βλάψουν τις εμπορικές

δραστηριότητες του αντιπάλου. Καταδρομείς, λοιπόν, παράνομοι (πειρατές), και

καταδρομείς περιβεβλημένοι με κάποια επίσημη κρατική νομιμοποίηση (κουρσάροι),

συνωστίζονταν στην περιοχή κινούμενοι σε ένα θολό περιβάλλον που τους επέτρεπε

συχνά να εναλλάσσουν αντιτιθέμενους φαινομενικά ρόλους και ιδιότητες.

Χάρτης της Μήλου του J. Roux, 1764, (Χάρτες και Χαρτογράφοι του Αιγαίου, εκδ.

Ολκός, Αθήνα 1985, σ. 195)

Μικρά νησιά των Κυκλάδων, όπως η Μύκονος, η Πάρος, η Αντίπαρος, η Μήλος, η

Κίμωλος, η Ίος, αποτέλεσαν καταφύγιο φημισμένων πειρατών και κουρσάρων. Έτσι

στα χρόνια αυτά συναντάμε στην περιοχή πρόσωπα όπως ο Η. de Hocquincourt, ο Η.

Crevelliers, οι George και Angelo Maria Vitali, οι αδελφοί Temericourt, ο

Στάθης Ρωμανός Μανέττας και πλήθος άλλων, των οποίων η αληθινή δράση

αναμειγνύεται μερικές φορές αξεδιάλυτα με την αχλύ του μύθου που δημιουργήθηκε

γύρω από την πολεμική τους επιδεξιότητα, τα κατορθώματά τους και τα πλούτη που

συγκέντρωσαν.

Η πειρατεία είχε άμεσες επιπτώσεις στους κατοίκους. Καταρχήν οι νησιώτες

υπήρξαν θύματά της. Υφίσταντο δηώσεις και αρπαγές από τις πειρατικές ομάδες

που λυμαίνονταν την περιοχή, αλλά και πιέσεις από την οθωμανική διοίκηση που

απαιτούσε από τις κοινότητες των νησιών να παραδώσουν όσους πειρατές δρούσαν

στην περιοχή τους, απειλώντας τες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με αυστηρές

κυρώσεις. Παράλληλα όμως τμήματα των νησιωτικών πληθυσμών εμπλέκονταν στην

πειρατική δράση, αφενός μεν ασκώντας οι ίδιοι πειρατεία με μικρά ιστιοφόρα ή

συμμετέχοντας στα πληρώματα των μεγάλων πλοίων, και αφετέρου παίρνοντας μέρος

στη διακίνηση και στο εμπόριο λειών που ανθούσε την περίοδο αυτή σε αρκετά

νησιά.

Το λιμάνι της Μήλου σε σχέδιο του Choiseul-Gouffier, 1776, (Τόπος και εικόνα,

εκδ. Ολκός, τ. Β’, Αθήνα 1979, εικ. 217).

Στα κομμάτια που συνθέτουν το παζλ της πειρατικής δράσης στο Αιγαίο κατά τον

17ο αιώνα πρέπει να προστεθεί ένα ακόμη, που αφορά τη στρατηγική της Καθολικής

Εκκλησίας. Η Καθολική Εκκλησία την εποχή αυτή έδειξε θερμό ενδιαφέρον για τις

καθολικές κοινότητες των νησιών, επεδίωξε την εγκατάσταση μοναστικών ταγμάτων,

μερίμνησε για την οικονομική κατάσταση των τοπικών Εκκλησιών και την

τροφοδότησή τους με ιερείς, ενώ δημιούργησε ένα δίκτυο ενημέρωσης του

Βατικανού μέσω αναλυτικών εκθέσεων που του απέστελλαν τοπικοί ιερείς και

ειδικοί απεσταλμένοι. Οι Δυτικοευρωπαίοι πειρατές ανέπτυξαν προνομιακές

σχέσεις με τους καθολικούς των νησιών, παρέχοντάς τους προστασία. Παράλληλα

όμως πυροδότησαν έριδες με τους ορθόδοξους πληθυσμούς των νησιών και

αναζωπύρωσαν τον ανταγωνισμό των δύο Εκκλησιών στην περιοχή.

Υπήρξε συνεπώς ένα πλέγμα σχέσεων που έφερνε σε επαφή τους νησιώτες με το

πειρατικό φαινόμενο. Ο συγχρωτισμός αυτός νομίζω είχε σημαντική επίδραση στη

διαμόρφωση των τοπικών κοινωνιών, στη νοοτροπία των κατοίκων και στη

μεταγενέστερη πορεία των πραγμάτων, διότι τόνωσε τη σχέση των ντόπιων με τα

επαγγέλματα της θάλασσας και το εμπόριο, έφερε σε επαφή τους νησιώτες με

προϊόντα, ανθρώπους, συμπεριφορές και πολιτισμούς ξένους με την οθωμανική

πρακτική και διαμόρφωσε σε μερίδα του πληθυσμού μία κουλτούρα των όπλων, μια

εξοικείωση με την παραβατική συμπεριφορά και την αμφισβήτηση των επιταγών της

οθωμανικής εξουσίας.

Ένοπλος ναυτικός στο Αιγαίο, 1769 (Η Θεσσαλονίκη του 18ου αιώνα. Τα πριν και

τα μετά, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1996, σ. 165)

Στον κόσμο που σκιαγραφήσαμε παραπάνω εντάσσεται και ο Ιωάννης ή κατ’ άλλους

Τζώρτζης Κάψης. Ένα πρόσωπο που έδρασε κατά το β΄ μισό του 17ου αιώνα, και το

οποίο αναγορεύτηκε από τη συγκαιρινή και τη μεταγενέστερη πειρατική φιλολογία

σε «βασιλιά της Μήλου». Οι μαρτυρίες για την καταγωγή και την απαρχή της

δράσης του Κάψη είναι αμφιλεγόμενες. Σύμφωνα με μια πληροφορία, ο Κάψης

καταγόταν από οικογένεια αρματολών του Λιδωρικίου, η οποία συμμετείχε στην

εξέγερση που, με την παρακίνηση των Βενετών, ξέσπασε την εποχή αυτή στη Στερεά

Ελλάδα και κατόπιν μετέφερε την πειρατική του δράση στο Αιγαίο. Σύμφωνα με μία

άλλη ήταν Μηλιός και στράφηκε στην πειρατεία, αφού διατέλεσε ένας από τους

φημισμένους Μηλιούς πιλότους, που πλοηγούσαν τα διερχόμενα από το Αιγαίο

ευρωπαϊκά πλοία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1670 βρίσκουμε τον Κάψη στη Μήλο,

ένα νησί που τα χρόνια αυτά αποτελούσε τόπο εγκατάστασης χριστιανών πειρατών

και εστία διακίνησης πειρατικών λειών. Ο Κάψης, με μία πιστή ένοπλη ομάδα που

είχε υπό τις διαταγές του, επιβλήθηκε στη Μήλο, αφού ήρθε σε σύγκρουση με

κάποιους από τους τοπικούς προκρίτους, ορισμένους από τους οποίους φαίνεται

ότι εξεδίωξε από το νησί συνάπτοντας συμμαχία με άλλους. Η κυριαρχία του

μάλιστα επισημοποιήθηκε σε μία τελετή που έγινε στον ορθόδοξο μητροπολιτικό

ναό, στην οποία ο καθολικός επίσκοπος Καμίλλης του φόρεσε στο λαιμό ένα χρυσό

περιδέραιο, ενώ οι κάτοικοι του νησιού τον επευφημούσαν. Η κυριαρχία του Κάψη

στη Μήλο κράτησε μόνο τρία χρόνια. Τελικά, οι οθωμανικές αρχές,

χρησιμοποιώντας κατά πάσα πιθανότητα κάποιο τέχνασμα προκειμένου να αποφύγουν

αντιδράσεις των τοπικών υποστηρικτών του, τον επιβίβασαν σε ένα πλοίο και τον

οδήγησαν σιδηροδέσμιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και απαγχονίστηκε.

Οι πληροφορίες για τον Κάψη προέρχονται κυρίως από δύο σύγχρονα με αυτόν

πρόσωπα: τον εγκατεστημένο στη Νάξο Ιησουίτη Π. Σωζέρ, που στα 1699 εξέδωσε

ένα βιβλίο για τους δούκες του Αιγαίου Πελάγους, και τον αποστολικό

απεσταλμένο Α. Βενιέρ, που επισκέφτηκε στα 1678 με εντολή του Βατικανού τα

νησιά του Αιγαίου. Ο Τουρνεφόρ, που επισκέφτηκε το Αιγαίο στα 1700, κάνει

επίσης μία σύντομη αναφορά στον Κάψη. Οι μαρτυρίες αυτές, όπως φαίνεται και

από τα σχετικά αποσπάσματα που παραθέτουμε, διαφέρουν ελαφρά ως προς τα

πραγματολογικά στοιχεία (τον ακριβή χρόνο, το όνομα του πρωταγωνιστή, τα

συμβάντα), κυρίως όμως παρουσιάζουν τη σχετική με τον Κάψη υπόθεση από

διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Ο Κάψης επανέρχεται στην επικαιρότητα δύο αιώνες μετά το θάνατό του. Αφενός

από ένα κείμενο που δημοσίευσε στα 1865 ο Κ. Σάθας, στο οποίο ενέτασσε τον

Κάψη σε ένα σχήμα αλλεπάλληλων εξεγέρσεων των Ελλήνων που προηγήθηκαν της

Επανάστασης του 1821, και αφετέρου από τη μετάφραση του έργου του Σωζέρ στα

ελληνικά το 1878, η οποία, αποδίδοντας με ορισμένες ανακρίβειες το πρωτότυπο,

προσέδιδε εκ των υστέρων εθνικό χρώμα στις ενέργειες του Κάψη και δημιουργούσε

τις κατάλληλες υποδοχές ανάδειξής του από την τοπική ιστοριογραφία και ένταξής

του σε ένα ιδεατό πάνθεο ηρωικών μορφών που πρώιμα εξεγέρθηκαν κατά των

Τούρκων.

Η περαιτέρω ιστορική έρευνα στις πηγές της εποχής μπορεί να συμβάλει στη

διασάφηση και λεπτομερέστερη καταγραφή των στοιχείων της συγκεκριμένης

υπόθεσης. Ανεξάρτητα όμως από αυτή την αναγκαία διερεύνηση, το επεισόδιο του

οποίου υπήρξε πρωταγωνιστής ο Κάψης στη Μήλο, αποτελεί μία από τις εκφάνσεις

που πήρε σε τοπικό επίπεδο η γενικότερη αναταραχή που επικρατούσε στην περιοχή

του Αιγαίου την εποχή αυτή. Το ασαφές περιβάλλον στο οποίο συνυπήρχαν η

οθωμανική εξουσία, ο βενετικός στόλος, οι ποικιλώνυμοι πειρατές, οι δύο

αντιμαχόμενες χριστιανικές Εκκλησίες και οι επιμέρους ομάδες τοπικών προκρίτων

που διεκδικούσαν την κοινοτική διοίκηση, δημιουργούσαν ένα μείγμα, το οποίο

επέτρεπε να αναφανούν φαινόμενα σαν αυτό του Κάψη, μικρής όμως διάρκειας και

εμβέλειας καθώς η οθωμανική αυτοκρατορία διατηρούσε ακόμη την εποχή αυτή

στοιχεία του παλαιότερου δυναμισμού της.

«Αναδειχθείς (ο Ιωάννης Κάψης) εκ τινων πειρατικών επιδρομών, αποκατέστη εν

Μήλω, ένθα αποκτήσας φίλους τινάς, συνέλαβε την ιδέαν να αναγορευθή κύριος της

νήσου, όπερ και κατώρθωσε. Οι Μήλιοι, φύσει ανδρείοι, μη ανεχόμενοι τον

τουρκικόν ζυγόν και θαυμασταί των κατορθωμάτων του Κάψη, ουδόλως αποβλέψαντες

εις το άσημον της καταγωγής του, παραχρήμα τον ανεγνώρισαν ως τοιούτον, έστεψε

δ’ αυτόν εν τω μητροπολιτικώ ναώ των Ελλήνων ο Λατίνος Επίσκοπος Don Antonio

Camillo, όστις έθηκεν εις τον αυχένα αυτού χρυσήν άλυσιν, του λαού

αναφωνήσαντος τρις «Ζήτω ο Κάψης». Ο νέος ούτος άρχων, ουδόλως εκ των τιμών

τούτων θαμβωθείς, προσεπάθησεν, άμα ανέλαβε τας ηνίας της εξουσίας, να

αποκτήση την εύνοιαν των κατοίκων, ιδίως δε ισχυροτάτου τινός Μηλίου, Αρμένη

καλουμένου. Μετά ταύτα επειράθη παντί σθένει να επισύρη το σέβας των υπηκόοων

του· προς τούτο δ’ εκλέξας την πρωτίστην οικίαν εν Μήλω, κατώκησεν εν αυτή,

εφρουρείτο δε υπό 25 στρατιωτών ενόπλων, εξήρχετο συνοδευόμενος υπό 50,

εδίκαζε καθ’ ωρισμένας ημέρας, και πάντοτε απένεμε την δικαιοσύνην δικαίως και

αμερολήπτως. Η βασιλεία του διήρκεσε τρία έτη, και ήθελε διαρκέσει

περισσότερον, εάν μη ο Κάψης ενεπιστεύετο τόσον πολύ εις τους Τούρκους.

Η Πύλη, βλέπουσα την ευτολμίαν και τα μέτρα, άτινα ελάμβανε προς εδραίωσιν

της αυτού εξουσίας, απεφάσισε να τον καταστρέψη, αλλά μη τολμώσα φανερώς να

επιχειρήση τούτο, διότι ο Κάψης ην λίαν αγαπητός τοις Μηλίοις, εμηχανεύθη προς

επίτευξιν του σκοπού αυτής τέχνασμα δόλου. Προς τούτο απεστάλησαν υπό της

Πύλης τρεις γαλέραι επί τη προφάσει να εισπράξωσι τους φόρους. Μόλις

ηγκυροβόλησαν αύται, ο Διοικητής εξήλθε και επισκεφθείς τον Κάψην, τον

διαβεβαίωσε περί της υπολήψεως, ης απήλαυε παρά τω Σουλτάνω και περί της

διάρκειας αυτής εν όσω ανεγνώριζεν εαυτόν υποτελή της Πύλης. Ο Κάψης πίστιν

δους εις τους λόγους του, ανταπέδωκε την επίσκεψιν, αλλά φοβηθείς μη δώση τινά

υποψίαν τοις Τούρκοις, επορεύθη υπό 12 μόνον συνοδευόμενος στρατιωτών· μόλις

όμως έθηκε τον πόδα επί της Τουρκικής γαλέρας, και παρευθύς περικυκλώσαντες

αυτόν πανταχόθεν αφήρεσαν απ’ αυτού το κυριαρχικόν έμβλημα, την χρυσήν

δηλονότι άλυσιν, ην έφερεν επί του αυχένος, και διά σιδηρών δεσμών τον

περιέβαλον. Αναπετάσαντες δε τα ιστία απήραν της Μήλου οδηγούντες τον Κάψην

σιδεροδέσμιον εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα ημέρας τινάς μετά την άφιξίν του

υπέστη τον δι’ απαγχονισμού θάνατον, κρεμασθείς επί δένδρου τινός, παρά την

θύραν του Μπάνιου, το έτος 1680».

Απόσπασμα σχετικό με τον Κάψη από το βιβλίο Ρ. Sauger, Ιστορία των αρχαίων

Δουκών και λοιπών ηγεμόνων του Αιγαίου πελάγους, μετάφρ. Αλ. Καράλης,

Ερμούπολη 1878, σ. 199-200.

«Οι επίτροποι της νήσου και οι άλλοι προύχοντες της Μήλου ήλθον και μου

παραπονέθησαν ότι ο μονσινιόρ Καμίλλης αναμιγνύεται διαρκώς εις τα κοινά, με

αποτέλεσμα την πρόκλησιν συγχύσεων και ταραχών εις την κοινότητα, ως συνέβη

ιδίως περί το 1675 με την υπόθεσιν ενός Τζώρτζη Κάψη, ο οποίος εξήγειρε τον

λαόν κατά των αστών και των προυχόντων και έβαλε να δείρουν μερικούς και

άλλους να τους εκδιώξουν βιαίως εκ της νήσου, και δη τον Έλληνα επίσκοπον,

οπότε οι προύχοντες προέβησαν εις διαβήματα προς την οθωμανικήν Πύλην και

επέτυχον με διαταγήν του σουλτάνου να οδηγηθή ο Κάψης με μερικούς από τους

οπαδούς του εις την Κωνσταντινούπολιν και να απαγχονιστεί ως επαναστάτης.

Επειδή δε ο μονσινιόρ Καμίλλης είχε τότε υπάγει εις τον ελληνικόν καθεδρικόν

ναόν και του είχε περάσει εις τον λαιμόν έν χρυσούν περιδέραιον, δώρον του

λαού εις αναγνώρισιν της προστασίας του, εθεωρήθη από την στιγμήν εκείνην ότι

επήρε το μέρος του Κάψη και εμισήθη θανασίμως τόσον από τον Έλληνα επίσκοπον

όσον και από τους άρχοντας, οι οποίοι μάλιστα, αν δεν υπήρχεν ο σεβασμός προς

τους ισχυρούς προστάτας του μονσινιόρ Καμίλλη και ο φόβος των Δυτικών

κουρσάρων, θα είχε πλέον ή άπαξ οδηγηθή εις ακραίας αποφάσεις εναντίον αυτού».

Απόσπασμα από την έκθεση του αποστολικού απεσταλμένου Α. Venier με

χρονολογία 1678, βλ. Β. J. Slot, «Καθολικαί εκκλησίαι Κιμώλου και των πέριξ

νήσων. Ιστορία των Δυτικών ναυτικών Κοινοτήτων των ΝΔ Κυκλάδων και των

Εκκλησιών των (1600-1893)», π. Κιμωλιακά, 5 (1975), σ. 153-154.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

D. Α. Zakythinos, «Corsaires et Pirates dans les mers grecques au temps

de la domination turque», L’Hellenisme Contemporain, 10 (1939), σ.

5-47.

Γ. Καμακάρης, Ελεύθερη Μήλος. Το πειρατικό βασίλειο της Μήλου

1677-1680, Πειραιάς 1968.

Νικ. Κεφαλληνιάδης, «Χρονικό πειρατικών επιδρομών κατά της Μήλου», π.

Μηλιακά, 1 (1983), σ. 33-58.

Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, Ιστορία της πειρατείας στους μέσους

χρόνους της Τουρκοκρατίας 1538-1699, Αθήνα 1991.

Ν. Μπελαβίλας, Λιμάνια και οικισμοί στο αρχιπέλαγος της πειρατείας

15ος-19ος αι., Αθήνα 1997.

Δημ. Πασχάλης, «Ο βασιλεύς της Μήλου (1677-1680)», Ανδριακόν

Ημερολόγιον 1927, σ. 131-143.

Joseph Pitton de Tournefort, Voyage d’un botaniste, Ι. L’Archipel

grec, επιμ. St. Yerasimos, επανέκδοση, Παρίσι 1982.

Ρ. Sauger, Histoire Nouvelle des Anciens Ducs et autres Souverains

de l’Archipel, Παρίσι 1699, και ελλ. μετάφραση από τον Αλέξ. Καράλη,

Ερμούπολη 1878.

Κων. Σάθας, «Ο βασιλεύς της Μήλου», π. Χρυσαλλίς, 3 (1865), σ.

633-635.

Β. J. Slot, Archipelagus turbatus. Les Cyclades entre

colonisation latine et occupation ottomane, c. 1500-1718, τ. 1-2,

Βέλγιο 1982.

Ιωσ. Χατζιδάκης, Η Ιστορία της Μήλου, επανέκδ. Αθήνα 1994 (α9

έκδ. Αθήνα 1927).

Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος είναι Ιστορικός στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών

του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών