|
|
ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ φορά που τους άκουσα ήταν Κυριακή του Πάσχα, γύρω στις 10 το πρωί.
Ήταν κλαρινέτο, ακορντεόν και φωνή, κι ο ήχος έμοιαζε με σουίνγκ. Σχεδόν θα
μπορούσε να έπαιζε ένας κλωνοποιημένος Βαλκάνιος Γούντι Άλεν με τη διαφορά ότι
η καρδιά του δεν θα χτυπούσε για το Μανχάταν αλλά για την Αθήνα κι ακόμα πιο
συγκεκριμένα για το αγαπημένο λοφάκι του Λυκαβηττού.
Μετά χαθήκαμε για λίγο.
Τους ξαναβρήκα την επόμενη Παρασκευή το πρωί καθώς περπατούσαν προς την
Ξενοκράτους. Αυτή τη φορά έπαιζαν μια μελωδία του Ρότα, που έμοιαζε με το θέμα
της La Strada. Οι νότες πλησίαζαν από τη Δημοχάρους και μεγάλωναν ευχάριστα.
Έφτασαν στο μάξιμουμ της έντασης ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού,
αλλά η τεμπελιά του πρωινού ξυπνήματος με κράτησε καθηλωμένη στον λήθαργο,
ανίκανη να ξεμυτίσω κι ας ήταν ο ήλιος στη θέση των εννιά.
Έκτοτε τους ξανακούω τα σαββατόβραδα σε τακτική χρονική βάση. Άλλοτε είναι
ντουέτο, άλλοτε τρίο, άλλοτε μια φωνή να ψιθυρίζει «σ’ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία»
κι άλλοτε ένα ξεχασμένο βαλς ή τανγκό. Ακούω και τον ήχο των κερμάτων να
πέφτουν βροχή στην άσφαλτο και το ζεστό «ευχαριστώ» ( σαν τραγούδι μοιάζει κι
αυτή η τετράδα των συλλαβών όταν τις προφέρει η ξανθή κοπελιά με το μποέμ χαμόγελο).
Πλημμύρισαν οι γειτονιές της πόλης από πλανόδιους μουσικούς, είναι κυρίως
Αλβανοί ή Τσιγγάνοι οι Έλληνες δεν τραγουδούν πια· μόνο επί πληρωμή και με
συμβόλαιο! και γέμισαν οι δρόμοι ήχους και αναπάντεχα λάιβ. Σου χαμογελούν
κι ανθίζει ο τόπος, δίνεις δεν δίνεις κέρμα. Η επαιτεία τους δεν προσβάλλει
την ψυχή, αντιθέτως καλλιεργεί χώρο για χαμόγελα και αισιοδοξία. Η τέχνη τους
κατάθεση ευαισθησίας στα σκληρόπετσα, πλέον, συναισθήματα της πόλης που ακούει
μουσική-κονσέρβα, μποτιλιαρισμένη στα φανάρια των λεωφόρων και ψάχνει σε
γυαλιστερά προσπέκτους τον τέλειο ήχο των Hi-Fi, των οποίων τέλειο ήχο δεν
έχει ποτέ χρόνο ν’ απολαύσει.








