|
Ηλίας Ντασιώτης: «Το αίσθημα ασφάλειας στο Λαύριο είναι υψηλό. Αρκεί να σας πω ότι επί 2½ χρόνια αφήνω το αυτοκίνητό μου στο δρόμο ξεκλείδωτο», λέει ο κ. Ντασιώτης, καταστηματάρχης της περιοχής
|
Λαύριο. Οι μεσημεριανές ηλιαχτίδες διαπερνούν τους ψηλούς, αιωνόβιους
φοίνικες, που βρίσκονται κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, δημιουργώντας
πολύμορφες φωτοσκιάσεις. Η κίνηση είναι περιορισμένη. Όλα κυλάνε ήρεμα, σε
αργούς ρυθμούς. Οι κάτοικοι δείχνουν να το απολαμβάνουν.
Η ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗ δεν έχει μόνο προβλήματα, έχει και… προτερήματα. Μπορεί να
έγινε πανελληνίως γνωστή για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, στις αρχές της
δεκαετίας του ’90, αλλά σήμερα μπορεί να υπερηφανεύεται για έναν άλλο λόγο: τη
μηδαμινή εγκληματικότητα που παρουσιάζει.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Αστυνομίας, το Λαύριο βρίσκεται στις
χαμηλότερες θέσεις από πλευράς εγκληματικότητας. Οι λιγοστές κλοπές που έχουν
καταγραφεί τον τελευταίο χρόνο, εντοπίζονται στα εξοχικά που εκτείνονται σε
ακτίνα 18 χιλιομέτρων στην περιοχή του Σουνίου.
Την ώρα που στην Αττική, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, οι κάτοικοι πολλών
περιοχών εξοπλίζονται σαν αστακοί για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη
εγκληματικότητα, αγοράζοντας πάσης φύσεως συστήματα ασφαλείας, οι κάτοικοι του
Λαυρίου, όπως λένε, «αφήνουν τα κλειδιά τους σπιτιού τους πάνω στην εξώπορτα»!
ΑΝΟΙΧΤΑ
«Το αίσθημα ασφάλειας είναι πολύ υψηλό. Δεν έχουμε εγκληματικότητα. Αρκεί να
σας πω ότι επί 2,5 χρόνια αφήνω το αυτοκίνητό μου στο δρόμο συνεχώς
ξεκλείδωτο. Μέχρι σήμερα που μιλάμε δεν μου έχει λείψει τίποτα. Κανείς δεν το
άνοιξε», λέει ο κ. Ηλίας Ντασιώτης, ιδιοκτήτης καταστήματος της περιοχής.
Είναι καθισμένος σε μία από τις καφετέριες του Λαυρίου. Το κατάστημά του
βρίσκεται 30 μέτρα μακριά. Απολαμβάνει τον καφέ του έχοντας το κατάστημά του
ανοιχτό. Δεν φοβάται τους κλέφτες.
Μαζί του βρίσκονται τρεις κυρίες από του Παπάγου και την Πεύκη. Κάθε Παρασκευή
αφήνουν την γκρίζα Αθήνα και περνούν το διήμερό τους στα εξοχικά τους σπίτια
στο Σούνιο. Τα απογεύματα ανελλιπώς θα πιουν τον καφέ τους στο Λαύριο. «Μας
αρέσουν πολύ οι άνθρωποι του Λαυρίου. Είναι φιλόξενοι, σε σέβονται, σε
εκτιμούν. Δεν είναι απρόσωποι», λέει η κυρία Κατερίνα Βανδώρου. Δίπλα της η
κυρία Μαριέλα Κώστογλου θα… πλειοδοτήσει προσθέτοντας: «Στο Λαύριο δεν έχει
χαθεί η ανθρωπιά. Εδώ υπάρχει μια σπάνια αυθεντικότητα που δεν έχει ατονήσει».
ΗΘΕΛΑΝ ΦΑΓΗΤΟ
Παρ’ ότι πολλοί ιδιοκτήτες εξοχικών του Σουνίου έχουν πέσει θύματα κλοπής, οι
δύο κυρίες δεν περιλαμβάνονται στη λίστα των παθόντων. «Στα περισσότερα σπίτια
που “ανοίχτηκαν”, οι κλέφτες μπήκαν μόνο για να φάνε. Εμάς τόσα χρόνια δεν μας
έχει ενοχλήσει κανείς. Υπάρχουν καλοί και κακοί Αλβανοί. Μην ρίχνουμε τα δικά
μας λάθη στους Αλβανούς. Αισθανόμαστε προνομιούχοι. Παίρνουμε τα ποδήλατά μας
και πηγαινοερχόμαστε στη Λαυρεωτική ακόμη και αργά τη νύχτα».
Όσο περνάει η ώρα, το Λαύριο ζωντανεύει, η κίνηση πυκνώνει. Μικρά παιδιά
περιφέρονται στους δρόμους, αγοράζοντας γλυκίσματα από τα περίπτερα, ενώ τα
γεροντάκια στα καφενεία ρουφάνε με τα μάτια τους την κάθε στιγμή. Την ίδια ώρα
το εργατικό δυναμικό της πόλης, ξεκούραστο πλέον, σιγά σιγά κατευθύνεται στα
καφενεία της πόλης.
Μαζί τους και οι καταστηματάρχες του Λαυρίου· ανοίγουν τα μαγαζιά τους
πίνοντας, όπως πάντα, τον απογευματινό τους καφέ με τους φίλους τους στο
πεζοδρόμιο. Μπορεί να μην έχουν πολλή δουλειά, αλλά δεν έχουν τα προβλήματα
των γειτόνων τους, στα Μεσόγεια.
Η ΑΠΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΣΗ
Το μυαλό πολλών συνειρμικά πηγαίνει στην μικρή παρουσία των Αλβανών στην
περιοχή. «Οι Αλβανοί στο Λαύριο, σύμφωνα με την τοπική Αστυνομία, είναι λίγοι
σε αριθμό. Δεν υπερβαίνουν τους 60 σε αριθμό. Από τη στιγμή που δεν έχει
δουλειά στην περιοχή, κοιτάξαμε να μην αφήσουμε να γίνει γκέτο Αλβανών».
Καθώς το Λαύριο προσπαθεί να κλείσει τις πληγές που άφησε η αποβιομηχάνιση
στην περιοχή με το λουκέτο που μπήκε σε δεκάδες επιχειρήσεις, με τη μείωση
του πληθυσμού από 16.000 σε 11.000 , η προσέλευση των αλλοδαπών δεν ήταν δυνατή.
«Στην περιοχή μας δεν έχουμε αγροτικές εκτάσεις για να απασχοληθούν αλλοδαποί.
Οι θέσεις εργασίας δεν επαρκούν για μας», λέει ο κ. Σπύρος Πανταζής, υπάλληλος
στην ΕΒΟ. «Μην ξεχνάτε ότι έχουμε και τους Κούρδους, που αν και δεν
επιτρέπεται, με την ανοχή όλων, απασχολούνται στην οικοδομή και στις άλλες
δουλειές που υπάρχουν».
«Στο Λαύριο», λένε στα «ΝΕΑ» οι επικεφαλής του τοπικού αστυνομικού τμήματος,
δεν έχουμε εγκληματικότητα. Οι θέσεις εργασίας είναι μετρημένες. Για το λόγο
αυτό η πόλη μας δεν προσείλκυσε μεγάλο αριθμό μεταναστών που στην αρχή να
εργάστηκαν και κάποια στιγμή να έμειναν άνεργοι. Μόνο λίγες κλοπές εξοχικών
σπιτιών έχουμε και εκεί παρατηρούμε ότι μπαίνουν για να φάνε, αφήνοντας το
σπίτι ανέπαφο».
ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ
Οι λιγοστοί Αλβανοί που βρίσκονται στο Λαύριο, σύμφωνα με την Αστυνομία
Λαυρίου, έχουν καταγραφεί. Οι περισσότεροι εργάζονται στην οικοδομή. Η γνώμη
των κατοίκων της περιοχής είναι θετική γι’ αυτούς. Νοικοκυραίους τους
ονομάζουν, οικογενειάρχες, που δεν δημιούργησαν το παραμικρό πρόβλημα.
«Το Λαύριο δείχνει μεγάλη ανοχή στο ξένο στοιχείο», προσθέτει ο κ. Πανταζής.
«Μην ξεχνάτε ότι ο πληθυσμός του Λαυρίου δημιουργήθηκε από εργαζόμενους που
ήρθαν από κάθε γωνιά της χώρας. Και ο ένας έχει μάθει να σέβεται τον άλλο.
Υπάρχουν πολλές αντιθέσεις, αλλά μέσα από αυτές βγαίνει κάτι καλό».
Δεν είναι τυχαίο ότι στο Λαύριο υπάρχουν οικισμοί, όπως τα Σαντορινώτικα και
τα Σπανιόλικα, που υποδηλώνουν την πολυπολιτισμική παράδοση και καταγωγή των
κατοίκων του.
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Αυτό υποστηρίζει και ο πρόεδρος του τοπικού Εμπορικού Συλλόγου, Αντώνης
Μορόγλου. «Στο Λαύριο υπάρχει ακόμη η έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ο
κάθε ένας ξέρει πώς βγαίνει το μεροκάματο, γι’ αυτό και το σέβονται όλοι. Η
κοινωνία είναι κλειστή, κάτι που κάνει τον έλεγχο ευκολότερο». Απόδειξη ότι ο
κάθε Λαυριώτης γνωρίζει και προσφωνεί τον συγχωριανό του με το μικρό του όνομα.
Παρά το αίσθημα ασφάλειας που υπάρχει ακόμη και σήμερα στο Λαύριο, τα σημάδια
από την υπέρμετρη προβολή της ξενοφοβίας, δεν αφήνουν ανεπηρέαστους τους
κατοίκους της περιοχής. «Χρόνια τώρα αφήνω το σπίτι μου ξεκλείδωτο, αλλά τώρα
η τηλεόραση έχει κάνει κακό», καταλήγει ο κ. Πανταζής. «Η γυναίκα μου αρχίζει
και ανησυχεί. Τι να κάνει όμως; Ορισμένα μέσα ενημέρωσης μεταδίδουν το φόβο
και κάποιοι θησαυρίζουν. Η μεγάλη δημοσιότητα κάνει κακό. Όταν παρουσιάζει την
κυρία Μαρία και τη ρωτάς αν φοβάται, τι θα σου πει;».
|
Στο καφενείο. Θαμώνες του καφενείου συζητούν για την ξενοφοβία, παρουσία του Ανέστη Φετολάρι, ενός από τους λίγους Αλβανούς που εργάζονται στην περιοχή. Αν και δεν τους έχει ακουμπήσει η εγκληματικότητα, συμφωνούν ότι η πολιτεία πρέπει να ξεκαθαρίσει την κατάσταση
|
ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ καφενείο του Λαυρίου οι θαμώνες παίζουν το καθιερωμένο χαρτάκι.
Στην πλειονότητά τους είναι ηλικιωμένοι, απόμαχοι της εργασίας. Ένα από τα πιο
δημοφιλή θέματα των συζητήσεών τους είναι η Αλβανοφοβία. Σ’ αυτό βοηθούν και
τα δελτία ειδήσεων των 8.30.
«Δεν περνάει μέρα που να μην ακούσουμε για τους Αλβανούς. Σε λίγο θα αρχίσουμε
και εμείς να ανησυχούμε. Παρ’ ότι δεν έχουμε προβλήματα με τους Αλβανούς. Η
αλήθεια είναι ότι στο Λαύριο υπάρχουν λίγοι και αυτοί δεν έχουν δημιουργήσει
το παραμικρό πρόβλημα. Είναι οικογενειάρχες, όπως όλοι μας».
Τα λόγια του Παναγιώτη Μπαμπλιά, ιδιοκτήτη του καφενείου, όπως ήταν φυσικό
προκάλεσαν την προσοχή όλων των θαμώνων. Γύρω του δημιουργήθηκε ένα μεγάλο πηγαδάκι.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε αμέσως στους αλλοδαπούς και ειδικότερα στους
Αλβανούς, στις αποφάσεις ορισμένων κοινοταρχών που «πήραν τον νόμο στα χέρια
τους», απαγορεύοντας την κυκλοφορία ή την οινοποσία στους Αλβανούς. «Πολύ πριν
έρθουν οι Αλβανοί κάποιοι άνοιξαν το σπίτι μου» λέει ο κ. Μπαμπλιάς. «Τι
έπρεπε να κάνω, να απαγορεύσω την κυκλοφορία στους γείτονές μου; Αυτές είναι
παράλογες αποφάσεις».
Η τοποθέτησή του δεν έγινε δεκτή απ’ όλους τους παρευρισκομένους. Ο Ιωάννης
Ματιάς, συνταξιούχος του ΙΚΑ, είχε άλλη άποψη. «Τι να κάνουν και αυτοί με όσα
τραβούν. Δεν πρέπει να προφυλαχτούν;». Η άποψη του κ. Ματιά βρήκε
υποστηρικτές. «Να τους μαζέψουν όλους και να τους στείλουν από εκεί που ήρθαν»
ακούστηκε από το πηγαδάκι. Στο σημείο αυτό παρενέβη ο Νίκος Μπούτζουκας.
«Αυτός είναι ρατσισμός. Δεν μπορούμε να πούμε ότι για όλα φταίνε οι Αλβανοί».
Ο κ. Μπούτσουκας είναι εργολάβος οικοδομών. Μαζί του εργάζεται και ένας
Αλβανός, ο Ανέστης Φετολάρι.
Όση ώρα ακούγονταν απόψεις εναντίον των Αλβανών παρέμενε αμίλητος. Είναι 33
ετών, πατέρας τριών παιδιών. «Έχουν φόβο, γι’ αυτό τα λένε αυτά. Και εμείς
όμως έχουμε φόβο» θα πει. «Εγώ δεν συμφωνώ να φύγουν όλοι οι Αλβανοί. Να
φύγουν μόνο οι κακοποιοί».
Τα λόγια του Ανέστη άλλαξαν άρδην το κλίμα. Στο πρόσωπό του οι παρευρισκόμενοι
έβλεπαν τον καλό Αλβανό. «Ο Ανέστης είναι οικογενειάρχης. Έχει δύο κορίτσια,
τα οποία πηγαίνουν στο σχολείο του Λαυρίου, μαθαίνουν ελληνικά και όλοι τους
θέλουν να μείνουν για πάντα στο Λαύριο». Το μεροκάματό του είναι 8.000, κανείς
δεν τον εκμεταλλεύεται.
Στο σημείο εκείνο μπήκε τη συζήτηση ο Γιάννης Αναγνωστόπουλος. «Κανείς δεν
συμφωνεί με το πογκρόμ κατά των Αλβανών. Αυτό που λέμε είναι να γίνει
ξεκαθάρισμα, από εδώ η είρα και από εκεί το στάρι».
|
Μαρία Κρητικού: «Κάθε βράδυ γυρίζω μόνη στο σπίτι και δεν ανησυχώ. Υπάρχουν κάποια κρούσματα κλοπών, αλλά τα φορτώνουν στους αλλοδαπούς», λέει η 18χρονη. «Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι ορισμένοι δεν έχουν δώσει δείγματα ότι μπορούν να ζήσουν πολιτισμένα»
|
«ΑΝ ΚΑΙ δεν έχουμε προβλήματα με κλοπές και ληστείες, με την τηλεόραση
αρχίζουμε να μην αισθανόμαστε ασφαλείς. Όχι ότι κάτι γίνεται στο Λαύριο, αλλά
με τόσα που ακούς, δεν ξέρεις τι γίνεται».
Η Μαρία Κρητικού είναι 18 ετών. Ζει στο Λαύριο και χαίρεται γι’ αυτό, όπως
λέει. «Κάθε βράδυ γυρίζω μόνη μου στο σπίτι και δεν ανησυχώ. Υπάρχουν κάποια
κρούσματα κλοπών, αλλά έχω την αίσθηση ότι τα φορτώνουν στους Αλβανούς».
Δίπλα της κάθεται η μητέρα της η κυρία Ευαγγελία Κρητικού. «Έχω και εγώ
αισθανθεί το ρατσισμό στο πετσί μου. Ήμουν δύο ετών όταν με τους γονείς μου
πήγαμε στη Γερμανία. Ήμουν παιδάκι, μια σταλίτσα, και καταλάβαινα την
ψυχρότητα των Γερμανών προς τους ξένους. Ας μην τα ρίχνουμε όλα στους Αλβανούς».
Η Μαρία, η κόρη της, γεννήθηκε στο Λαύριο. Ποτέ δεν έμαθε τι θα πει εμιγκρές.
Στα 18 της χρόνια, νιώθει ότι «οι Αλβανοί δεν έδωσαν δείγματα ότι μπορούν να
ζουν πολιτισμένα, ότι μπορούν να συμβιώσουν ομαλά με τους Έλληνες. Τα ένστικτά
τους είναι διαφορετικά. Αυτό βλέπω, αυτό λέω», προσθέτει η Μαρία.
Καταθέτει τη γνώμη της βάζοντας στη συζήτηση τους Κούρδους που ζουν στο Κέντρο
Περίθαλψης των Πολιτικών Προσφύγων, αλλά και σε ορισμένους που έχουν ενταχθεί
στην πόλη, διαμένοντας σε κάποια σπίτια. «Γιατί με τους Κούρδους δεν έχουμε
προβλήματα; Γιατί δεν διαμαρτυρόμαστε γι’ αυτούς;».
Με την άποψή της συμφωνεί και ο Ελευθέριος Καραμπασιάδης, οικοδόμος. «Μαζί μου
δουλεύουν πολλοί Αλβανοί. Και αυτοί φοβούνται ομάδες συμπατριωτών τους. Ένας
μού έδωσε να του φυλάξω 600.000 δραχμές για να μην τον ληστέψουν. Αυτό δεν
σημαίνει ότι για όλα φταίνε οι Αλβανοί. Φταίμε και εμείς που αφήσαμε τα σύνορα
ανοιχτά και που τους εκμεταλλευτήκαμε πληρώνοντάς τους με ένα κομμάτι ψωμί…».










