«Πράξη ψυχοπαθούς δολοφόνου» χαρακτήρισαν οι 2 γιοι του Μιχάλη Γερωνυμάκη

τη διπλή δολοφονία της μητέρας τους και της γιαγιάς τους, καταθέτοντας στη

δίκη που ξεκίνησε χθες στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ρεθύμνου.

ΗΡΑΚΛΕΙΟ


Είναι ελεύθερος. Ο δολοφόνος κυκλοφορεί ανάμεσά τους, λέει ο γιος τού

κατηγορουμένου στους δικαστές, υπερασπίζοντας με πάθος τον πατέρα του

Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ και ο Γιώργος Γερωνυμάκης, 21 και 22 ετών αντίστοιχα, είναι τα

κεντρικά πρόσωπα ενός δράματος που αναβιώνει ένα χρόνο μετά στην αίθουσα του

δικαστηρίου. Έχασαν την αγαπημένη τους μητέρα και τη γιαγιά τους και ο πατέρας

τους κατηγορείται για τη δολοφονία τους. Και τα δύο παιδιά, ωστόσο, τον

υπερασπίζονται με πάθος, αποκλείουν ότι διέπραξε το φονικό και ζητούν να

βρεθεί, όπως κατέθεσαν, ο πραγματικός ένοχος. «Δεν βρήκα καιρό να κλάψω τη

μάνα μου και τη γιαγιά μου. Δεν μπορώ να ησυχάσω όταν ξέρω ότι ο δολοφόνος

κυκλοφορεί ελεύθερος και ο πατέρας μου κατηγορείται, ενώ είναι αθώος…»,

ξέσπασε ο 22χρονος Γιώργος.

Η κατάθεση των δύο παιδιών προκάλεσε αίσθηση στο ακροατήριο. Κυρίως το πάθος

τους. Ακόμη και όταν πληροφορήθηκαν ­ και ρωτήθηκαν αρκετές φορές από το

δικαστήριο ­ για την εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε ο πατέρας τους,

επεσήμαναν πως αυτή η σχέση δεν διετάρασσε το ήρεμο κλίμα που υπήρχε στο

σπίτι. Ίσως γιατί το θύμα, η Μαρίνα Γερωνυμάκη, δεν υποψιαζόταν ότι υπήρχε

άλλη γυναίκα, αν και αυτή ήταν παλαιά οικογενειακή τους φίλη (από το 1989 δεν

έκαναν παρέα, καθώς η Γερωνυμάκη είχε μάθει για κάποια χρήματα που είχε πάρει

από τον δικηγόρο η φίλη του).

«Η μητέρα μου δεν γνώριζε γι’ αυτήν τη σχέση. Αν το γνώριζε θα μου το έλεγε,

με τη μητέρα μου εγώ ήμουνα ένα…», είπε ο μικρός γιος. Η στάση των παιδιών

ήταν η αφορμή και ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης κ. Φοίβος Ιωαννίδης είπε

κάποια στιγμή ρωτώντας τον μικρότερο γιο: «Όταν δύο γιοι, που υπεραγαπούσαν τη

μητέρα τους, υπερασπίζονται με τέτοιο πάθος τον πατέρα τους, εγώ δεν θέλω άλλη

απόδειξη ότι είναι αθώος…».

Ωστόσο, η κοινή γνώμη είναι διχασμένη. Ο 50χρονος δικηγόρος Μιχάλης

Γερωνυμάκης σκότωσε ή δεν σκότωσε τη σύζυγό του και την πεθερά του; Ο ίδιος το

αρνείται και φωνάζει ότι είναι αθώος. Τόσο όμως η Αστυνομία αρχικά όσο και η

ανάκριση στη συνέχεια στηρίχθηκαν σε μια σειρά από ενδείξεις που τον

«φωτογράφιζαν». Κατ’ αρχήν, οι δύο ιατροδικαστές κ.κ. Φραγκούλης και

Μιχαλοδημητράκης, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι δύο γυναίκες σφάχτηκαν (με 7

μαχαιριές η κόρη και 12 η ηλικιωμένη) μεταξύ 3.30 τα ξημερώματα και 7.30 το

πρωί. Ο πρώτος μάλιστα καταθέτοντας χθες το βράδυ τεκμηρίωσε αυτή του τη θέση

εξαιτίας της πτωματικής ακαμψίας που είχε επέλθει στα πτώματα.

«Είδα τα θύματα γύρω στις 3.30 το μεσημέρι της 23ης Οκτωβρίου 1996. Είχε

επέλθει η ακαμψία. Άρα το έγκλημα είχε συντελεσθεί 8-12 ώρες πριν», τόνισε ο

κ. Φραγκούλης και όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσε την αντίδραση της

υπεράσπισης (κ. Χρ. Αργυρόπουλος, Φ. Ιωαννίδης, Β. Λαμπρινός), που

επικαλούμενοι συγγράμματα άλλων ιατροδικαστών υποστήριξαν ότι η ακαμψία

επέρχεται και νωρίτερα από τις 8-12 ώρες. Στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις των

συνηγόρων ο κ. Μανώλης Φραγκούλης παραδέχθηκε ότι η ακαμψία μπορεί να επέλθει

και στις 6 ώρες. Και εδώ είναι ίσως το κλειδί της υπόθεσης. Ο Γερωνυμάκης

εκείνο το πρωί είχε φύγει στις 6.30 περίπου από το σπίτι του. Από τις 6.50 που

τον είδε ένας περιπτεράς και το καταθέτει έως το μεσημέρι που γύρισε στο σπίτι

του έχει ακλόνητο άλλοθι, τον είδαν μάρτυρες, παρέστη ακόμη και σε δικαστήρια!

Ενδείξεις είναι ακόμη ότι ο σκύλος του σπιτιού δεν γάβγισε και οι αστυνομικοί

συμπέραναν ότι δεν μπήκε κάποιος ξένος, ενώ τα παιδιά κατέθεσαν πως ο σκύλος

δεν ήταν εκπαιδευμένος για φύλακας. Καθώς επίσης και το αίμα των θυμάτων που

βρέθηκε στο νύχι του, οι αμυχές πάνω στον δικηγόρο, που σίγουρα θα

απασχολήσουν το δικαστήριο τις επόμενες ημέρες.

Στη χθεσινή πρώτη ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας, όπου εξαιρέθηκαν οι

γυναίκες ένορκοι και η οποία αναμένεται να είναι πολυήμερη (90 μάρτυρες έχουν

κληθεί), οι δύο γιοι του Γερωνυμάκη αναφέρθηκαν και στις περίφημες ανώνυμες

επιστολές που είχαν σταλεί στην οικογένεια πριν από 6-7 μήνες. Τις δύο αυτές

επιστολές τις είχε κρατήσει ο Γερωνυμάκης και τις παρουσίασε αργότερα, μετά

την κηδεία των θυμάτων.

«Ήταν δύο επιστολές που κατηγορούσαν τη μητέρα μας και εμμέσως συνιστούσαν

απειλή. Τότε ο πατέρας μου δεν είχε δώσει σημασία, αλλά τις κράτησε. Μετά το

έγκλημα θυμήθηκε την ύπαρξή τους και τη συνδέσαμε», είπε στο δικαστήριο ο

Γιώργος Γερωνυμάκης.

«ΖΩ ΜΙΑ ΦΡΙΚΗ», έλεγε και ξανάλεγε ο Μιχάλης Γερωνυμάκης, που εδώ και ένα

περίπου χρόνο βρίσκεται προφυλακισμένος κατηγορούμενος για το διπλό φονικό της

23ης Οκτωβρίου 1996. «Είναι άδικη, πολύ άδικη η κατηγορία», τόνισε και

εξέφρασε τη βεβαιότητα πως στο δικαστήριο θα λάμψει η αλήθεια, όπως είπε χθες

στα «ΝΕΑ». «Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω πώς στέκομαι όρθιος, πώς δεν έχω

τρελαθεί», τονίζει και συνεχώς αναφέρεται στα παιδιά του, που τον στηρίζουν.

«Γι’ αυτά ζω. Είναι συνεχώς δίπλα μου, με στηρίζουν, έρχονται συνέχεια στη

φυλακή και μου δίνουν κουράγιο, όπως και πολλοί φίλοι μου…». Και η αλήθεια

είναι ότι πολύς κόσμος του συμπαραστέκεται ακόμη και οι συγγενείς των δύο

θυμάτων, ενώ δεν υπάρχει πολιτική αγωγή εναντίον του. Όλο αυτό το διάστημα

στις φυλακές Αλικαρνασσού ο Γερωνυμάκης δεν κάνει τίποτα άλλο από το να

ασχολείται με την υπόθεση. Διάβασε ό,τι ιατροδικαστικό σύγγραμμα υπήρχε για να

μπορέσει να καταλάβει πώς «έκαναν λάθος οι ιατροδικαστές στον χρόνο του

θανάτου», όπως ισχυρίζεται. Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ο Γερωνυμάκης

ήταν ψύχραιμος. Μιλούσε με τους συνηγόρους, τους θύμιζε στοιχεία. Μόνο τη

στιγμή που κατέθεταν τα παιδιά του έκλαιγε και έτρεμε ολόκληρος.