«Θεέ μου, φρίκη. Το σπίτι είναι γεμάτο πτώματα…». Ήταν οι πρώτες κουβέντες

που είπε συγκλονισμένος ο αστυνομικός, ο οποίος έσπευσε πρώτος στο διαμέρισμα

όπου λίγη ώρα πριν είχε εκτυλιχθεί η πρωτοφανής τραγωδία ερωτικού πάθους και

αρρωστημένης ζήλειας.

Ο ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ έπαθε σοκ όταν μπαίνοντας στο διαμέρισμα αντίκρυσε το σκηνικό

της φρίκης. Σφηνωμένο πίσω από την πόρτα, που άνοιξε με δυσκολία, αντίκρυσε

μέσα στα αίματα το πτώμα ενός 18χρονου αγοριού. Προχώρησε στη μια

κρεβατοκάμαρα και το θέαμα που αντίκρυσε του έκοψε την ανάσα. Στο δωμάτιο

κοντά στην μπαλκονόπορτα κοιτόταν νεκρή μια νεαρή κοπέλα. Το γλυκό προσωπάκι

της ήταν γεμάτο αίματα. Πεσμένος στο πάτωμα με το κεφάλι του να ακουμπάει πάνω

στην κοπέλα κοιτόταν νεκρός ο «εξολοθρευτής πιστολέρο» και αυτόχειρας. Κάλυκες

διάσπαρτοι στο πάτωμα, σφαίρες σφηνωμένες στους τοίχους συμπλήρωναν το σκηνικό

της βίας και του αίματος. Την ώρα εκείνη το ασθενοφόρο παρελάμβανε για να

μεταφέρει εσπευσμένα στο νοσοκομείο, σοβαρά τραυματισμένο, το τρίτο θύμα του

30χρονου δολοφόνου και αυτόχειρα Δημήτρη Γρ. Κίτσου, την 44χρονη Στέλλα

Σπυριδάκη, μητέρα των δύο παιδιών, με την οποία ο μακελάρης διατηρούσε ερωτικό δεσμό.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ήταν ο επίλογος μια ολέθριας σχέσης που έγραψε με 11 σφαίρες χθες στις 4.30 τα

ξημερώματα, «τυφλωμένος» από το αρρωστημένο πάθος του, ο 30χρονος έμπορος

Δημήτρης Κίτσος, στο διαμέρισμα όπου διέμεναν η πρώην φίλη του και τα δυο

παιδιά της στον πρώτο όροφο διπλοκατοικίας, στην οδό Πισιδίας 7, στη Νέα Σμύρνη.

Το πάθος, την οργή και τη μανία του για εκδίκηση την πλήρωσαν με τη ζωή τους

τα δυο παιδιά της Στέλλας Σπυριδάκη, ο 18χρονος Λευτέρης και η 23χρονη Ιωάννα.

Ο Λευτεράκης ήταν μαθητής της Γ’ Λυκείου και πριν από λίγες ημέρες είχε

επιστρέψει στο σπίτι του από την πενθήμερη εκδρομή του σχολείου. Η 23χρονη

Ιωάννα δούλευε με τη μητέρα της στο μαγαζί της. Είχε αρραβωνιαστεί και σε δυο

μήνες επρόκειτο να παντρευτεί. Δεν πρόλαβε όμως. Και αυτή και ο αδελφός της

πλήρωσαν τη μανία του εξολοθρευτή…

Η μητέρα τους Στέλλα Σπυριδάκη που δέχθηκε πρώτη την επίθεση του 30χρονου,

όταν την άρπαξε από το κρεβάτι και την πέταξε από το μπαλκόνι στον ακάλυπτο,

πυροβολώντας την ταυτόχρονα, σώθηκε από θαύμα. Ο «πιστολέρο» φίλος της την

έπληξε στον γλουτό. Η γυναίκα έπεσε από τον πρώτο όροφο, στις πέργκολες του

κήπου και γλίτωσε με κατάγματα. Ο μακελάρης σε κατάσταση αμόκ στη συνέχεια

μπήκε στο σπίτι και το μετέτρεψε σε σφαγείο. Εκτέλεσε εν ψυχρώ τα δυο παιδιά

της φίλης του με το 9άρι πιστόλι του και στη συνέχεια με το ίδιο όπλο έβαλε

τέλος στη ζωή του.

Ο δράστης εκδικήθηκε την άτυχη γυναίκα με τον χειρότερο τρόπο. Της σκότωσε τα

δυο παιδιά της. Η ίδια, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός»,

μέχρι χθες το βράδυ αγνοούσε τη φοβερή πραγματικότητα. Ρωτούσε συνέχεια για τα

παιδιά της. Η μητέρα της και οι αδελφές της δεν μπόρεσαν να της αποκαλύψουν τη

φοβερή αλήθεια, ότι τα παιδιά της είναι νεκρά. Χθες το απόγευμα πήγε στο

νοσοκομείο ψυχολόγος για να την προετοιμάσει ψυχολογικά.

ΟΛΕΘΡΙΑ ΣΧΕΣΗ

Ο θυελλώδης έρωτας του 30χρονου έμπορου Δημήτρη Κίτσου με την 44χρονη Στέλλα

Σπυριδάκη ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια. Η Στέλλα Σπυριδάκη, μια όμορφη

επιτυχημένη έμπορος, διατηρούσε δύο καταστήματα ενδυμάτων, στη Νέα Σμύρνη και

την Καλλιθέα. Βρισκόταν σε διάσταση από το 1993 με τον σύζυγό της. Μετά τον

χωρισμό τους ο σύζυγός της έφυγε στην Αμερική και η ίδια έμεινε με τα δυο

παιδιά τους στην Αθήνα.

Ο Δημήτρης Κίτσος ήταν και αυτός έμπορος και διατηρούσε κατάστημα με

πυροσβεστικά είδη.

Όλα πήγαιναν καλά στην αρχή. Τα πρώτα «σύννεφα» άρχισαν εξαιτίας της

παθολογικής ζήλειας του Δημήτρη Κίτσου. Την πίεζε ασφυκτικά. Δεν την άφηνε σε

ησυχία, όπως μας είπαν στενοί συγγενείς της άτυχης Στέλλας. Καθε λίγο της

τηλεφωνούσε στο μαγαζί και στο σπίτι της για να μάθει πού βρίσκεται. Ήθελε να

ξέρει όλες τις κινήσεις της και γινόταν φορτικός.

Η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητη για τη Στέλλα Σπυριδάκη. Συχνές

ήταν οι σκηνές ζηλοτυπίας που κατέληγαν σε καβγάδες. Κάποιες φορές την είχε

χτυπήσει. Όσο περνούσε ο καιρός η κατάσταση χειροτέρευε. Πριν από λίγους μήνες

μάλιστα, σε μια τέτοια σκηνή ζηλοτυπίας, ο Κίτσος της επιτέθηκε και λίγο

έλειψε να την πνίξει.

Η Στέλλα Σπυριδάκη δεν μπορούσε πια να ανεχθεί την παθολογική του ζήλεια. Όταν

της ζήτησε να τον παντρευτεί, αυτή αρνήθηκε. Αυτός όμως συνέχισε να την

πιέζει. Η Στέλλα Σπυριδάκη ήθελε να διακόψουν τη σχέση τους. Είχε αρχίσει να

τον φοβάται καθώς την είχε απειλήσει αρκετές φορές. Τα παιδιά της ανησυχούσαν

και αυτά πολύ. Ένα κλίμα φόβου υπήρχε τους τελευταίους μήνες στην οικογένεια.

Πριν από λίγες ημέρες η Στέλλα Σπυριδάκη πήρε την απόφαση να χωρίσουν επειδή

δεν άντεχε άλλο τη ζήλεια του. Προχθές το απόγευμα ο Δημήτρης Κίτσος πήρε

τηλέφωνο στο μαγαζί της. Ήταν μπροστά και η κόρη της. «Θελω να χωρίσουμε. Δεν

μπορώ άλλο. Αυτή είναι η απόφασή μου. Μη με ξαναενοχλήσεις», του είπε η

Στέλλα. «Μόνο νεκρή… » ήταν η απάντηση του Δημήτρη Κίτσου και έκλεισε το τηλέφωνο.

Λίγο αργότερα θα πραγματοποιούσε την απειλή του. Ήταν αποφασισμένος.

Στις 11 το βράδυ, την ώρα που η Στέλλα Σπυριδάκη και η κόρη της Ιωάννα

επέστρεφαν στο σπίτι τους, είδαν σταθμευμένο απέναντι το αυτοκίνητο του Κίτσου.

Η Στέλλα Σπυριδάκη προσποιήθηκε ότι δεν τον είδε και μπήκε με την κόρη της στο

σπίτι. Φαινόταν ανήσυχη. Είχε ένα κακό προαίσθημα: «Κλείστε την πόρτα και μην

του ανοίξετε όσο και αν χτυπάει», είπε στα παιδιά της. Πράγματι κλείδωσαν την

πόρτα και έπεσαν για ύπνο.

Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι ο δράστης θα έπαιρνε, με κάθε τρόπο, τη σκληρή

του εκδίκηση.

Περίμενε ώρες μέσα στο αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι. Λίγο πριν από τις 4.30

τα ξημερώματα, μπήκε στον ακάλυπτο χώρο του σπιτιού και αναρριχήθηκε στο

μπαλκόνι του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου. Από την μπαλκονόπορτα, που όπως

φαίνεται ήταν ανασφάλιστη, μπήκε στο υπνοδωμάτιο της φίλης του.

«Κοιμόμουν όταν αισθάνθηκα ένα σφίξιμο στον λαιμό. Ξύπνησα και τότε τον είδα.

Με είχε πιάσει από τον λαιμό. Προσπάθησα να του μιλήσω. Αυτός όμως με έσυρε

στο μπαλκόνι», κατέθεσε στους αστυνομικούς η Στέλλα Σπυριδάκη. «Με άρπαξε, με

πέταξε από το μπαλκόνι και με πυροβόλησε».

Τα παιδιά της άτυχης γυναίκας άκουσαν τον πυροβολισμό και πετάχτηκαν από τα

κρεβάτια τους. Ο μακελάρης, σε κατάσταση αμόκ, στράφηκε εναντίον τους και

ξέσπασε πάνω τους την οργή του. Το αγόρι, όπως φαίνεται, προσπάθησε να φύγει.

Ο δολοφόνος το πρόλαβε την ώρα που ξεκλείδωνε την πόρτα του διαμερίσματος και

το πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο Λευτέρης σωριάσθηκε στο πάτωμα. Ο εξολοθρευτής

συνέχισε να πυροβολεί και «γάζωσε» με το πιστόλι του τους τοίχους του σπιτιού.

Στη συνέχεια μπήκε στο υπνοδωμάτιο των παιδιών. Η άτυχη Ιωάννα ήταν κοντά στην

μπαλκονόπορτα. Την πυροβόλησε στο πρόσωπο στο ύψος του σαγονιού. Όταν η κοπέλα

σωριάσθηκε αιμόφυρτη, έβαλε το πιστόλι του στον κρόταφο και πάτησε τη σκανδάλη.

«ΗΜΑΣΤΑΝ φίλοι «κολλητοί» από μωρά», είπε κλαίγοντας η δεκαεξάχρονη Έφη

Μεσολογίτου, φίλη του 18χρονου Λευτέρη Σπυριδάκη. Στα χέρια της κρατούσε ένα

λευκό τριαντάφυλλο. Και τα δάκρυα πλημμύριζαν συνέχεια τα μάτια της.

Συνεχίζει: «Η μητέρα μου με ξύπνησε στις εξήμισι το πρωί και μου είπε:

«Σκότωσαν τον Λευτέρη και τους δικούς του». Δεν μπορούσα να την πιστέψω. Μετά,

το άκουσα και στις ειδήσεις. Πάλι δεν μπορούσα να το πιστέψω. Κι έτρεξα εδώ.

Τα είδα. Και ξαναήρθα να ανέβω, να αφήσω κάτι, ένα λευκό τριαντάφυλλο στο

κατώφλι του σπιτιού. Για τον Λευτέρη…».

«Μου το έλεγε ο Λευτέρης, ήταν ανήσυχος, τον φοβόταν αυτόν… που τους

σκότωσε». Το βλέμμα της κοπέλας χάνεται… «Μου έλεγε: «Αυτός απειλεί τη μάνα

μου ότι θα μας σκοτώσει. Την αδελφή μου κι εμένα». Και τον φοβόταν. Εγώ του

έλεγα ότι αυτά είναι μόνο λόγια. Αλλά, δεν ήταν. Δεν ήταν». Η Έφη, μια άλλη

φίλη, θυμάται: «Μεγαλώσαμε μαζί, στην ίδια γειτονιά. Και μετά, αφού

μετακόμισαν, μείναμε πάλι φίλοι. Εμείς μιλούσαμε για όλα. Μάλιστα, πριν από

δύο ημέρες μου έλεγε ότι θα μου δείξει τις φωτογραφίες που πήρε στην

«πενθήμερη». Τώρα όμως ­ το πρόσωπό της σκοτεινιάζει και ξεσπάει σε λυγμούς ­

δεν θα μου τις δείξει ποτέ»…


ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ στο κρεβάτι. Το ένα της χέρι συνδεδεμένο με τον ορό. Το άλλο το

κρατούσε σφιχτά στα δύο δικά του ο ηλικιωμένος άνδρας. Κόκκινα μαλλιά

πλαισίωναν ένα ωραίο, χλωμό πρόσωπο, που το κάλυπτε μια μάσκα οξυγόνου. Η

Στέλλα Σπυριδάκη έμενε αναίσθητη, ύστερα από τη χειρουργική επέμβαση στην

οποία υποβλήθηκε. Η ώρα ήταν μία και μισή. Στο δωμάτιο 105 όμως, μόνο ο νονός

της τραγικής γυναίκας, ο κ. Νίκος Μπιτσάκης, είχε παραμείνει. Στα άλλα πέντε

κρεβάτια του θαλάμου, οι γυναίκες είχαν ανασηκωθεί και παρακολουθούσαν τους

συγγενείς που κατέφθαναν ταραγμένοι.

«Δεν είναι δυνατόν. Δηλαδή, είναι. Αλλά… πώς συνέβη αυτό το κακό; Γιατί;»,

είπε βουρκωμένος, ο νονός της Στέλλας Σπυριδάκη. Ξανακάθησε στο στενό

καρεκλάκι δίπλα στην γυναίκα, «είναι εκτός κινδύνου ­ έτσι μας είπαν οι

γιατροί ­ είναι κι αυτό κάτι». Κοντοστέκεται. Και συνεχίζει: «Περιμένουμε τώρα

τον ψυχολόγο, στις επτά το απόγευμα. Δεν ξέρει τίποτε για τα παιδιά της. Δεν

μπορέσαμε να της το πούμε. Για τα παιδιά της. Που της τα σκότωσαν…».

Έξι και μισή. Μέχρι τη μέση ήταν γεμάτη η πλατιά σκάλα του Ερυθρού Σταυρού από

συγγενείς που περίμεναν να δουν, έστω από μακριά, τη Στέλλα Σπυριδάκη. «Αφήστε

μας», φώναζαν. «Υπάρχει τίποτε που να μπορούμε να πούμε; Υπάρχει μεγαλύτερη

τραγωδία;». Πιο ‘κεί, ένας νοσηλευτής εκμυστηρεύεται: «Εντάξει είναι η γυναίκα

­ τουλάχιστον από άποψη υγείας. Ακόμη. Γιατί, όταν το μάθει… Ο Θεός να μας

βοηθήσει. Ποιος θα βρεθεί να της το πει όμως; Ποιος;».


ΟΙ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ αναστάτωσαν όλη τη γειτονία. Ο κ. Γιώργος Βαπορίδης και η

σύζυγός του Άννα, που μένουν στο ισόγειο, άκουσαν τους πυροβολισμούς και ένα

βογκητό από τον κήπο. «Δεν ξέραμε τι είχε συμβεί», μας λένε. Βγήκαμε με

προφυλάξεις από το σπίτι. Στον κήπο είδαμε τη γυναίκα πεσμένη αιμόφυρτη. «Πού

βρίσκομαι; Τα παιδιά μου, πού είναι τα παιδιά μου;», είπε με φωνή που μόλις

ακουγόταν. «Κάποιος με έριξε από το μπαλκόνι. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο». Αυτά

ήταν τα τελευταία της λόγια πριν χάσει τις αισθήσεις της. Ειδοποιήσαμε την

Αστυνομία και ασθενοφόρο. Ήταν πολύ ήσυχη οικογένεια. Έμενε στο σπίτι τους

τελευταίους 14 μήνες. Δεν είχαμε ακούσει καβγάδες. Καμιά φορά βλέπαμε αυτήν

και τον φίλο της να συζητούν στο αυτοκίνητο με αναμμένη τη μηχανή. Μας

ενοχλούσε ο θόρυβος της μηχανής τού αυτοκίνητου και επειδή ήταν αργά, τους

είχαμε παρακαλέσει να μην κάνουν θόρυβο.

Στο πλευρό της, στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται, συντετριμμένες από τον χαμό

των δύο παιδιών, η μητέρα της και η αδελφή της. «Την πίεζε να τον παντρευτεί

και αυτή αρνιόταν. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα έφθανε σε τέτοιο

σημείο», έλεγαν κλαίγοντας η αδελφή της και η μητέρα της.